Ζουν ανάμεσά μας οι ψυχές στο Κάστρο
Μια αδημοσίευτη διαθήκη του 1846 από το Υπερπέραν
Δημοσιεύτηκε (σε μη-πλήρη έκδοση) στην εφημερίδα ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΝΕΑ, φύλλο Μαϊ2022.
Όταν μού έλεγε η φίλη μου ζωγράφος Mary Harman από τον μακρινό Καναδά πως, φεύγοντας από το Κάστρο, ένοιωσε ότι άφησε την ψυχή της εκεί μαζί με τόσες άλλες που «έβλεπε» τριγύρω της, χαμογέλασα. Για εμένα, Κάστρο σημαίνει το πατρογονικό μας σπίτι, το γκρεμισμένο τριώροφο «καραβοκύρικο» των Ρωμάνηδων στην κορυφή του χωριού, δίπλα στην Αγία Ελεούσα. Αυτό που στην πορεία του χρόνου έγινε χώρος εναπόθεσης μπάζων και σκουπιδιών από όλο το χωριό, αντικείμενο αυθαίρετου τεμαχισμού και καταπατήσεων. Ακόμη και πηγή καπήλευσης των αρχαίων μαρμάρων της αρχοντικής οικίας σε ιδιωτικό μαντρότοιχο στον Πλατύ Γιαλό (όπου τα εντόπισα πρόσφατα). Σημαίνει και τον τάφο του προ-προπάππου μου Κωνσταντίνου Ρωμάνου μπροστά στην ιστορική «Μητρόπολη» της Σίφνου αλλά και μια γνωριμία εικοσαετίας με την αρχαιολογία, διοικητικών περιπετειών και υπέρογκων εξόδων για την σύννομη αποκατάσταση του πατρογονικού.
Με αυτά σαν εμπειρία και γνώση, κάποια στιγμή τον Οκτώβριο του 2020 απολάμβανα την συζήτηση και το καταπληκτικό σπιτικό γλυκό του κουταλιού στην διάρκεια μιας φιλικής επίσκεψης στο άτυπο «κεντρικό γραφείο πληροφοριών» του Κάστρου και τόπο συγκέντρωσης της σύγχρονης Δημογεροντίας. Άλλωστε όλοι οφείλουν απαρέγκλιτα να περάσουν από εκεί υποβάλοντας τα διαπιστευτήριά τους προς τους Καστριανούς (και να δοκιμάσουν την μοναδική Σιφνιακή κουζίνα και φιλοξενία της Ταβέρνας Λεμπέση ακριβώς δίπλα). Για εμένα υπήρχε ένας λόγος παραπάνω γιατί διερευνούσα και το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειάς μου από το Κάστρο, όπου όλοι σχεδόν λίγο-πολύ συγγενεύουν μεταξύ τους.
Σε μια στιγμή, νομίζοντας οι συνδαιτημόνες πως είμαι σχετικά ψαγμένος πάνω στο θέμα, με ρωτούν «και τί ξέρεις γι αυτόν που είναι θαμμένος έξω από την εκκλησία της Κοίμησης;» Απάντηση δική μου, του ασυγχώρητα άσχετου, «και πού είναι αυτή η εκκλησία της Κοίμησης;».
Κατάλαβαν με συγκατάβαση πως δεν πρόκειται για πραγματικό Καστριανό αλλά για Αθηναίο που αγνοεί το υπέρθυρο του 1593 και το σημαντικό εικόνισμα της Παναγιάς της Καρδιώτισσας στο εσωτερικό της εκκλησίας. Αφού μού υπέδειξαν την θέση και τον τάφο εκεί παραδίπλα, η σύντομη επίσκεψη έληξε.
Όχι όμως και για την περιέργειά μου. Αν και σκοτείνιαζε, περπάτησα τα λίγα μέτρα και πήγα εκεί που μού είπαν, είδα τον τάφο ενός «Ιωάννη Σπεράντσα» και πήρα λίγες υποφωτισμένες φωτογραφίες –έτσι, αντί για σημειώσεις. Άλλωστε το πολύ γνωστό στην Σίφνο όνομα «Σπεράντσα» ποτέ δεν το είχα ακούσει στην ευρύτερη οικογένεια παρά τα κάμποσα χρόνια γενεαλογικής έρευνάς μου (και με ειδικό λογισμικό, παρακαλώ)…
Εντύπωση μού έκανε το ποιηματάκι που οι σύγχρονοι αυτού που αναπαύεται στο μνήμα είχαν χαράξει επάνω στο μνήμα. Μάλιστα, κάποιοι επιμελείς Καστριανοί φρόντισαν να το αναπαράξουν σε μια μεταλλική πινακίδα, αφού ήδη ο πανδαμάτωρ χρόνος είχε «σβήσει» ακόμη και τα χαραγμένα στο μάρμαρο γράμματα. Ειδικά αυτά που έδιναν το χρονικό στίγμα της ζωής του κατοίκου του μνήματος.
Κείτομαι εδώ νεκρός
Μέ εθέρισεν ο Χάρων πρίν τού γήρατος πικρός
Σύ δέ όστις πλησιάζεις το μνημείον μου αυτό
Την συγχώρησίν μοι δώσαι τούτο μόνο σου ζητώ
Το θέμα έκλεισε για μένα και σύντομα έφυγα πίσω για Πειραιά για να ξεχειμωνιάσω. Άλλωστε, τί με ένοιαζε ο τάφος ενός ακόμη αγνώστου, μετά από τόσους που είχα ήδη περιηγηθεί σε όλο το νησί αδυνατώντας να εντοπίσω κάποιες από τις τελευταίες κατοικίες των πιο δικών μου προγόνων…
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη και οι αρχές του καλοκαιριού, η υγεία του κάτακοιτου υπερήλικου πατέρα μου ακολουθούσε την κατωφερή πορεία της και σύντομα θα έπρεπε να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για το μοιραίο. Μέσα στα πλαίσια της προετοιμασίας αυτής, αποφάσισα να ρίξω μια ακόμη ματιά στα κλασσέρ με τα περιουσιακά αρχεία, αν και δεν περίμενα να εντοπίσω κάτι καινούργιο που να μου είχε διαφύγει. Λάθος!
Διότι στο κλασσέρ με τίτλο «ΚΑΣΤΡΟ» με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη: δύο εμφανώς πολυκαιρισμένα έγγραφα που κάποιος «ιερόσυλος» προς την ιστορική μνήμη είχε μάλιστα φροντίσει να τα διακορεύσει προκειμένου να τα κλασσάρει για να μην παραπέσουν. «Τί νά ‘ναι άραγε αυτά» αναρωτήθηκα και άρχισα να τα διαβάζω συλλαβιστά.
Κάπου εκεί μού σηκώθηκε η τρίχα όταν κατάλαβα πως αυτό που άρθρωνα διαβάζοντας ήταν η χαμένη και προφανώς αδημοσίευτη διαθήκη αυτού του άσχετου με εμάς «Ιωάννη Σπεράντσα» από το πολύ μακρινό 1846. Και μάλιστα, όχι μόνο στο πρωτότυπο χαρτοσημασμένο, υδατογραφημένο και με ανάγλυφες σφραγίδες χαρτί των δημοσίων εγγράφων της εποχής εκείνης αλλά και σε ένα (εν μέρει ημικατεστραμμένο χειρόγραφο) αντίγραφό της εις διπλούν. Με καλλιγραφικά γράμματα σε παλαιογραφή και σε ημι-Σιφνιακή διάλεκτο γραμμένα με πενάκι.
Για όποιον ακολουθήσει την αλληλουχία των γεγονότων, εύκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ψυχή του κεκοιμημένου φρόντισε διαμέσου εμένα να φθάσει το μήνυμα σε εσάς που με διαβάζετε. Πώς αλλιώς να ονομάσει κανείς μια διαθήκη, που εμφανίζεται μετά από 175 ολόκληρα χρόνια σε ένα κλασσέρ κάποιου άσχετου σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, αν όχι «από το Υπερπέραν»; Δεν θα ισχυρισθώ βέβαια πως πρόκειται για κάποιο μεταφυσικό “apport” που υλοποιήθηκε μπροστά μου αλλά η χρονική σύμπτωση εμφάνισής της και ειδικά 40 χρόνια μετά τον θάνατο του παππού μου, που μάλλον αυτός την είχε πρώτος εντοπίσει, παραμένει αξιοπερίεργη. Ακόμη και τώρα που χαϊδεύω με λευκά προστατευτικά γάντια το χαρτί για να το ψηφιοποιήσω και να το μοιραστώ μαζί σας, όπως πιστεύω ότι οφείλω, δυσκολεύομαι να πιστέψω τις απίστευτες συμπτώσεις της μοίρας.
Ελλείψει χώρου, δεν θα κουράσω με μεταγραφή όλης της τετρασέλιδης και πυκνογραμμένης διαθήκης. Ελπίζω να φιλοξενηθεί μελλοντικά σε κάποια Σιφνιακή επετηρίδα. Περιορίζομαι στα κοινωνιολογικά σημεία του κειμένου αντιγράφοντας αυτά που μου προξενούν εντύπωση.
Επτά παιδιά αξιώθηκε να αναστήσει ο μακαρίτης. Και όλα αγόρια. Ή τουλάχιστον, αυτά μνημονεύονται στην διαθήκη του. Ίσως το δίκαιο της εποχής να εξαντλούσε τα κληρονομικά δικαιώματα στην πατρική περιουσία, άπαξ και οι θυγατέρες ελάμβαναν την προίκα τους και ξεκινούσαν την καινούργια νυμφευμένη ζωή τους. Οπότε, αν ισχύει κάτι τέτοιο (που το διερευνώ), ακόμη κι αν είχε θυγατέρες, δεν θα τις ανέφερε στην διαθήκη του.
Καπετάνιος θαλασσοδαρμένος, όπως όλοι τότε οι ναυτικοί, με δικό του πλοίο-τρεχαντήρι. Τώρα ο Ιωάννης για κάποιο λόγο νιώθει πως έφθασε στας δυσμάς του βίου του και πως τον πλησιάζει το τέλος πλησίστιο, όπως τότε τις καλές μέρες που ο αγέρας γέμιζε τα πανιά του για να επιστρέψει στο σπιτικό του. Παρ’ όλο που κάθε άλλο παρά γέρος είναι (όπως μας μαρτυρεί ο στίχος στο μνήμα του), αποκαμωμένος και κατάκοιτος στο κρεββάτι, ζητάει από τον ιερομόναχο Νεόφυτο Βενιέρη της ενορίας της Κοιμήσεως της Παναγίας Κάστρου να καλέσει τον γραμματιζούμενο της κωμόπολης και τους μάρτυρες για να τους υπαγορεύσει τις τελευταίες του θελήσεις.
«Εν έτει χιλιοστώ οκτακοσιοστώ τεσαρακοστώ έκτω, την ενδεκάτην του μηνός Νοεμβρίου, ημέραν την εβδομάδος Δευτέραν, ώραν τρίτην μετά μεσημβρίαν … ο Ιωάννης Παναγιώτης Σπεράντσας, κατοικοδημότης Σίφνου, επάγγελμα ναυτικός ... έχοντα σώας τας φρένας και την γλώτταν ελευθέραν προς το λαλείν, ομολογήσας ενώπιον ημών πάντων οικειοθελώς και απαραβιάστως ότι να θέλη να συντάξη την παρούσαν του διαθήκην … » το τυπικό της γραφής δεν αφήνει περιθώρια για ευαισθησίες.
Τώρα που πλησιάζει η ώρα της Κρίσεως, ο σκληροτράχηλος ναυτικός νοιώθει την ανάγκη και «… συγχωρεί εν πρώτοις μεν όλους τους μισούντας ή αδικήσαντας αυτόν, παρακαλεί θερμώς να συγχωρήσουν δε αυτόν αμοιβαίως, όσους τυχόν, ως άνθρωπος, έβλαψεν ή ελύπησεν. Έπειτα επικαλούμενος την Ευχήν και Ευλογίαν του παντοδυνάμου αγίου Θεού και των αγίων πάντων εις όλα τα τέκνα του, θέλει βούλεται και διορίζει εις ένα έκαστον αυτών και μετά την πατρικήν αυτού ευχήν και ευλογίαν εξ ών η θεία πρόνοια εχάρισεν εις αυτόν εκ των επιγείων αγαθών.». Άλλωστε αντιλαμβάνεται πλέον πως τα επίγεια αγαθά είναι προσωρινά και μάταια και ειδικά εκ του λόγου αυτού πρέπει να τα μοιράσει ακριβοδίκαια. Κι έχει και μικρά παιδιά, το μικρότερο περίπου 9 χρονών, που θα πρέπει να αναθρέψει μόνη της πια η σύντροφός του.
Ο πρωτότοκος Παναγιώτης θα λάβει (κατά σειρά αξιολόγησης) την πατρική εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου, την μητρική οικία δύο δωματίων στο Κάστρο δίπλα στον ΑηΓιώργη, το μητρικό χωράφι στον Αρτεμώνα, ένα δαχτυλίδι με πέτρα από ζαφείρι και το ήμισυ από το κοινό πλοίο-τρεχαντήρι μαζί με το δικαίωμα να το «εξουσιάζει». Για τον δευτερότοκο Αντώνιο προβλέπεται η πατρική οικία στο Κάστρο (κι αυτή στον ΑηΓιώργη), ένα κτήμα με ελαιόδενδρα και κάποιες νομικές εκκρεμότητες, το «δαχτυλίδιον του πατρός του» καθώς και ένα «σεντούκι αρχαίον». Ο τριτότοκος Θεμιστοκλής θα πάρει μισό χωράφι στον Αγιο Θόδωρο («το κάτω μερίδιον»), ένα «εγκόλπιον γλυπτών εικόνων αγίων, αγιορείτικο», ένα σεντούκι, ένα τυφέκι και (τελευταία η έκπληξη) το άλλο μισό από το τρεχαντήρι -αφού όμως πρώτα παντρευτεί.
Ο τέταρτος υιός Δημήτριος θα αρκεστεί στο επάνω μέρος του χωραφιού στον Αγιο Θόδωρο, σε «έν τυφέκι αγγλικόν / σολδάτον» και ένα «αργυρούν πιατάκι». Στον πέμπτο γυιό Κωνσταντίνο, ο πατέρας του θα τού αφήσει ένα πατρικό αμπέλι στη θέση Καλαμάκι ενώ στον έκτο, τον Νικόλαο, αφήνει ένα άλλο κτήμα στο Καλαμάκι που «κείται απάνωθεν του αμπελίου» του Κωνσταντίνου. Για τον τελευταίο, τον Γεώργιο, απομένει ένας ελαιώνας στην θέση «Αναδενδράδαν», όχι οικογενειακός (έχει κι αυτό την ήσσονα σημασία του) αλλά αγορασμένος από κάποιον τρίτον «Αντώνιον Βραμμένον».
Τους βόλεψε κάπως όλους ο καπετάνιος αλλά βάζει και όρους, φροντίζοντας και για την μητέρα των γυιών του. Ο Θεμιστοκλής θα πάρει το μισό πλοίο μόνον αφού νυμφευθεί και μάλιστα με την «βουλήν και συγκατάθεσιν της μητρός του». Διότι -όπως φαίνεται- είναι ακόμη μικρός (γύρω στα 14, μάς λέει η έρευνα) και για την ώρα έχει ακόμη τα μυαλά επάνω από το κεφάλι του, αν και δεν διστάζει να του εμπιστευτεί το ντουφέκι. Όσο για τα κτήματα, όλοι οι κληρονόμοι θα πρέπει να δίδουν το «ήμισυ των επικαρπιών τους» στην μητέρα τους.
Υπάρχει μάλιστα και χρέος δι ομολογιών που ο πατριάρχης της οικογένειας παραγγέλει να το πληρώσουν τα τέκνα του, ο καθένας ισόποσα από δραχμές 150. Δεν μοιάζει να είναι υπέρογκο το συνολικό ποσό (το χαρτόσημο της διαθήκης ανέρχεται στις 2 δραχμές) αλλά μάλλον δεν είναι και τόσο δίκαιη η ισότιμη μοιρασιά του χρέους μεταξύ τους. «Τα περί κηδείας και υπέρ ψυχικής σωτηρίας αυτού απαιτούμενα, αφήνει την πράξιν ταύτην εις την διάθεσιν και διάκρισιν των υιών του, βέβαιος ών ότι, γνωρίζοντες με πόσους αγώνας και κόπους ανάθρεψεν αυτούς θέλουν δείξαι προς τούτο όλην την υιϊκήν αυτών προθυμίαν»
Τελειώνει αφήνοντας εκτελεστές της διαθήκης την σύζυγόν του (αργότερα θα θυμηθεί να μάς αναφέρει το όνομά της) και τους τρεις μεγαλύτερους γυιούς του. Μεταξύ τους όμως θα προεδρεύει ο δευτερότοκος Αντώνιος «δια τας αρετάς του». Εδιάβασαν ευκρινώς και μεγαλοφώνως την διαθήκη, συμφώνησε ο διαθέτης πως το περιεχόμενο εκφράζει την θέλησή του και υπέγραψε ιδιοχείρως πριν από τους μάρτυρες: Α. Γρυπάρης, Β.Θ.Σπεράντσας, Γ.Ι. Πανώριος και Ν.Β. Σπεράντσας.
Κι εκεί που όλοι ενόμισαν πως η δουλειά είχε τελειώσει, ο καπετάνιος ζήτησε να προσθέσουν μια ακροτελεύτια παράγραφο. Πως επιθυμία του είναι «να κάμει τα έξοδα της κηδείας και του μνημοσύνου της συζύγου του Ειρήνης όταν αποβιώσει, ο υιός των Παναγιώτης». Και ξανα-υπέγραψαν όλοι οι μάρτυρες «επί τη αυτή ημερομηνία και ώρα», μαζί και ο γραφεύς και μάρτυς Ιωάννης Λειμβαίος, ο εκ Σερίφου Σίφνιος.
Εδώ θα προσθέσω λίγα σχόλια, απότοκα της ιστορικής έρευνας που παράλληλα κάνω μέσα στα πλαίσια της Σιφνιακής Αρχειοθήκης που επιμελείται ο Σύνδεσμος Σιφνίων, αλλά και από γενεαλογικό ενδιαφέρον. Ο Θεμιστοκλής Σπεράντσας τελικά μάλλον κατάφερε και πήρε στην εξουσία του το μερίδιο από το τρεχαντήρι αφού η έρευνά μου (με την ευκαιρία ψηφιοποίησης στα ιστορικά ληξιαρχεία του Δήμου Σίφνου) τον βρίσκει λίγα χρόνια αργότερα, νυμφευμένο με την Σαπφώ, το γένος Κωνσταντίνου Ρωμάνου. Άξιος καπετάνιος κι αυτός (πλοίαρχος), μάλλον καλοπαντρεύτηκε Καστρινιά και θα πήρε και την συγκατάθεση της μητέρας του Ειρήνης, που την τίμησε με το όνομα της πρώτης του κόρης (αργότερα σύζυγος Ιακώβου). Έκανε κι άλλες δύο θυγατέρες, την Αικατερίνη και την Ελένη και μάλλον κι έναν γυιό τον Ιωάννη, που δεν μακροημέρευσε. Ίσως η πολύ μακρινή σχέση αυτή με την οικογένειά μου να δικαιολογεί και την ύπαρξη της (φαινομενικά) άσχετης διαθήκης στο οικογενειακό μας αρχείο.
Αναζήτησα και την θέση του αγορασμένου ελαιώνα που κληροδότησε ο συγχωρεμένος πατέρας Ιωάννης στον βενιαμίν της οικογενείας, τον Γεώργιο. Κατά πάσα πιθανότητα, η θέση «Αναδενράδα» που σημειώνεται στην διαθήκη προέρχεται από την ομώνυμη λέξη (ήτοι, κλήμα αναρριχώμενο σε δέντρα) και αφορά το τοπωνύμιο γνωστό και ως «Αλετράδα/Αλεντράδα/Ανεδράδα/Εντράδα», όπως σημειώνουν οι Ν.Προμπονάς στην «Σιφνιακή Τοπωνυμιολογία» (σ.246, Αθήνα 2015) και Μ.Φιλιππάκης στα «Τοπωνύμια της Σίφνου» (σ.56, Σίφνος, 1989). Πρόκειται για «φυτωνύμιο, χωράφια και ρέμα ΝΑ του Κάτω Πεταλιού, που χύνεται στον ποταμό των Ερκιών ή του Κάστρου».
Για τον Ιωάννη Λειμβαίο, προσωπικότητα που την βρίσκουμε σε πολλά γεγονότα της Σίφνου κατά τα Επαναστατικά χρόνια σε βίο παράλληλο με τον Ν. Χρυσόγελο (αλλά και αργότερα), γνωρίζουμε πάρα πολλά στοιχεία μέσα από την έρευνα του ιστορικού μας Σ. Συμεωνίδη. Βρίθουν οι αναφορές για το πρόσωπό του λόγω πολλαπλών ιδιοτήτων που ανέλαβε κατά καιρούς στην δημόσια ζωή της Σίφνου. Μάλιστα υπάρχει ειδικό πολυσέλιδο αφιέρωμα για τον Ι. Λειμβαίο στον τόμο ΚΑ’ (2013) της Επετηρίδας «ΣΙΦΝΙΑΚΑ» (σελ. 51-68). Στο αφιέρωμα αυτό παρατίθεται κατάλογος 20 γνωστών επιστολών ή εγγράφων όπου εμφανίζεται η υπογραφή του την περίοδο μεταξύ 1825 και 1861. Με την παρούσα αδημοσίευτη διαθήκη, με χαρά προσθέτουμε στον κατάλογο αυτόν ένα ακόμη έγγραφο, άγνωστο μέχρι τούδε. Με την ερευνητικού ενδιαφέροντος σημείωση πως στην εδώ χειρόγραφη αναγραφή του ονόματός του (εν είδει υπογραφής) δεν εμφανίζονται τεκτονικά σημεία, ενδεικτικά κάποιου εταιρισμού.
Θα κλείσουμε σχεδόν όπως ξεκινήσαμε, με το μνήμα έξω από την εκκλησία της Κοίμησης. Από ότι βλέπουμε εν τέλει τα παιδιά του πράγματι ετίμησαν δεόντως τον πατέρα τους Ιωάννη. Το επισκέφτηκα δυο-τρεις φορές ακόμη, εξοπλισμένος με ειδικά υγρά και υπεριώδη φωτισμό ελπίζοντας πως θα μπορέσω να ξεδιαλύνω τις μισόσβηστες δυσανάγνωστες ημερομηνίες. Δεν κατάφερα ακόμη να τις «διαβάσω» με λεπτομέρεια, πάντως μοιάζει σαν ο καπετάν-Γιάννης Σπεράντσας να μην εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο την ίδια χρονιά που συνέταξε την διαθήκη του… Ελπίζω να επανέλθω με νέα στοιχεία.
ΥΓ. Το γλυκό του κουταλιού ήταν –νομίζω- γεύση «σταφύλι».
© Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης Μάϊ2022
Δημοσιεύτηκε (σε μη-πλήρη έκδοση) στην εφημερίδα ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΝΕΑ, φύλλο Μαϊ2022.
Διαβάστε την δημοσίευση σε μορφή PDF