Η Πασχαλιά στη Σίφνο
Παιδικαί αναμνήσεις
Δημοσιεύθηκε στο φύλλο Μαρ-Απρ2024 της τοπικής εφημερίδας ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΝΕΑ
Ο τίτλος και ο υπότιτλος δεν διεκδικούν βραβείο πρωτοτυπίας. Το αντίθετο. Εκτός από χιλιοειπωμένοι, προέρχονται από μια σχετικά δυσεύρετη έκδοση της Παγκυκλαδικής εφημερίδας ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΝ ΒΗΜΑ, έναν αιώνα πριν, φύλλο της Πρωτομαγιάς του 1926. Στην διευθύνουσα επιτροπή αυτού του δεκαπενθήμερου «Οργάνου των Απανταχού Κυκλαδιτών» συμμετείχαν αρκετοί Σιφνιοί, αν μπορώ να τους αναγνωρίσω από τα επώνυμά τους: Αθ. Β. Διαλησμάς, Φωτ. Ι. Δεκαβάλλας, Νικ. Γ. Παππάς και Κωνστ. Ψαραύτης.
Ο σκοπός της εφημερίδας προφανής με τα σημερινά δεδομένα, η προώθηση των θεμάτων Κυκλαδικού ενδιαφέροντος. Αυτό όμως που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό είναι πως ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια ομοσπονδοποίησης των διαφόρων τοπικών «συνδέσμων». Το περιεχόμενο της εφημερίδας πάντοτε προσεγμένο και ισότιμα μοιρασμένο, οι ανταποκρίσεις και η αρθρογραφία θεμάτων από τα Κυκλαδονήσια επίκαιρες και ενδιαφέρουσες. Η Σίφνος, φυσικά, έλαμπε διά της παρουσίας της σε κάθε τεύχος, μια υποχρέωση που τακτικά έφερνε σε πέρας το μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Σιφνίων Κωνσταντίνος Ψαραύτης.
Στο τεύχος του 1926 θα μιλούσε (με υπογραφή Κ.Σ.Ψ.) για τα Σιφνέικα Πασχαλινά έθιμα μέσα από τις προσωπικές του παιδικές αναμνήσεις. Με εξαίρεση κάποια τοπωνύμια και ονόματα Σιφνιών της εποχής, θα μπορούσα κάλλιστα να το είχα γράψει κι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος Σιφνιός είχε την τύχη να περάσει έστω κι ένα μαγευτικό Πάσχα στο νησί. Άλλωστε, παρόμοια άρθρα σχετικά με τα Σιφνέικα έθιμα του Πάσχα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε όλες τις Σιφνέικες εφημερίδες, από όπου ξεχωρίζω αυτά των Μ. Κορρέ, Μ. Φιλιππάκη, Α. Τρούλλου και Γ. Πεταλιανού στην ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ.
Αφήνω όμως τον Κ. Ψαραύτη να μας διηγηθεί τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια, που θα πρέπει να πηγαίνουν πίσω προς το τέλος του 19ου αιώνα. Για την γοητεία του πράγματος, μεταγράφω το κείμενο σε πολυτονικό διατηρώντας την ορθογραφία της εποχής:
Τὴς ἡμέρες αὐτὲς ἄθελά μου ὁ νοῦς γυρίζει στὰ μικρὰ παιδικά μου χρόνια, στὴ(ν) ἀγαπημένη μου Σίφνο. Ἐκεῖ στὰ μικρὰ νησάκια μας, μακρυὰ ἀπὸ τὶς πολυτάραχες μεγαλουπόλεις μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσῃ καὶ νὰ αἰσθανθῇ τὴς ἅγιες αὐτὲς μέρες. Ἐκεῖ πραγματικῶς φαίνεται ἡ Μεγάλη Βδομάδα, ἡ Λαμπρή.
Τότε λειτουργοῦσε ἀκόμη ἡ Παναγιὰ Γερανιοφόρα ὅπως καὶ ἡ ἄλλες ἐκκλησίες ποὺ τελευταῖα κατηργήθησαν, σύμφωνα μὲ τὸ(ν) ἐνοριακὸ νόμο. Ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα ὅλοι κουβαλούσαμε κλαδιὰ ἀπὸ τὰ γύρω χωράφια, παραβγαίνοντας ποιά ἐνορία θἄχῃ τὴν Λαμπρὴ τὸν μεγαλείτερο κάψαλο. Τὰ κλαδιά τὰ στιβάζαμε στὸν χαλασμένο τότε Ἁη-’Αντώνη. Τὸ Παμὶ καὶ τὸ Μιχὰ τοῦ Γόρη, τὸ Σταυρὶ τοῦ καλοπαιδιοῦ, τὸ Μιχὰ τοῦ Σβιάκη, τὸ Κὸ τοῦ Στελιανοῦ, ἦσαν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν μικρῶν ἀποσπασμάτων ποῦχαν ἀναλάβη τὴν μεταφοράν. Μὲ πόση εὐχαρίστησι μαζεύαμε καὶ φορτωνόμαστε τὰ γομάρια μικροὶ μεγάλοι καὶ μὲ πόση εὐλάβεια τὸ βράδυ κοντὰ στὸν παπᾶ-Νούφριο καὶ στὸ ἀναλογιὸ παρακολουθούσαμε τὰ Θεῖα πάθη.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη εἴχαμε πιὰ τελειώσει τὰ κλαδιὰ καὶ πηγαίναμε στὸν φοῦρνο τοῦ Διαμαντοῦ τὰ πουλιὰ «κουλοῦρες τοῦ Πάσχα» περνῶντας ἐκεῖ ὅλη τὴν ἡμέρα μας.
Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ μετὰ τὴν πρωινὴ ἐκκλησία βοηθούσαμε τὰ κορίτσια ποῦ στόλιζαν τὸν ἐπιτάφιο τὸν ὁποῖον τότε γυρίζαμε τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου.
Τὸ Μεγάλο Σάββατο ὅλα τὰ σπίτια ἀποτελείωναν τὴς δουλειὲς τῆς καθαριότητος, κάνανε τὴς μελόπηττες καὶ ἑτοιμάζανε τὰ μαστέλλα γιὰ τὸ ψητό.
Τὸ βράδυ στῆς δώδεκα ὅλοι βρισκόμαστε στὴν Γερανιοφόρα ἕτοιμοι μὲ τὴν ἀνάστασι νὰ ἀνάψωμε τὸν κάψαλο. Μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα τῆς καμπάνας καὶ τὸ ταυτόχρονο «Χριστὸς Ἀνέστη» τοῦ παπᾶ, ἀνάβαμε καὶ τὸ σπίρτο. Ὅλοι γύρω γύρω στὴ φωτιὰ καμαρώναμε τὸ ὕψος της ἀπολαμβάνοντες ἔτσι τοὺς κόπους μας, ἐνῷ ἐν τῷ μεταξὺ στέλλαμε ἀγγελιαφόρους στῆς ἄλλες ἐκκλησιὲς γιὰ νὰ δοῦν τί κάψαλο εἶχαν.
Τὴν Κυριακὴν τῆς Λαμπρῆς «στὴν ἀγάπη» στὸ στενό τοῦ Κομποσκίνη ὁ Ζανῆς τοῦ Σκλάβαινα καὶ ὁ Ζανῆς τοῦ Κουτσονόρη εἶχαν ἑτοιμάσει τὸν Ἰούδα κρεμασμένο καὶ τοῦ βάζανε φωτιὰ ἀποδίδοντες ἔτσι στὸν Προδότη τὴν πρέπουσα τιμωρία.
Σὲ κάθε χωριὸ ἀπὸ τὸ πρωὶ εἶχε στηθῆ ἡ κουνίστρια. Τὸ ἀπόγευμα ὅλες ἡ νέες καὶ νέοι μὲ τὰ γιορτινά τους ροῦχα μαζευόντουσαν στὴν κουνίστρια τοῦ χωριοῦ τους. Σὲ κάθε πρόσκλησι ἑνὸς νέου κουνιέται κι’ ἀπὸ μιά. Μετὰ ἤρχετο καὶ ἡ σειρὰ τῶν νέων. Αὐτὸ τὸ γλέντι διαρκοῦσε μέχρι ποῦ σκοτείνιαζε.
Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ἀκόμη μὲ φέρνουν στὴν ἀξενοίαστη καὶ ἀφελῆ παιδικὴ ζωὴ τοῦ μικροῦ μας νησιοῦ ποῦ ὅσο μακρυὰ βρισκόμαστε τόσο περισσότερο ἀγαποῦμε καὶ νοσταλγοῦμε.
Δεν ήταν δυνατό να μην εμπνευσθεί το ερευνητικό μου μεράκι από μια τέτοια περιγραφή και να μην αντιπαραβάλω τα λεγόμενά του με αυτά όλων των άλλων Σιφνιών λαογράφων. Λόγω των προφανών περιορισμών μιας εφημερίδας, δεν θα επεκταθώ πολύ στο θέμα και ας μου συγχωρεθούν κάποιες παραλείψεις, άγνοια ή τηλεγραφικές αναφορές.
Εντύπωση μού έκανε πως το έθιμο των εκρηκτικών κροτίδων και βεγγαλικών δεν έρχεται από πολύ παλιά, όπως προσπαθούν διάφοροι να μας πείσουν. Στην Σίφνο, τουλάχιστον, φαίνεται πως η πυρίτιδα ήταν δυσεύρετη ή ακριβή. Η εξαγνιστική φωτιά, όμως, φαίνεται ότι ήταν απαραίτητη την ώρα της Ανάστασης. Έτσι, τα παιδιά ασχολιόντουσαν για μέρες με το να συγκεντρώσουν κλαδιά για τον «κάψαλο», ένα έθιμο που δεν συναντώ αναφορές για αυτό σε κανέναν άλλον συγγραφέα-λαογράφο. Ακούω όμως πως υπήρχε και «κάψαλος» της Μ.Παρασκευής, που φώτιζε τον δρόμο για την περιφορά του Επιταφίου στην Καταβατή.
Το «κάψιμο του Ιούδα» εξακολουθούσε να αναβιώνει από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου μέχρι πριν λίγα χρόνια. Προτού σιωπηλά αποσυρθεί είτε για να μην κατηγορηθούμε και στην Σίφνο για ρατσισμό ή ψευτο-αντισημιτισμό, είτε για να φανούμε αρεστοί στους αλλοδαπούς νεο-μετοίκους του νησιού.
Για τα «βάγια» της Κυριακής των Βαΐων, ο συγγραφέας περιέργως δεν αναφέρει. Αναφέρει όμως τα καταπληκτικά σε σχήμα και γεύση «πουλιά της Λαμπρής», τις πουλόσχημες σιφνέικες κουλούρες, που κάθε νοικοκυρά θα έβαζε τα δυνατά της σε καλλιτεχνία, ευρηματικότητα και, φυσικά, γεύση, προτού τα στείλει στον ξυλόφουρνο την γειτονιάς την Μ. Πέμπτη. Ακουστές οι λεπτές δημιουργίες της Βασιλικής του Καρλή, μου θυμίζει η κα. Χρυσογέλου-Κατσή. Παρατηρώ πως τα λαμπριάτικα «πουλιά» της εποχής εκείνης δεν φαίνεται να διακοσμούνταν με κόκκινο αυγό, όπως βλέπω σε διάφορες μεταγενέστερες φωτογραφίες. Αν και στην οικογένεια μας πάντοτε την Μ. Πέμπτη ήταν που θα βάφαμε και τα αυγά. Ενώ Πασχαλινά τσουρέκια μάλλον ποτέ δεν υπήρξαν στην Σίφνο.
Μια που είπαμε για πασχαλιάτικα αυγά, θα επαναλάβω ένα άγνωστο έθιμο, όπως μας το παρέδωσε ο Μ. Φιλιππάκης (ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, Μάιος 1965). Ο «Αρτος για την λόγιαση των ποθαμένων», που ζύμωνε η παπαδιά το Μ. Σάββατο, είχε επάνω του μέχρι και 100 άβαφα αυγά των ενοριτών, που ψηνόντουσαν μαζί με τον Άρτο. Ο παπάς θα έκοβε τον άρτο μετά το τέλος της αναστάσιμης ακολουθίας και θα μοίραζε τα κομμάτια μαζί με τα αυγά στο εκκλησίασμα για την «συγχώρεση» των πεθαμένων και για το «ξεβούλωμα» του στόματος από την νηστεία. Κρίμα που μάλλον χάθηκε ένα τέτοιο έθιμο. Ίσως έχει επιβιώσει στα κόκκινα αυγά που μοιράζονται στην δεύτερη Ανάσταση της «Αγάπης».
Στο άρθρο του Ψαραύτη αναφέρονται και οι «μελόπηττες». Εδώ πάλι πιάνομαι εγώ αδιάβαστος μαζί με πολλούς, γιατί δεν γνώριζα την Πασχαλινή καταγωγή της μαγευτικής στον ουρανίσκο σιφνέικης μελόπηττας και ας την τιμώ καταλλήλως σε κάθε ευκαιρία. Ο Κιμωλιάτης π. Ράμφος όμως μου το υπέδειξε (ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, Μάιος 1970). Η μελόπηττα από μυζήθρα, μέλι και αυγά, καταναλώνεται σε ανάμνηση τής μετά την Ανάσταση εμφάνισης του Κυρίου στους μαθητές, όταν έφαγε ψάρι και μελόπηττα (κερίθρα). Σύμφωνα με την περικοπή του κατά Λουκάν (24:42) Ευαγγελίου, «Οι δέ επέδωσαν Αυτώ ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου».
«Κουνίστρια» και «τσούνια». Για το πρώτο, δηλαδή προσωρινές κούνιες αλλά όχι για παιδιά, δεν γνώριζα καθόλου, παρά μόνον εξ αναγνώσεως. Στα χωριά της Σίφνου στηνόντουσαν ξύλινες κούνιες, όπου οι νέοι και οι νέες είχαν μια δήθεν αθώα ευκαιρία πρώτης γνωριμίας και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να φανεί κάτι παραπάνω από γυναικείο «αστράγαλο», αν λυνότανε το μαντήλι που περίδεναν στα γόνατα. Αναλυτική περιγραφή του εθίμου στο άρθρο του Γ. Πεταλιανού (ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, Απρ1979) και του Αντ. Τρούλλου από την παρουσίαση που έκανε στη ΧΑΝ Αθηνών το 1975. Αυτά όλα βέβαια πριν την εποχή των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων γνωριμίας.
Όσο για τα γνωστά «τσούνια», το παιχνίδι που μετεξελίχθηκε σε μπόουλινγκ, δεν τα είχα συνδέσει με την Πασχαλιά. Με διαβεβαιώνουν όμως γι αυτό οι προσωπικές αναμνήσεις της Α. Χρυσογέλου-Κατσή, όπως δημοσιεύτηκαν σε ένα πολύ ενδιαφέρον νεανικό άρθρο της για την ευρωπαϊκή συγγένεια διαφόρων σιφνέικων εθίμων (ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, Φεβ1979).
Δυστυχώς αναγκάζομαι λόγω χώρου να κλείσω το άρθρο αυτό, χωρίς να χαρίσω στην εφημερίδα και τους αναγνώστες της μια ακόμη πρωτιά, ένα ανέκδοτο ποίημα του Αριστομένη Προβελέγγιου, όπως το εντοπίζει η έρευνά μου. Επιγράφεται «Παιδική Ανάμνησις» και δημοσιεύτηκε ημιτελές στο ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΝ ΒΗΜΑ το 1925. Περιέργως δεν παρουσιάστηκε από τον Γ. Τσατσαρώνη στην διατριβή του για τον Προβελλέγιο παρά το γεγονός τής παιδαγωγικής της διάστασης. Συμπλήρωσα το ποίημα από τα κατάλοιπα χειρόγραφα του ποιητή, από όπου και παραθέτω ένα άγνωστο τετράστιχο:
«Ἡ παπαροῦνες ἡ μυριανθισμένες
ἐφαίνοντο στὸ παιδικό μου βλέμμα,
σὰν νὰ ἦταν ραντισμένες
ἀπὸ τοῦ Ναζωραίου τ’ ἅγιον αἷμα.»
Ολόκληρο το ποίημα αναφέρεται στις πασχαλιάτικες παιδικές αναμνήσεις του ποιητή από την Σίφνο και είναι απολύτως ενδεικτικό το γεγονός πως επιλέγει να εστιάσει σε αυτές, που εντυπώνονται πιο έντονα στην μνήμη κάθε παιδιού. Αυτές των Θείων Παθών.
Χριστός Ανέστη !
* Η έρευνά μου θα ήταν ασυνήθιστα λειψή, αν δεν ανέτρεχα στα Μητρώα Αρρένων της Σίφνου ελπίζοντας να εντοπίσω τον Κωνσταντίνο Ψαραύτη του Στυλιανού. Γεννήθηκε στην Απολλωνία το 1894 και αποδήμησε (μάλλον στην Αθήνα) το 1978. Ισως να ήταν και γείτονάς μας στα Θυμαράκια (των Αθηνών, βέβαια).
© Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης. Πάσχα 2024
Διαβάστε την τελική δημοσίευση σε μορφή PDF
0 σχόλια