Με το φινακολίδι του μπάρμπα-Σπύρου
Τα Λιανοτράγουδα της Σίφνου
Δημοσιεύτηκε στις 23 Μαΐου 2024 στο 169ο τεύχος του ηλεκτρ. περιοδικού FRACTAL
Φέτος συμπληρώνεται μισός αιώνας από το Πάσχα του 1973. Όταν διάλεξε ο μπάρμπα-Σπύρος (Βασιλείου), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του 20ου αιώνα, να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Σίφνο. Το «Νησί των Ζωγράφων», όπως το ονόμαζαν τότε (περιοδ. ΓΥΝΑΙΚΑ, τχ. 636, 1974, σ. 9), μόλις είχε ξεκινήσει την τουριστική του καριέρα. Μια πορεία που εξελίσσεται πλέον με αμφίβολα αποτελέσματα για το παραδοσιακό αποτύπωμα του νησιού.
Στην επίσκεψη αυτή, ο ζωγράφος δεν ήταν μόνος. Είχε σαν οδηγό τον Μανώλη Διαμαντή, τον έμπειρο φωτογράφο, στον οποίο χρωστάμε μερικές από τις πλέον εμβληματικές φωτογραφίες των τουριστικών τοποσημείων της Σίφνου. Συνεπώς όταν ο Βασιλείου έφθανε στον Αρτεμώνα είχε εξασφαλίσει έναν ξεναγό, που όχι μόνο θα του έδειχνε τις απαραίτητες ομορφιές του νησιού αλλά και θα τον κατηύθηνε σε επιλεγμένα σημεία με το έμπειρο μάτι ενός φωτογράφου.
Γιατί ο «μπάρμπα-Σπύρος», τίτλος λαϊκής τιμής και αποδοχής, στην ηλικία πλέον των 70 χρονών, δεν ήταν απλά ένας καταξιωμένος ζωγράφος αλλά ένας πολύπλευρος εικαστικός δημιουργός. Με τα λαϊκής τεχνοτροπίας έργα του, με τα χαρακτικά της περιόδου της Κατοχής, την προχωρημένη χρωματική παλέττα του, την πρωτότυπη πολυεπίπεδη προοπτική του, τις αγιογραφίες, τα εξώφυλλα τουριστικών περιοδικών και τις εικονογραφήσεις βιβλίων. Πάνω από όλα, με την 40 ετών ενασχόλησή στη θεατρική σκηνογραφία, συνδύαζε μια τελείως προσωπική ματιά και ένα αναγνωρίσιμο στυλ σε οποιοδήποτε θέμα επέλεγε να αποτυπώσει. Οι τοπιογραφίες αποτελούν μια αυτόνομη ενότητα στο ζωγραφικό έργο της ώριμης περιόδου του με σκηνές από τις αγαπημένες Αθήνα και Ερέτρια, την Αίγινα, την Σέριφο, την Μύκονο, την πατρίδα του το Γαλαξείδι και πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Τώρα έφθανε στην Σίφνο, πρώτο σταθμό μιας νέας περιόδου στην ζωγραφική του, προτού συνεχίσει για Πάτμο. Ακόμη και οι φανατικοί θαυμαστές του ζωγράφου, που συμβαίνει να είναι ταυτόχρονα και φίλοι της Σίφνου, ελάχιστα γνωρίζουν τις δημιουργίες του από την εκεί παραμονή του.
Λογικά φιλοξενήθηκε στο πιο μοντέρνο ξενοδοχείο της εποχής, στο «Αρτεμών» του θειού μου Αντώνη Λεμπέση. Από εκεί γράφει, στις 5 Μαΐου 1973, ο δηλωμένος λάτρης της Σίφνου επιστολογράφος με το περίεργο ψευδώνυμο ΒΙΑΣ ΠΡΙΗΝΗΣ στην εφημερίδα ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ:
«…Χθές είχα την τιμή και την ευχαρίστησι να γνωρίσω, εδώ στον Αρτεμώνα, το μεγάλο μας ζωγράφο, τον “μπάρμπα-Σπύρο”, το Σπύρο δηλ. το Βασιλείου. Μούπε πόσο είναι ενθουσιασμένος από την γνωριμία με το νησί και ελπίζει να βγει καλή δουλειά. Εκείνο όμως που τούκαμε ιδιαίτερη εντύπωσι ήταν το φως, για το οποίο και εγώ έγραψα στην αγαπημένη ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ τον περασμένο Δεκέμβρη».
Την άφιξη του ζωγράφου αλλά και την μετέπειτα πορεία του ζωγραφικού έργου τού Βασιλείου στην Σίφνο δεν μπορούσε παρά να παρακολουθήσει ο διευθυντής της εφημερίδας Ν. Σταφυλοπάτης. Έτσι, στο φύλλο Μαΐου, μάς πληροφορεί πως «ο εκλεκτός καλλιτέχνης επισκέφθηκε τα χωριά, τις εκκλησίες, το Κάστρο και τα άλλα αξιοθέατα συνοδευόμενος από τον καλλιτέχνη φωτογράφο Μανώλη Χ. Διαμαντή και έφυγε ενθουσιασμένος από τις ομορφιές του νησιού μας».
Στο μεθεπόμενο τεύχος, τα ζωγραφικά του έργα έχουν πια πάρει σάρκα και οστά: «...παρουσίασε στις αρχές Ιουλίου αρκετά έργα του εμπνευσμένα από το νησί μας στην καλοκαιρινή έκθεσί του στην Ερέτρια. Εκεί, στο “Μανδρότοιχο”, όπως ονομάζει το χώρο της εκθέσεως, οι επισκέπτες σταματούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα “Λιανοτράγουδα της Σίφνου”, τις ωραίες Σιφνέικες συνθέσεις του κορυφαίου καλλιτέχνη». Η πορεία των έργων συνεχίστηκε με την έκθεσή τους στην γκαλερί ΚΟΧΛΙΑΣ στην Θεσσαλονίκη, που εγκαινιάστηκε την 1η Νοεμβρίου 1973, σε μια από τις πρώτες εκθέσεις αυτής της εμβληματικής γκαλερί.
Οι 20 μέρες που διήρκεσε η έκθεση αυτή συνέπεσαν με ιστορικές εξελίξεις για την τότε Ελλάδα (γεγονότα Πολυτεχνείου), που δύσκολα -φαντάζομαι- θα άφηναν χώρο στην επικαιρότητα για φιλότεχνες πολυτέλειες. Η επιτυχημένη γκαλερί έκλεισε μετά το τέλος της ενασχόλησης τού πολυτάλαντου ιδιοκτήτη της Κώστα Λαχά γύρω στο 1986, όπως με πληροφόρησε ο θαυμαστής της Σίφνου (και φίλος δικός μου) Π. Καμπάνης. Ο ίδιος με οδήγησε στην ανεύρεση του σπάνιου καταλόγου της έκθεσης αυτής στα αθηναϊκά παλαιοπωλεία. Για τις ανάγκες του άρθρου, επένδυσα στο σχετικά τσουχτερό αντίτιμο της ολιγοσέλιδης έκδοσης, παρά την τυπική για την εποχή εκτυπωτική ποιότητά της. Με αποζημίωσε με την θαυμάσια όσο και σπάνια φωτογραφία του ζωγράφου επί το έργον —λογικά από την Σίφνο και τον φακό του Διαμαντή.
Δυστυχώς όμως οι 4 φωτογραφίες των πινάκων του με θέματα από την Σίφνο, που περιλαμβάνονται στο φυλλάδιο αυτό, είναι δυσδιάκριτες, ενδεικτικές και ασπρόμαυρες. Επιπλέον, λείπουν οι τίτλοι, οι διαστάσεις και οι τεχνοτροπίες. Έτσι, δεν έχω πλήρη εικόνα των έργων του Βασιλείου με θέματα από την Σίφνο, που θα πρέπει να είναι γύρω στα 12 (σε ένα κατ’ εκτίμηση σύνολο εργογραφίας 5.000 μέχρι το 1975), μαζί με αυτά που εντοπίζω από την φυσική έρευνά μου αλλά και διαδικτυακά. Αρκούν όμως τα τελευταία για να αντιληφθούμε την εικαστική πληρότητα του καλλιτέχνη.
Ο Βασιλείου δεν φοβάται το λευκό και τις αποχρώσεις του. Το φως της Σίφνου είναι εκτυφλωτικό στα δύο έργα του, που αποτυπώνουν τον «Σωτήρα στο Μάϊνα» με το Κάστρο στο βάθος και τα «Κεντρικά χωριά της Απολλωνίας». Και στα δύο, ένας ατέλειωτος ουρανός, που γεμίζει πάνω από το ήμισυ της ζωγραφικής σύνθεσης και ένας μακρινός ορίζοντας, που μόλις αχνοφαίνεται στο βάθος. Ο «Μάϊνας» με το Κάστρο εμφανίζεται και σε δύο άλλες παραλλαγές από παραπλήσιες οπτικές γωνίες.
Αλλά η χρωματική παλέττα του καλλιτέχνη θα αποδώσει επίσης εκπληκτικά και τις διαβαθμίσεις του φαιοπράσινου στους ανοιξιάτικους Σιφνέικους αγρούς και τα «σκαλωτά» από ξερολιθιά, που εκτείνονται ατελείωτα σαν κερκίδες αρχαίου θεάτρου μέχρι τον λόφο του ιστορικού Κάστρου.
Εννοείται πως η αποτύπωση του μοναστηριού της «Χρυσοπηγής» δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τον Σπύρο Βασιλείου. Δυστυχώς δεν έχω βρει παρά μόνο σε ασπρόμαυρη φωτογραφία τον πίνακα με την συνηθισμένη απεικόνιση του Ιερού Βράχου με τις Αούρες σε πρώτο πλάνο και το μοναστήρι του Σταυρού του Φάρου στο βάθος στην απέναντι μεριά του κόλπου.
Με αποζημιώνει βέβαια στο έπακρο η επόμενη μοναδική σύνθεση με τον επιβλητικό όγκο των βράχων να ξεχειλίζουν σχεδόν στερεοσκοπικά έξω από το κάδρο και την εντυπωσιακή λευκότητα της εκκλησίας στο βάθος. Η σφραγίδα της ζωγραφικής ωριμότητας. Εδώ, ο ζωγράφος σκηνοθετεί ένα τρισδιάστατο σκηνικό «εκ του φυσικού». Χρησιμοποιώντας όλες τις γνώριμες σε αυτόν σκηνογραφικές τεχνικές προοπτικής, οπτικής παράλλαξης, σκιάσεων και αντιθέσεων μάς χαρίζει μια μοναδικά πρωτότυπη απεικόνιση του λατρευτού σε όλους τους Σιφνιούς τοποσημείου. Τόσο ζωντανή, που ο θεατής νοιώθει την ανάγκη γυαλιών ηλίου μόλις προσπαθήσει να εστιάσει στην στέγη της εκκλησίας μέσα στον λαμπρό ήλιο του μεσημεριού. Χάρμα οφθαλμών. Αναρίθμητοι έχουν απαθανατίσει το ίδιο, σχεδόν μονότονο, θέμα. Ο Βασιλείου, ασύγκριτα μοναδικά!
Εκεί όμως που μένω πραγματικά ενεός από θαυμασμό είναι βλέποντας την λουλουδιασμένη «Παναγιά Πουλάτη». Σε μια εικαστικά «προχωρημένη» αποτύπωση ενός επίσης πολυ-φωτογραφημένου σημείου, ο Βασιλείου δεν δειλιάζει να χρησιμοποιήσει έντονα χρώματα ακόμη και στα τοπία του. Αναγνωρίσιμο, άλλωστε, χαρακτηριστικό ενός επαγγελματία illustrator. Με καταπληκτική μικρολεπτομέρεια στην κάτω δεξιά γωνία ενός κατά τα άλλα «άδειου» ταμπλό, σε έντονο τυρκουάζ/θαλασσί χρώμα, είναι ό,τι αφαιρετικά ομορφότερο έχουν ποτέ τα μάτια μου αντικρύσει σε ζωγραφιά από την αγαπημένη μου Σίφνο.
“ΣΙΦΝΟΣ” (1978)
Τολμηρή, ίσως πειραματική, σύνθεση, σε μια εποχή που -σημειωτέον- οι εναέριες λήψεις σπανίζουν. Στην πάνω αριστερή γωνία, ένα “μαγικό” υπόλειμμα βράχων προσγειώνει και καθοδηγεί το μάτι του θεατή, έτσι ώστε να ακολουθήσει την οπτική γωνία και τα βολ-πλανέ ενός γλάρου. Καταργώντας, με τον τρόπο αυτό, την αρχική ψευδαίσθηση πως πρόκειται για το χρώμα του ουρανού αντί για το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Κάντε το απλό πείραμα να κρύψετε στιγμιαία τα «βραχάκια» και αμέσως η θάλασσα θα μεταστοιχειωθεί σε ουρανό, ενώ η εκκλησία θα μεταφερθεί στην κορυφή ενός λόφου !
Μας κάνει εντύπωση πως ο πίνακας αυτός είναι μεταγενέστερη δημιουργία κατά μια πενταετία, αφού γνωρίζουμε τίτλο («Σίφνος») και χρονολογία (1978). Αλλά είναι και τελείως διαφορετικής τεχνοτροπίας (ακρυλικό και φύλλο χρυσού σε μουσαμά) και σχετικά μεγάλων διαστάσεων (80×115 cm). Γνωρίζουμε όμως και την τιμή που εκπλειστηριάσθηκε σε χαλεπούς καιρούς των capital controls (Βέργος, 2015). Αν μου περίσσευαν τότε 14.161 €, πολύ ευχαρίστως θα εξέταζα το ενδεχόμενο να υπερίπταμαι πάνω από την Πουλάτη σε μόνιμη βάση.
Αναρωτήθηκα μήπως υπήρξαν και άλλα μεταγενέστερα έργα του από την Σίφνο, που ίσως τα είχε περιλάβει στην έκθεση/έκδοση «ΤΟΠΕΙΟΓΡΑΦΙA (1928-1978)». Μικρό ταξίδι για ξεφύλλισμα στα παλαιοπωλεία, δεν εντόπισε «Σίφνο».
Εκτιμώ πως όλοι οι «Σιφνέικοι» πίνακες του Βασιλείου κοσμούν σήμερα κάποιες “τυχερές” ιδιωτικές συλλογές. Η εφημερίδα ΣΙΦΝΟΣ, στο φύλλο Μαΐου 1974, μάς πληροφορεί πως, σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ, όλοι αυτοί οι πίνακες του Βασιλείου απαθανατίσθηκαν σε έγχρωμα σλάϊτς από τον Μ. Διαμαντή. Αναζήτησα το περιοδικό με επιτόπια επίσκεψη στην Βιβλιοθήκη της Βουλής. Το εντόπισα αλλά δεν έγινα πολύ σοφώτερος επί του θέματος, όπως ευελπιστούσα.
Παρ’ όλ’ αυτά, αναγνωρίζω μέσα από το άρθρο αυτό πως και άλλοι πίνακές του με παραδοσιακές «πόρτες», «ψαράδες» και «γλυκά» πιθανόν έλκουν την έμπνευσή τους από το «Νησί των Ζωγράφων». Ενδεικτικά παραθέτω μερικούς παρατηρώντας πως μάλλον πρόκειται για Σιφνέικη “βανίλλια-υποβρύχιο” παρά για “γλυκό του κουταλιού”…
Αν δεν έχει ήδη γίνει, ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να συγκεντρωθούν τα «Λιανοτράγουδα της Σίφνου» κάποια στιγμή, έστω και φωτογραφικά. Για την ώρα, μένουμε ευχάριστα ζαλισμένοι από την οπτική πανδαισία με τον χρωστήρα ενός των αναμφίβολα μεγάλων ελλήνων εικαστικών δημιουργών, υπόμνηση της απέριττης φυσικής κληρονομιάς που καλούμαστε να κληροδοτήσουμε. Στο δικό μας τώρα “χέρι” εναπόκειται κατά πόσο θα την διατηρήσουμε αποκλειστικά και μόνο σαν μια επώνυμη ζωγραφιά ενός απώτερου παρελθόντος.
* φινακολίδι: ειδικό ψιλό πινέλο για τους λευκούς αρμούς στις σιφνέικες αυλές.
© Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης. Απρίλιος 2024
Δημοσιεύτηκε στις 23 Μαΐου 2024 στο 169ο τεύχος του ηλεκτρ. περιοδικού FRACTAL
Διαβάστε την τελική δημοσίευση σε μορφή PDF
0 σχόλια