Δικονομικά
Ο τρόπος που χειρίζεται ο καθένας μας τα διάφορα νομικά θέματα που προκύπτουν στην διάρκεια του κοινωνικού βίου ουσιαστικά αποτελούν μέρος του βιογραφικού του. Αν και Έλληνας, μάλλον δεν μπορώ να θεωρηθώ “δικομανής”. Το αντίθετο μάλιστα. Προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου να αποφεύγω την προσφυγή σε δικαστικές διαμάχες διότι τις θεωρώ χάσιμο χρόνου και χρήματος και προσωπικής ενέργειας. Άλλωστε το νομικό καθεστώς που διέπει το “κοινωνικό συμβόλαιο” και τις επί μέρους εκφάνσεις του είναι συνάρτηση των κοινωνικών συνθηκών και συμβάσεων που επικρατούν σε δεδομένο χώρο και χρόνο. Και συνεπώς όχι μόνο υπόκειται σε συνεχή μεταβολή και εξέλιξη (ή οπισθοδρόμηση) αλλά η νομοταγής σύμπλευση με αυτό υπαγορεύει τακτική προσαρμογή της συμπεριφοράς του ατόμου.
Έτσι τηρώ με θρησκευτική ευλάβεια την 11η εντολή του Ευαγγελίου “Ου Μπλέξεις“!
Υπάρχουν όμως φορές στην ζωή που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τα μπλεξίματα με την δικαιοσύνη. Και τότε το πώς θα χειριστεί τα θέματα αυτά εξαρτάται από την προσωπική του κοσμοθεώρηση, γνώσεις, οικονομική δυνατότητα και κρίση. Κατάλαβα σχετικά νωρίς το πόσο σημαντικό είναι να διαμορφώσω μια νομική σκέψη και θεώρηση. Παρακολούθησα με πολύ σοβαρότητα τα νομικά μαθήματα που μου προσφέρθηκαν στην ανωτάτη εκπαίδευση: αστικό, εμπορικό, ποινικό, διεθνές και συνταγματικό δίκαιο.
Και αφού τα εγκολπώθηκα και τα εμπλούτισα με προσωπική μελέτη, με ακολούθησαν στην υπόλοιπη ζωή μου τόσο προς αποφυγή προβλημάτων όσο και στο ξεμπέρδεμα καταστάσεων. Όχι μόνο στην ενήλικη ζωή μου στην Ελλάδα με επαγγελματικά και περιουσιακά θέματα αλλά και στην διεθνή εμπορική καρριέρα μου. Οι κατά καιρούς νομικοί συνεργάτες μου αναγνωρίζουν πως διαθέτω σοβαρή νομική σκέψη και γνώση, ικανά ώστε να τους καθοδηγώ στο επιθυμητό αποτέλεσμα με βάση τις εξειδικευμένες δικονομικές γνώσεις και εμπειρίες τους.
Στην ενότητα αυτή θα αναφερθώ σε διάφορα (κυρίως διασκεδαστικά πλέον) μικρο-επεισόδια της ζωής μου όπου χρειάστηκε νομική αντιμετώπιση. Παραλείπω τα βαρετά περιουσιακά θέματα διότι δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θεωρώ πως μέχρι σήμερα στάθηκα τυχερός και ευλογημένος έτσι ώστε να μην έχω κάτι το πολύ σοβαρό να γράψω εδώ. Προσεύχομαι να παραμείνει έτσι μέχρι τέλους…
Υπόθεση 1η. κατά Γυμνιστών (1982)
Το 1982 ήταν η χρονιά που ξεκίνησε η επιταχυνόμενη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας, τότε που όλοι θα γινόμασταν ίσα κι όμοια, όλοι πλούσιοι κι ωραίοι. Στα επόμενα χρόνια, κάποια λαμόγια (και η Ελλάδα βρίθει από τέτοια) πραγματικά έγιναν αυτό που προσδοκούσαν εξαργυρώνοντας αναμεταξύ τους τις κομματικές περγαμηνές τους και τα κλεμμένα Ευρωπαϊκά πακέττα. Εις βάρος όμως των παιδιών τους και ας εκπλησσόμεθα σήμερα σαν τις μωρές παρθένες για τα τωρινά χάλια και επίχειρα, λες και προέκυψαν από φυσική καταστροφή και όχι από προμελετημένο έγκλημα δραστών με ονοματεπώνυμο.
Το ΠΑΣΟΚ και η Αλλαγή που ευαγγελιζόταν ερχόντουσαν πλησίστια κι εμείς εκεί στην άκρη του ακρωτηρίου στην Φασολού της Σίφνου ήδη το νοιώθαμε στο πετσί μας. Δρόμος για την παραλία δεν υπήρχε. Ακόμη κι εμείς έπρεπε να κουβαλήσουμε όλα μας τα τσιμπράκαλα με τα χέρια και με καρότσια από το μοναδικό μονοπάτι. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε την παραλία της Φασολούς από το να γνωρίζει μεγάλες πιέννες και δημοφιλία. Από ένα ειδικό κοινό όμως. Κατασκηνωτές με sleeping bags, φυσιολάτρες, τρωγλοδύτες, εναλλακτικοί και -το κυριώτερο- χασισορεμπέτες. Όχι “ό,τι κι ό,τι” όμως. Ρεμπέτες του Κολωνακίου (σαν τον γνωστό μπουζουξή Μητσάρα με την μουστάκα, μάλλον της Οπισθοδρομικής Κομπανίας) και γυμνιστές, έλληνες και ξένους.
Τίποτα το κατακριτέο κι αφού έτσι τους άρεσε, κανένα πρόβλημα για τους άλλους. Μπορεί εμένα να μην μου άρεσε καθόλου το μουσικό είδος που εκπροσωπούσαν, η χίππικη όμως νοοτροπία τους με τις φωτιές στην άμμο και τα τραγούδια δεν με έβρισκε βασικά αντίθετο. Εκτός από τις ακαθαρσίες και τα χεσόχαρτα που έφερνε ο βοριάς στην αυλή μας, εκτός από το κάψιμο ενός ξύλινου τρίποδα για πολυβόλο (ενθύμιο από τους Ιταλούς στο σπίτι μας) και εκτός από τις φωνάρες τους μέσα στην νύχτα όταν μεθούσαν. Μια απόσταση όμως 100 μέτρων ήταν αρκετή για να είμαστε όλοι εκεί “μακριά κι αγαπημένοι”. Ή έτσι νομίζαμε…
Διότι τα τυπάκια ήσαν και δικαιωματιστές. Οπότε η “Ελενάρα” με τα πεσμένα βυζιά και το αξύριστο αιδοίο και μασχάλες (τότε βέβαια έτσι ήταν η μόδα) δεν μπορούσε να αρκεστεί στην έρημη παραλία. Κι έπρεπε να κουβαληθεί μαζί με την παρέα της, διασχίζοντας το χωράφι μας και την αυλή, ολόγυμνη στα βράχια κάτω από το σπίτι μας. Αυτό βέβαια δεν βρήκε πολύ θετική ανταπόκριση από τους γονείς μου κι ας μην ήσαν ιδιαίτερα σεμνότυφοι. Κυρίως διότι (όπως μας εξήγησαν με μαγκιά) τώρα με το ΠΑΣΟΚ εμείς και το σπίτι μας είμασταν οι παράνομοι καταπατητές του αιγιαλού. Και ως εκ τούτου είχαν κάθε δικαίωμα να πάνε όπου θέλουν, όποτε θέλουν και όπως θέλουν.
Τέτοιου τύπου τσαμπουκάδες μάλλον δεν θα περνούσαν εύκολα από τον συνήθως φιλόξενο πατέρα μου και σύντομα άρχισαν να εκτυλίσσονται μοναδικές σκηνές. Διότι όχι μόνο θα έκαναν ηλιοθεραπεία γυμνοί μπροστά στο σπίτι μας αλλά και θα αναχωρούσαν χωρίς τα ρούχα τους που θα έπρεπε να έλθουν με την συνοδεία της αστυνομίας για να τα παραλάβουν. Αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια κόντρα που θα κρατούσε μερικά καλοκαίρια και με διάφορα ευτράπελα. Που βέβαια άμα μένει μόνη της μια οικογένεια εκεί στην ερημιά δεν είναι και τόσο ευχάριστο να κοιμάσαι κάθε βράδυ υπό καθεστώς απειλής και φόβου.
Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να πάρω θέση κι εγώ αλλά κι οι φιλοξενούμενοι φίλοι μου, όπως ο Χριστόφορος, που θα περνούσε λίγες μέρες μαζί μας εκείνο το καλοκαίρι. Και φυσικά δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε το μέρος καποιανού άλλου “άγριου” εκτός από το δίκιο των δικών μας “ήμερων”. Δεν ήθελε πολύ για να αρχίσουν οι αντεγκλήσεις, οι ειρωνίες, τα καρφώματα, οι παρατηρήσεις, οι καταγγελίες και όλα τα συναφή αφού κι αυτοί δεν έβαζαν νερό στο κρασί τους. Είτε από θέμα νοοτροπίας, είτε λόγω ψυχοτρόπων ουσιών.
Εμένα με λέγανε ο “ρίγας” (με ιώτα και όχι ήτα) διότι είχα ράψει στον ράφτη ένα φανταστικό στυλάτο παντελόνι από στρατιωτική καπαρντίνα με μια μαύρη ρίγα-σιρίτι από πάνω μέχρι κάτω στο ένα πατζάκι. Δεν μπορώ να καταλάβω σε τί τους είχε ενοχλήσει αλλά μαλλον δεν γούσταραν και πολύ στρατοκρατικές ενδυματολογικές απόψεις. Η αλήθεια είναι πως είχαν διαφορετικά πρότυπα αφού κάποιοι κυκλοφορούσαν με φουστίτσα στυλ χαβανέζικη. Όλα ωραία και καλά. Αλλά η ένταση υπέβοσκε και φούντωνε. Κυρίως από τον Χριστόφορο που το είχε πάρει τελείως προσωπικά.
Έτσι όταν εκείνο το απόγευμα βρεθήκαμε στην προβλήτα του χωριού του Φάρου περιμένοντας το λεωφορείο (δυό εμείς, τέσσερις αυτοί και μεθυσμένοι) δεν άργησε να ξεσπάσει ο καυγάς. Κοκκορομαχία και ελληνικοί τσαμπουκάδες στην αρχή του στυλ “θα σου…, θα σε…” που σύντομα εξελίχθηκε σε κανονική δημόσια κλωστοπατινάδα, όταν ο φίλος μου φούντωσε και κατέβασε πρώτος μια κατραπακο-μπουνιά α-λα-Βεληγκέκας στον πιο προκλητικό από αυτούς. Μπήκα κι εγώ στην συμπλοκή, κανόνισα τον έναν, “δώσαμε” πολλά και “πήραμε” ελάχιστα κι ας είχαν αριθμητική υπεροπλία που δεν έπαιξε ρόλο λόγω του ότι από τα ξύδια δεν στεκόντουσαν και πολύ καλά στα πόδια τους.
Μας χώρισαν κάτι ντόπιοι, ήρθε και το λεωφορείο, φύγαμε εμείς για το Σταυρί και γραμμή για την αστυνομία όπου καταθέσαμε μήνυση για άδικη επίθεση, εξύβριση, τραυματισμό και θραύση οματοϋάλων (δήθεν) του Χριστόφορου. Έγιναν οι έρευνες, συμφωνήσαμε να υποβληθεί η μήνυση εξ ονόματός μου αφού ο Χριστόφορος σπούδαζε στην Αγγλία και ξεκίνησε μια νομική σάγκα που κράτησε κοντά 7 χρόνια εναντίον του Γιάννη (Παρδάλη), ενός εξ αυτών που μπόρεσε η αστυνομική έρευνα να εντοπίσει.
Επτά χρόνια με βάση την αστραπιαία ταχύτητα αντίδρασης της ελληνικής δικαιοσύνης που είχε μια εξέλιξη περίπου κάθε δύο χρόνια. Στο ενδιάμεσο ο πατέρας μου ξεκίνησε και τις ενέργειες με την Ασφάλεια και την Δίωξη Ναρκωτικών (στα κεντρικά εκτός Σίφνου), που ίσως αυτές να έπαιξαν τον κύριο ρόλο ώστε βαθμιαία να απαλλαγούμε από τον εναλλακτικό τουρισμό αυτού του δικαιωματιστικού τύπου. Ανοιξε και ο αμαξιτός δρόμος για την Φασολού και τα “παιδιά” ανεχώρησαν για πιο φιλόξενα νερά, άκουσα πως πήγαν στους Φούρνους. Σήμερα βέβαια, που έχουμε φτάσει στο ακριβώς αντίθετο άκρο τού να γεμίζει η Φασολού κάθε Αύγουστο με αυτοκίνητα που θέλουν να παρκάρουν σχεδόν μέσα στο νερό, ίσως να νοσταλγήσουμε εκείνες τις εποχές.
Επί του πρακτικού, τραβηχτήκαμε οικογενειακώς με την υπόθεση αυτή μια-δυό φορές στα δικαστήρια στην Σύρα, μέχρι που το 1989 με παρακάλεσε για μια ακόμη φορά ο Παρδάλης να αποσύρω την μήνυση, πράγμα που έκανα τελικά στο ΚΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα στα Κάτω Πατήσια. Κι ας με είχε στολίσει με τόσα κοσμητικά επίθετα που πλέον μοιάζουν τόσο μακρινά και αστεία όταν τα διαβάζω στην μήνυση. Μετά από πολλά χρόνια, πρόσφατα μάλιστα έμαθα από τον γυιό του πως ο “αντίδικος” Γιάννης ζει στην Σίφνο κάπου στον Πλατύ Γιαλό.
Επιμύθιο: τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς δεν ξέρω πώς το κατάφερα αλλά εμφανίστηκα στην περιοχή σαν τον κόκκορα με τον χαρέμι του. Isabelle, Εφη και Λένα. Εγώ έκανα παιχνίδι και με τις τρεις, η Λένα τραγούδαγε ωραία και σύντομα πλασαρίστηκε στην παρέα τους, η Έφη “ψαχνόταν” και έτσι ηρέμησαν οι άσκημες σχέσεις με τους ρεμπετάδες. Τόσο που τον επόμενο χειμώνα κατέβηκα από περιέργεια και στο καταγώγιό τους, τον “Κουασιμόδο”, στην Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. Όσο για την ιστορία του “κόκκορα” θα την διηγηθώ σε κάποια άλλη ευκαιρία (να μην εκθέτουμε και υπολήψεις έστω και μετά 40 χρόνια).
Υπόθεση 2η. κατά Αμνοεριφίων (1983)
Ήταν το 1983, μόλις είχαμε μετακομίσει στην οικογενειακή έπαυλη στο Χαλάνδρι, αφήνοντας τα ευτυχισμένα αλλά στενόχωρα διαμερισματάκια των Αθηναϊκών συνοικιών. Η άνεση χώρου ήταν πια απαραίτητη για την οικογένεια με δύο ενήλικα παιδιά. Αλλά και δύο ενήλικα “γαϊδούρια”. Συγγνώμη, σκυλιά! Οπότε δεν είχε νόημα να παραμένει κλειστό και αχρησιμοποίητο ένα μεγάλο σπίτι με ένα στρέμμα κήπο. Κι ας έπρεπε να προσαρμόσουμε την κοινωνική μας ζωή και τις καθημερινες μετακινήσεις ανάλογα.
Το κύριο αίτιο που όλη η οικογένεια συμφώνησε στην μετακόμιση ήταν τα δύο μεγάλα σκυλιά, η Μάγκυ και η Μπονέρ, μητέρα και κόρη, που ασφυκτιούσαν “απάνθρωπα” μέσα σε ένα τριάρι. Μολοσσοί γαρ που, αν και συγκριτικά μικρότεροι σε μέγεθος από τα αντίστοιχα αρσενικά της ράτσας τους, δεν έπαυαν να είναι στο ύψος μας όταν σηκωνόντουσαν στα πίσω πόδια τους. Διηγούμαι περισσότερες ιστορίες γι αυτά στη ενότητα Pets αλλά εδώ θα περιγράψω ένα νομικό μπλέξιμο.
Παρά τα φαινόμενα, η μαύρη Μάγκυ ήταν το πιο καλόβολο και ήσυχο σκυλί που έχω γνωρίσει. Η μοναχοκόρη της όμως, η Μπονέρ, ήταν πολύ προβληματική. Πανέμορφη ασπρόμαυρη αρλεκίνα με καταγάλανα μάτια και αλλοιθωρισμό. Υπερκινητική και κτητική, σχεδόν μουρλή και πολύ ζηλιάρα, γινόταν επικίνδυνα επιθετική σε ορισμένες αψυχολόγητες στιγμές. Και βέβαια δυό σκυλιά των 50 κιλών έκαστο ήθελαν ειδική μεταχείρηση για την επιβολή πειθαρχίας (κολλάρο-πνίχτης, μαστίγιο κλπ.) διότι τα μαθήματα στην σχολή εκπαιδευτών δεν έφεραν πλήρες αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είχαν μεγαλώσει σε οικογένεια με αγάπη δεν ήξεραν από δαγκώματα (εκτός απροόπτου) κι έτσι τα φίμωτρα ήσαν σε αχρησία.
Εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής αποφάσισα πως ο κήπος του σπιτιού δεν ήταν αρκετός και τις έβγαλα περίπατο, μερικά στενά πιο πάνω από το σπίτι, σε κάποιες αλάνες-χωράφια, που είχε ακόμη τότε το Χαλάνδρι προτού αστικοποιηθεί. Όταν φθάσαμε στα χωράφια, εθεώρησα καλό να τις αμολύσω από τα λουριά τους, έτσι για να απολαύσουν την ανοιξιάτικη φύση του Μαρτίου.
Αυτό που δεν είχα όμως δει ήταν πως στα όρια του χωραφιού έβοσκαν δυό κατσίκες. Μέγα λάθος. Διότι ξεκίνησε ένα σκηνικό από ταινία. Τα σκυλιά άρχισαν να κυνηγούν τα κατσίκια που ήσαν μπαστουρωμένα. Ακόμα και η Μάγκυ θεώρησε υποχρέωσή της να ανταποκριθεί στο κυνήγι που είχε δρομολογήσει η Μπονέρ. Εγώ κυνηγούσα τα σκυλιά με φωνές αποτρεπτικές και βίαιες κλωτσιές που απλά επέτειναν την βιαιότητά τους, προσπαθώντας να γλυτώσω τα κατσίκια από τα δόντια τους. Μάταια βέβαια γιατί τί να πρωτο-προλάβω; Ένα γλύτωνα, το άλλο αρπάζανε. Τα κατσίκια φυσικά αμυνόντουσαν με κουτουλιές και τα σκυλιά αρπάζανε φωτιές. Κι εγώ να μπερδεύομαι και να κυλιέμαι στα χορτάρια και τις βερβελιές!
Κάποια στιγμή, η Μάγκυ βουτάει ένα κατσίκι από το σβέρκο όπως είχε δει στην τηλεόραση ότι κάνουν τα ζώα (ή ήξερε από την φύση της πως έπρεπε να κάνει), το σηκώνει στον αέρα και το βροντάει κάτω ακινητοποιώντας το. Η Μπονέρ βλέπει την σκηνή, παρατάει το κυνήγι του άλλου και για να μην μείνει παραπονεμένη από ζήλια και “στην απ’όξω”, έρχεται κι αρχίζει τα δαγκώματα του ανυπεράσπιστου πια ζώου.
Το παρηγορητικό στην υπόθεση ήταν πως και τα δυό σκυλιά δεν γνώριζαν να σκοτώνουν. Μόνο η Μπονέρ ήταν γρήγορη στην κίνηση και μπορούσε να μας φέρνει πεσκέσι και με υπερηφάνεια τις νεκρές γάτες που έκαναν το λάθος να ξεστρατίσουν στον κήπο. Οπότε, αφού είχαν πια κατορθώσει να ακινητοποιήσουν το φτωχό και πανικοβλημένο ζωντανό, νόμιζαν πως είχε ολοκληρωθεί η αποστολή τους και παρέμεναν και οι δυό τους ξαπλωμένες κρατώντας στα δόντια τους το κατσίκι. Αφού βέβαια η Μπονέρ του είχε κόψει και ένα τριχωτό κομμάτι από το πίσω μπούτι.
Έτσι μπόρεσα να τους περάσω τα κολλάρα και να τους ανοίξω το στόμα με το ζόρι και δύναμη χρησιμοποιώντας την ειδική τεχνική που ήξερα. Πράγμα που δεν ήταν και το ευκολώτερο διότι μόλις ελευθέρωνα την μια και έστρεφα την προσοχή μου στην δεύτερη, επανερχόταν η πρώτη. Το κακόμοιρο βέβαια το κατσίκι είχε παραλύσει και συμβιβαστεί με αυτό που του έλαχε μέσα στην αμεριμνησία του.
Τελείωσε η κωμωδία, είδα πως τα κατσίκια την είχαν γλυτώσει φθηνά, καιρός να την γλυτώσω κι εγώ προτού πλακώσουν οι ιδιοκτήτες τους. Νόμιζα πως δεν είχε δει κανένας το σκηνικό κι έτσι έφυγα γεμάτος αδρεναλίνη.
Λάθος, διότι προς το απόγευμα χτύπησε το κουδούνι. Κάποιος είχε δει την φάση, τα σκυλιά ήσαν γνωστά στην περιοχή από τους περαστικούς κι έτσι αρχίσαμε τους διαπληκτισμούς. Διότι αυτοί ήθελαν πολλά υπολογίζοντας το όλο πακέττο, η ζημιά στο ζώο δεν ήταν και πολύ σοβαρή παρά ένας μικρο-τραυματισμός και δεν ήμουν πρόθυμος να πληρώσω μέχρι και το γάλα που κόπηκε της κατσίκας από το ψυχοσωματικό στρες.
Οπότε, τί να κάνουν οι άνθρωποι, βρήκαν κάνα-δυό μάρτυρες και μού έκαναν καταγγελία θεωρώντας πως εγώ ήμουν ο κύριος των σκυλιών. Το είχα τελείως ξεχάσει το επεισόδιο όταν ήλθε η κλήτευση σε δίκη στο Μονομελές Πλημμελιοδικείο δυό χρόνια αργότερα το 1985. Ήμουν και σμηνίτης τότε οπότε παρευρέθηκα ελπίζοντας πως δεν θα χρειαστεί να το αποκαλύψω διότι στην περίπτωση εκείνη θα μπλέκαμε με αεροδικεία κλπ.
Φυσικά αποδέχθηκα την ενοχή μου, ίσως και να πλήρωσα κάποια ψιλή αποζημίωση στους ιδιοκτητες και παρέμεινε η καταδίκη μου σε φυλάκιση 15 ημερών εξαγοράσιμη (γύρω στις 5000 μεταλλικές δρχ. σύνολο) για παράβαση μιας προπολεμικής υγειονομικής νομοθεσίας (κυκλοφορία σκυλιών χωρίς λουρί και φίμωτρο). Καταδίκη που λέρωσε το λευκό ποινικό μου μητρώο και μάλλον είναι και η μόνη που με συνόδεψε για μερικά χρόνια στα Αποσπάσματα Ποιν. Μητρώου. Δεν γνωρίζω αν παραγράφηκε στο ενδιάμεσο, εγώ όμως την παρουσιάζω υπερηφάνως.
Η κοινωνία βεβαια στα 40 χρόνια που μεσολάβησαν άλλαξε δραστικά. Τότε, αυτοί που είχαμε σκυλιά (και μάλιστα μεγαλόσωμα) είμασταν δακτυλοδειχτούμενοι. Γιατί τα μεγάλα σκυλιά συνεπάγονται άνεση χώρου, κόστος διατροφής και περιποίησης αλλά και αντίστοιχο μεταφορικό μέσο για τις μετακινήσεις τους.
Τώρα πλέον σε συνθήκες κοινωνικής μοναχικότητας και μοναξιάς, η κάθε ανέραστη κουτσή-Μαρία (πω, πω τι ρατσισμός) και ο κάθε βλαμμένος ψευτο-πονηρόμαγκας οφείλει να έχει ένα σκύλο στο διαμέρισμά του (όπως και τατουάζ), να μαζεύει σκατά από τα πεζοδρόμια και να ακούει τις βρισιές μου όταν ο γαμοκοπρίτης του μού κατουράει τα μαρμάρινα σκαλιά αντί στα παραδίπλα χωμάτινα παρτέρια.
Κι επειδή η νομοθεσία σωστά έχει αυστηροποιηθεί για την προστασία των ανυπεράσπιστων οικόσιτων ζώων από την κακομεταχείριση, είμαι πάντοτε έτοιμος να πλακώσω στις κλωτσιές, όχι το φτωχό ζωντανό, αλλά τον ανεύθυνο αντικοινωνικό ιδιοκτήτη του. Άλλωστε η κλωτσιά στον ιδιοκτήτη διώκεται ως πλημέλλημα κατόπιν εγκλήσεως ενώ στο ζώο ως ιδιώνυμο αυτεπάγγελτο κακούργημα. Οπότε, συμφέρει. Αθάνατη Ελλάδα, χώρα του ανάποδου!
Υπόθεση 3η. Αεροπορία, βάλλεσθε… (1985)
Έλεγα να γράψω για την υπόθεση αυτή στην σχετική ενότητα όπου αναφέρομαι στην στρατιωτική μου θητεία στην Πολεμική Αεροπορία. Προτίμησα όμως να περιγράψω εδώ την υπόθεση αυτή δεδομένου πως το σενάριό της είναι από τις απίστευτες συμπτώσεις που σκηνοθετεί ή ίδια η ζωή.
Ντάλα καλοκαίρι του 1985, μια συνηθισμένη ημέρα της εβδομάδος που αντί να βρίσκομαι στην μονάδα μου στο Τατόι, οδηγώ στο κέντρο της Αθήνας το κόκκινο ΙΧ αυτοκίνητο του πατέρα μου SEAT 124. Βρίσκομαι στο Σύνταγμα, εννοείται με πολιτικά ρούχα και δίπλα μου στην θέση του συνοδηγού κάθεται η Δανέζα φίλη μου Charlotte (Norgaard). Δεν θυμάμαι πού ακριβώς πηγαίναμε μεσημεριάτικα, έχω μπει όμως από την πλατεία Συντάγματος και κατεβαίνω την οδό Μητροπόλεως. Στην γωνία με οδό Βουλής, θελω να στρίψω αριστερά για Πλάκα. Βγάζω όπως πάντα το φλας εγκαίρως και ξεκινώ να στρίβω.
Εκείνη την στιγμή, ένας ηλικιωμένος άνδρας επιλέγει να διασχίσει τον δρόμο κατεβαίνοντας από το πεζοδρόμιο. Προσεκτικός και ευγενικός οδηγός όπως ήμουν ακόμη τότε, σταματώ λιγάκι απότομα για να του επιτρέψω την διάβαση του δρόμου. Να μην δείξω και στην φιλένάδα μου απο την πολιτισμένη Βόρεια Ευρώπη πως και εδώ στα Βαλκάνια έχουμε καλούς τρόπους;
ΜΠΑΑΑΑΑΜΜΜΜ! Ένας εκκωφαντικός θόρυβος στο πίσω μέρος του αμαξιού και ένα σοβαρό τράνταγμα μού δίνουν να καταλάβω πέραν πάσης αμφιβολίας πως κάποιος έπεσε επάνω μου. Σβήνω την μηχανή επιτόπου, ανοίγω την πόρτα, κατεβαίνω κάνοντας ταυτόχρονα την σκέψη “ποιός ακούει τον πατέρα μου τώρα”.
Πηγαίνω στο πίσω μέρος να δω την ζημιά, βλέπω ένα γκρί μεταλλικό κυριλέ σπορ αμάξι να έχει σοβαρή ζημιά στο αριστερό μπροστινό φτερό του και σπασμένο το φανάρι του. Κοιτάζω την ζημιά μου, βλέπω μόνο ένα μικρό πρόβλημα στον προφυλακτήρα. Ο οδηγός του άλλου αμαξιού έχει ήδη κατέβει κι αυτός στον δρόμο αφήνοντας την εντυπωσιακή συνοδό του στο εσωτερικό. Ξεκινώ να του λέω πως πρέπει να πάμε λίγο πιο εκεί για να μην κλείνουμε τον δρόμο. Με διακόπτει με αγριοφωνάρες και ουρλιαχτά κατηγορώντας με για το ατύχημα. Αρχίζουν να κορνάρουν οι από πίσω. Με βρίζει σκαιά και αισχρά εις επήκοο όλων των περαστικών, μπαίνει στο αμάξι του και εξαφανίζεται προς Μοναστηράκι προτού προλάβω να αντιδράσω. Όχι όμως χωρίς να σημειώσω τον αριθμό κυκλοφορίας του.
Γύρω μας έχουν μαζευτεί περαστικοί που παρακολουθούν τα δρώμενα δίνοντάς μου κάθε δίκιο μετά την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Από αυτούς, ξεχωρίζει ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος. Με πλησιάζει και μου λέει: “Είδα, παιδί μου, όλη την σκηνή από την αρχή. Είναι αχαρακτήριστος. Εάν χρειαστείς κάποιον μάρτυρα στο δικαστήριο για να αποζημιωθείς, σημείωσε τα στοιχεία μου“.Πράγματι μου λέει τα στοιχεία της ταυτότητάς του και συμπληρώνει με την βόμβα: “Υποπτέραρχος εν αποστρατεία“. Τόμπολα!
Τον ευχαριστώ χωρίς να του πω πως είμαι στρατεύσιμος και φεύγω συγχυσμένος, τρακαρισμένος και βρισμένος, βράζοντας που δεν είχα ούτε καν την ευκαιρία να λογοφέρω με εκείνον τον αχρείο. Η υλική ζημιά μου δεν ήταν σοβαρή, σχεδόν δεν χρειαζόταν ούτε συνεργείο, σε αντίθεση με αυτήν στην πανάκριβη Alfa Romeo. Για την οποία μάρκα αυτοκινήτων είναι γνωστή η έκφραση πως είναι σαν “ακριβή γκόμενα” που όλο την πληρώνεις και ελάχιστα την χαίρεσαι ή την κυκλοφορείς. Έπρεπε όμως να πάρω κάπως το αίμα μου πίσω, πολλώ μάλλον που όλο το σκηνικό διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια της φίλης μου.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο, κι ας μην είμαι “πολίτης” αλλά στρατεύσιμος σμηνίας. Συντάσσω μια αναφορά στην Τροχαία Αθηνών κατηγορώντας τον οδηγό του τάδε αυτοκινήτου για ατύχημα και εγκατάλειψη και ζητώντας να μου γνωρίσουν τα στοιχεία του προκειμένου να αποζημιωθώ. Κάνω και μια αρνητική δήλωση στην ασφαλιστική και φροντίζω να εκδώσω ένα παραφουσκωμένο εικονικό τιμολόγιο επισκευής του “τίποτα” προς 15.000 δρχ. Αφήνω την υπόθεση να πάρει τον δρόμο της και την ξεχνάω. Λίγες βδομάδες αργότερα, παίρνω γράμμα από την Τροχαία που μου κοινοποιούν τα στοιχεία του κατόχου του αυτοκινήτου και την ασφαλιστική του εταιρεία.
Άντε τώρα να τον βρεις. Με βρήκε όμως αυτός. Είμαι στην μονάδα μου (σπάνια περίπτωση) όταν μου λέει ο αξιωματικός πως με ζητούν στο τηλέφωνο. Πηγαίνω να μιλήσω παραξενεμένος του ποιός θα μπορούσε να με ψάχνει εκεί. Ακούω από την άλλη άκρη της γραμμής να μου συστήνεται ένας Υποσμηναγός. Προτού καταλάβω τί ακριβώς είναι αυτά που μου λέει, αρχίζει να με απειλεί πως θα υποφέρω, πως δεν πρόκειται να απολυθώ ποτέ και πως θα φτύσω “αίμα”. Όλα αυτά επειδή του κάνω ζημιά στην καριέρα του ως ιπτάμενου. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω ρωτώντας τον εάν είναι σίγουρος πως μιλάει με τον σωστό συνομιλητή. Και τότε μου ξεφουρνίζει πως πρόκειται για αυτόν με τον οποίον είχαμε το ατύχημα! Προσπαθώ να του εξηγήσω την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του στο συμβάν, συνεχίζει να ορύεται και να με απειλεί πως δεν θα περάσω καλά.
Βρήκε τώρα το παιδάκι να το απειλήσει… Μάλλον δεν θα ήξερε σε τί άντρο “τσάτσων” πρασινοφρουρών της πολεμικής αεροπορίας είχε τηλεφωνήσει. 359 ΜΑΕΔΥ με τό όνομα. Μονάδα Αεροπορικής Εξυπηρέτησης Δημοσίων Υπηρεσιών. Όπου, με εξαίρεση εμένα, όλοι οι υπόλοιποι ανεξαιρέτως ήσαν είτε δημόσιοι αργόμισθοι υπάλληλοι με κάποιο σοβαρό πολιτικό μέσο ή συνταξιούχοι επίστρατοι (τέως ιπτάμενοι) που είχαν επιστρέψει στα πυροσβεστικά/ψεκαστικά για τα έκτακτα επιδόματα. Μονάδα που ειχε στο payroll και πλήρωνε 4 (ναι, τέσσερις) κουρείς και μία μπαρ-γούμαν!
Σμηνίας το θύμα και εγκαλών (εγώ), ΥποΣμηναγός ιπτάμενος ο θύτης (αυτός) και τυχαίος μάρτυρας υπέρ μου ο σεβάσμιος Υποπτέραρχος εν αποστρατεία.
Ούτε σεναριογράφος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα τολμούσε να προτείνει τέτοιες συμπτώσεις, ακόμη και σε ελληνική ταινία. Συνέβη όμως σε μένα.
Τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν σε βαθμιαία λιγώτερο απειλητικό υφάκι. Είδε κι απόειδε πως δεν “μασάω” από απειλές. Οπότε κάποια στιγμή αποδέχθηκα την “συγγνώμη του” και την αποζημίωση μέσω Εθνικής Ασφαλιστικής για την ζημιά που είχα εικονικά στοιχειοθετήσει διότι πλησίαζε η ώρα της απόλυσης. Απολύθηκα χωρίς προβλήματα, τέλος καλό, όλα καλά.
Αμ δε! Η τροχαία υποχρεούται (όπως άλλωστε ήξερα) να τον τραβήξει αυτεπάγγελτα “για εγκατάλειψη” και να τον στείλει πακέττο στον εισαγγελέα. Με εκάλεσαν έξη μήνες αργότερα τον Ιούνιο του 1986 στον Πταισματοδίκη Ανακριτή για κατάθεση, εξήγησα γλυκά-γλυκά πως δεν είχα οικονομικές η άλλες απαιτήσεις αφού είχα αποζημιωθεί και πως δεν σκόπευα να εγείρω αξιώσεις ή να ζητήσω την τιμωρία του. Εξήγησα όμως με διπλωματικότητα πως μια τέτοια ανάρμοστη συμπεριφορά μη-ανάληψης ευθυνών από έναν εν ενεργεία αξιωματικό είναι απαράδεκτη ηθικά για το κύρος της Πολεμικής Αεροπορίας και πως αντανακλάται στο Σώμα. Πολλώ δε μάλλον πως δεν είναι σωστό να εκμεταλλεύεται την θέση εξουσίας του και να εκστομίζει πειθαρχικές απειλές σε έναν βαθμολογικά κατώτερο έφεδρο υπαξιωματικό.
Μάλλον συνάντησε ευήκοα ώτα η άποψή μου, ίσως να μεσολάβησε και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Υποπτεράρχου. Εκδικάστηκε η υπόθεση στο ακροατήριο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, στο Αεροδικείο Αθηνών εκεί στην οδό Σούτσου στους Αμπελοκήπους. Επανέλαβα τα ίδια, τελική κατάληξη ποινή 30 ημερών φυλάκιση εξαγοράσιμη, που σίγουρα δεν θα αποτελούσε παράσημο για την μετέπειτα βαθμολογική του εξέλιξη. Πέρα από το κόστος για φτιάξιμο της ζημιάς του στην ραλλιάρα Alfa Romeo! Η οποία -σημειωτέον- είναι “σε ακινησία” από το 2009 όπως βρήκα σε πρόσφατη (2023) διαδικτυακή έρευνα.
Αμ πώς, κύριος; Έτσι κάνουν την ζημιά και εξαφανίζονται βρίζοντας και παρατώντας τον άλλον “και δαρμένο και χρεωμένο”, λες και έφταιγε σε κάτι; Θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί, έτσι για να με θυμάσαι!
Εννοείται πως μετά από αυτό το συμβάν, η φήμη μου στην μονάδα είχε πλέον επιβεβαιωθεί. Ποιά φήμη; Για απάντηση σε αυτό, σας παραπέμπω στην αντίστοιχη ενότητα (Π.Α.-θητεία)
Υπόθεση 4η. κατά Αστικών Συγκοινωνιών (1986)
Με τις συγκοινωνίες και τους ταξιτζήδες στην Ελλάδα δεν διατηρώ και τις καλύτερες των σχέσεων. Και τούτο διότι είμαι συνηθισμένος να χρησιμοποιώ πολιτισμένα μέσα μεταφοράς σε άλλες χώρες όπου σχεδόν όλα δουλεύουν “ρολόι” με σεβασμό στον επιβάτη. Πράγμα που είναι αγαθό σε έλλειψη στην επαρχιώτικη Ελλάδα όπου ο κάθε βλάχαρος άφησε το γαμοχώρι του και ήρθε να γίνεις συνδικαλισμένος δημόσιος υπάλληλος στην πρωτεύουσα. Αυτό μού κακοφαίνεται γιατί ενώ είμαι πεπεισμενος (από λόγους αρχής) υπέρ της χρησιμότητας των μέσων μαζικής μεταφοράς μέσα στον αστικό ιστό, αναγκάζομαι να ελαχιστοποιώ την χρήση των υπηρεσιών τους.
Τα φαινόμενα αυθαιρεσίας στα λεωφορεία και τα τρόλλεϋ της Αθήνας δεν είναι καινούργια και αποτελούν ένα διαχρονικό πρόβλημα. Για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, ο κάθε οδηγός (και εισπράκτορας τα παλαιότερα χρόνια) νομίζει πως επειδή έχει στον έλεγχό του δυό-τρία κουμπιά που ανοιγοκλείνουν τις πόρτες, έχει πιάσει τον Πάπα από τους όρχεις και μπορεί να ασκεί την εξουσία του. Μια εξουσία που στο βλαχοχώρι του δεν την είχε ποτέ διότι εκεί ο κάθε μπάρμπα-Γιώργος και υπενωματάρχης χωροφύλαξ τον πλάκωνε στις σφαλιάρες όποτε βαρυόταν και δεν είχε τί άλλο να κάνει στον ελεύθερο χρόνο του.
Οπότε τώρα που προσελήφθη στις αστικές συγκοινωνίες (μια σαφής αναβάθμιση, κάτι σαν θυρωρός δηλαδή, βρε παιδί μου) και όλοι οι επιβάτες πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες του, έχει πλέον σχηματίσει την πεποίθηση πως από γιδοβοσκός προβιβάσθηκε σε μαντρόσκυλο-γκέκας. Και συνεπώς έχει καθε δικαίωμα να συμπεριφέρεται ανάλογα προς όλους αδιακρίτως. Κυρίως όταν γνωρίζει πως το κουμμουνιστικό συνδικαλιστικό του όργανο θα τον καλύψει δυναμικά. Χμμ…., προς όλους; Όχι πάντα!
Διότι υπάρχουν και μερικοί (σαν τον υποφαινόμενο, καλή ώρα) που είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν τα βασικά δικαιώματά τους ως πολίτη μέσα στα όρια της αστικής συμβίωσης.
Τα λεωφορεία-νταλίκες της δεκαετίας του 1980 είχαν δρομολογηθεί στις μακρινές γραμμές με μεγάλο όγκο επιβατών και φόρτο μετακινήσεων. Μια από αυτές ήταν και αυτή του Γαλατσίου. Ξεκινούσε από τα Προπύλαια και απόφευγε να κατεβάζει επιβάτες σε στάσεις αρκετά ενωρίς στην διαδρομή (π.χ. στην Πατησίων) προκειμένου να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις. Αυθαίρετη αλλά λογική πρακτική. Ήταν όμως παράλογο το να μην σε αφήνουν να κατέβεις στις ενδιάμεσες στάσεις όταν είχαν ήδη σταματήσει -έτσι κι αλλιώς- για να επιβιβάσουν επιβάτες. Αλλά και το ανάποδο. Κατά την επιστροφή τους προς τα Προπύλαια (όπου ήταν και το τέρμα τους) δεν δεχόντουσαν να επιβιβάσουν επιβάτες από Πατησίων και δεν σταματούσαν όταν τους έκανες σήμα περιμένοντας στην στάση.
Πώς όμως να εμποδίσεις κάποιον “εξυπνάκια” από το να επιβιβασθεί μόλις κατέβαιναν οι επιβάτες σε κάποια στάση; Μόνος τρόπος ήταν να χωθείς σαν αίλουρος προτού ο οδηγός προλάβει να κλείσει την πόρτα.
Έτσι κι έγινε εκείνη την ημέρα του Νοεμβρίου 1986. Πήγαινα με τα πόδια στο κέντρο της Αθήνας από την οδό Πατησίων όταν ένα τέτοιο λεωφορείο σταμάτησε δίπλα μου για να κατεβάσει επιβάτες στην στάση ΟΤΕ στην πλατεία Βικτωρίας. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, ρίχνω ένα πήδημα και ανεβαίνω στο λεωφορείο από την μπροστινή πόρτα. “Πού πας;” μου βάζει τις υστερικές φωνές ο οδηγός. “Απαγορεύεται η είσοδος από την μπροστινή πόρτα και το λεωφορείο δεν επιβιβάζει από εδώ. Κατέβα να πάρεις το τρόλλεϋ.”
“Θα αστειεύεσαι” του λέω. “Τώρα έγινε, ας προχωρήσουμε”. Μουλαρώνει αυτός, “δεν πάμε πουθενά αν δεν κατέβεις” αρχίζει τους εκβιασμούς ελπίζοντας σε συμπαράσταση από τους συνεπιβάτες. Ψύχραιμος εγώ, αδιαφορώ, κοινώς τον “κλάνω”. Τον πιάνουν τα διαόλια του βλέποντας πως δεν περνάει ο τσαμπουκάς του. Αρχίζει τις φωνές, τις βρισιές και τις απειλές. Αρπάζομαι κι εγώ, ανταποδίδω αλλά μέχρι εκεί σεβόμενος την εργασία του και την προφανή ένταση που είναι αναμενόμενο να του δημιουργεί. Δίνω τόπο στην οργή, τού “βάζουν χέρι” και οι κακόμοιροι επιβάτες που θέλανε να πάνε στην δουλειά τους, αναγκάζεται να ξεκινήσει μετά από κάνα 5λεπτο αντιδικιών εν στάσει.
Νόμιζα πως το σκηνικό είχε λήξει με ένα ρούμπο υπέρ μου. Αμ δε! Στην αρχή της οδού Σταδίου, στάση Ομόνοια, κατεβαίνει κόσμος από τις άλλες πόρτες, του ζητάω να μού ανοίξει την πόρτα να κατέβω, αρνείται και ξεκινάει για το τέρμα στην οδό Ομήρου. Μάλιστα, δύο συνάδελφοί του που ήθελαν να επιβιβασθούν, τους ανάγκασε να ανέβουν από μια άλλη πόρτα. Τώρα που μείναμε σχεδόν μόνοι μας, αρχίζω τον εξάψαλμο. Και τσακωνόμαστε λεκτικά για κάνα 5λεπτο ακόμη μέχρι να φθάσουμε στο τέρμα. Φυσικά, οι συνάδελφοί του παίρνουν το μέρος του, γίνεται μύλος.
Φθάνουμε στο τέρμα, κατεβαίνει όλος ο κόσμος, δεν μού ανοίγει πάλι την μπροστινή πόρτα, πάω να κατέβω από την μεσαία, την κλείνει. Με βλέπει “φλούφλη” του χεριού του, αφήνει την θέση του οδηγού, έρχεται προς το μέρος μου απειλητικά, αρχίζουν τα σπρωξίματα και ακολουθούν οι κλωτσοπατινάδες. Φεύγει αυτός γκολ στα σκαλάκια της κλειστής πόρτας, όχι όμως προτού αποκτήσω τις γδαρσιές μου την ώρα που μας χωρίζουν οι συνάδελφοί του. Ανοίγουν τις πόρτες, ανεβαίνει ο σταθμάρχης, βγαίνουμε όλοι έξω. Ζητάω από τον σταθμάρχη να μού δώσει τα στοιχεία του οδηγού. Αρνούνται.
Φεύγω προς την Πανεπιστημίου να βρω και να φέρω “όργανο”. Βρίσκω έναν αστυφύλακα, έρχεται μαζί μου, το βλέπει ο Σταθμάρχης, δίνει εντολή να ξεκινήσει νέο δρομολόγιο ο οδηγός παρ ‘όλο που είχε τελειώσει η βάρδιά του. Ισχυρίζεται πως δεν γνωρίζει τα πλήρη στοιχεία του οδηγού και πως για να τα πάρουμε θα πρέπει να απευθυνθώ στην “Υπηρεσία”.
Λήξαν το θεμα. Νομίζει. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο διότι εκείνη την εποχή είχα κέφια και χρόνο να διεκδικήσω τα δίκαιά μου.
Όπως τώρα πλέον ήδη έχετε καταλάβει, η διαδικασία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τυφλοσούρτης. Αυθημερόν επίσημη έγγραφη καταγγελία στην Τροχαία ζητώντας τα στοιχεία του οδηγού λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς, αναίτιας επίθεσης και εξύβρισης έργω. Αντίστοιχη αναφορά στην Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών (ΕΑΣ) μετά από λίγες ημέρες. Φρόντισα να την συντάξω με το λεκτικό ενός ευυπόληπτου πολίτη ώστε να “αγγίξει” κάποιον τρίτο όταν θα την διάβαζε εν ηρεμία.
Και επειδή συνειδητοποιώ πως τελικά θα ήταν ο λόγος μου έναντι του λόγου τριών μαρτύρων υπέρ του οδηγού, μήπως να στοιχειοθετήσω κι έναν μικροτραυματισμό; Καλή ιδέα. Κάνω τις δουλειές μου και μετά γραμμή στο Γενικό Λαϊκό Νοσοκομείο που εφημέρευε. Με εξετάζουν στα Εξωτερικά Ιατρεία, διηγούμαι το περιστατικό στον γιατρό, το παίρνει προσωπικά και “φουσκώνουμε” τα ευρήματα στα όρια του λογικού.
Περιμένω να επιληφθούν τα όργανα και λαμβάνω την απάντηση μετά από δυό εβδομάδες όπου μου γνωστοποιεί η Τροχαία τα στοιχεία του οδηγού για τις επόμενες ενέργειές μου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα με ενημερώνει και το Γραφείο Πειθαρχικού Ελέγχου της ΕΑΣ πως η “υπόθεση ερευνάται και θα εφαρμοσθούν τα προβλεπόμενα υπό του Κανονισμού“. Δηλαδή τρίχες κατσαρές, μετάφραση “πως δεν τρέχει και τίποτα και θα το κουκουλώσουμε μεταξύ μας εμείς οι συνδικάλες”. Πράγματι έτσι θα γινόταν γιατί δεν είχα όρεξη να το τραβήξω, είχα και δύσκολα ταξίδια για δουλειές μπροστά μου.
Έλα όμως που εγώ μπορεί να το είχα θεωρήσει λήξαν, όχι όμως και ο Εισαγγελέας που τού το πασάρισε υποχρεωτικά και αυτεπάγγελτα η Τροχαία. Φαίνεται θα είχε ταλαιπωρηθεί κι αυτός από κάποιον τσαμπουκαλή λεωφορειατζή. Υπήρχε και καταγγελία τραυματισμού, οπότε το στέλνει στον Πταισματοδίκη που με καλεί μέσω του αστυνομικού τμήματος να προσέλθω για προανάκριση μαζί με κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό. Ο παππούς μου με είχε νουθετήσει: “Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν“. Εγώ βέβαια “φρόνιμος” μάλλον δεν ήμουν κι έτσι νόμιζα πως η παροιμία είχε εφαρμογή μόνο στα παιδιά της οικογένειας του Σπύρου και της Μαρί Φρονίμου (κουμπάρων μας).
Πηγαίνω λοιπόν στο Λαϊκό, παίρνω χαρτοσημασμένο αντίγραφο του Βιβλίου Ασθενών, το προσκομίζω, δίνω και την κατάθεση τον Μάρτιο του 1987. Μάλλον ήμουν αρκετά πειστικός από ότι αποδείχθηκε. Δυό χρόνια αργότερα κλήτευση στο Μονομελές Πλημμελιοδικείο για εξέταση ως μάρτυρας σε ποινικό. Αθώος ο κατηγορούμενος για την εξύβριση αφού δεν είχα μάρτυρες να καταθέσουν υπέρ μου, ένοχος όμως για σωματικές βλάβες. Πρωτόδικη ποινή 40 μέρες φυλακή, εξαγοράσιμη προς 300 δρχ. ημερησίως. Υπέθεσα πως θα την πλήρωνε η ασφάλιση του συνδικαλιστικού τους σωματείου και θα τελειώναμε.
Μπααα…. Μάλλον έγινε έφεση και ακολουθεί νέα κλήτευση ως μάρτυς σε ποινική δίκη, αυτή την φορά στο Τριμελές Πλημμελιοδικείο, όπου φαίνεται το είχε φθάσει ο νομικός σύμβουλος των συνδικαλιστών ελπίζοντας σε πλήρη αθώωση.
Αλλά το αποτέλεσμα με δικαίωσε πάνω που είχα αρχίσει να ξεχνάω και την όλη υπόθεση αφού είχαμε πια φθάσει τον Οκτώβριο του 1991, πέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ενοχος ο οδηγός για τραυματισμό, 20 ημέρες φυλάκιση εξαγοράσιμη, αθώος για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Δεν έμαθα ποτέ κατά πόσο η υπόθεση αυτή είχε και βαθμολογικές ή μισθολογικές συνέπειες για τον εν λόγω -εκτός από τα χαμένα μεροκάματα. Που -όσο νά’ναι- μάλλον “κάτι” θα του επέφερε αφού ενέπλεξε την Υπηρεσία σε τόσο μακρόχρονη διελκυστίνδα. Σίγουρα όμως στο μέλλον θα ήταν πιο ευγενικός προς αυτούς που καλείται να εξυπηρετήσει.
Καλοί είναι οι τσαμπουκάδες αλλά θα πρέπει να ξέρεις και να τους υποστηρίξεις, κύριος. Διότι μπορεί εσύ να στηρίζεσαι στην συναδελφική ομερτά και την προπληρωμένη νομική προστασία του συνδικαλιστικού σωματείου σου απέναντι στον αδύναμο πολίτη, υπάρχουν όμως και κάποιοι που γνωρίζουν το πώς να “σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί”.
Αθήνα-Τασκένδη 4-1 (αφού Ρωσσοπόντιος ομογενής ήταν ο μαγκάκος οδηγός) και μην ζητήσετε ανάλυση του σκορ, κάντε την μόνοι σας!
Υπόθεση 5η. Αποδεικτικό Βλακείας (1986)
Δεν ήσαν όλες οι νομικές υποθέσεις μου διασκεδαστικές. Tουλάχιστον κάποιες από αυτές ήσαν πολύ δύσκολες την ώρα που συνέβαιναν. Άσχετα του πώς τις αντιμετωπίζω εκ των υστέρων μετά πάροδο χρόνου. Για παράδειγμα, όπως αυτή η υπόθεση που θα διηγηθώ που μού απέφερε ένα Βραβείο Βλακείας.
Το 1986 είχα αποδυθεί σε μια προσπάθεια να στήσω κάποια δική μου εμπορική επιχείρηση στην Ευρώπη είτε εξάγοντας ελληνικά προϊόντα είτε εξετάζοντας αντίστοιχες εισαγωγές στην Ελλάδα. Βοήθεια στην προσπάθειά μου αυτή είχα από το μεγάλο αίσθημα της εποχής, την Carmen (Storm). Είχε ήδη μετακομίσει στην Αθήνα από το Άμστερνταμ για να ζήσει μαζί μου και οργανώναμε τα ταξίδια μας στην Βόρεια Ευρώπη για να εμπορευθούμε γυναικεία ρούχα και παπούτσια made in Greece. Ναι, τότε η Ελλάδα είχε ακόμη βιοτεχνίες και βιομηχανίες με σαφές κοστολογικό πλεονέκτημα.
Ο πατέρας της Carmen ήταν ένας πανύψηλος πραγματικός Ολλανδός, τυπικός, στρυφνός για όποιον δεν μπορούσε να καταλάβει και να απορροφήσει το καυστικό του χιούμορ. Ψιλοσυχαινόταν τους νότιους, δεν είχε όμως παρωπίδες. Όπως μού έδειχνε αλλά και μού εκμυστηρεύθηκε πολλά χρόνια αργότερα, εμένα με είχε συμπαθήσει (δύσκολο, αλλά έγινε) και με είχε εκτιμήσει (ευκολώτερο). Τόσο που να με αποδεχόταν σαν μελλοντικό του γαμπρό και όχι μόνο να μού ανοίξει το σπίτι του στο Driebergen/Zeist κοντά στην Ουτρέχτη αλλά ακόμη και να μού επιτρέψει να το χρησιμοποιήσω σαν επίσημη έδρα μου. Μεγάλη υπόθεση για όποιον γνωρίζει τους Ολλανδούς και τού οφείλω ευγνωμοσύνη ανεξάρτητα από το κατά πόσο ευοδώθηκαν τα τότε επιχειρηματικά μου σχέδια. Διατηρήσαμε επαφές για τα επόμενα σχεδόν 35 χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του. Ας είναι καλοτάξιδη η τέφρα του…
΄Ισως ο λόγος της εκτίμησής του να ήταν επειδή έβλεπε πως προσπαθούσα να στήσω κάτι από το μηδέν, χωρίς βοήθεια παρά μόνο με τις λιγοστές δυνάμεις μου. Επειδή ήταν κι αυτός αυτοδημιούργητος καταλάβαινε τις δυσκολίες. Η εταιρεία του ήταν η μία από τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες χονδρεμπορίου και διανομής ηλεκτρονικών και ηλεκτρολογικών οικιακών συσκευών και πελάτες του ήσαν όλοι οι λιανοπωλητές της Ολλανδίας. Κοντά του πρωτοάκουσα την ψηφιακή επανάσταση στην μουσική με τα πρώτα cd, είδα τηλεοπτική εικόνα υψηλής ευκρίνειας εν έτει 1987 και αντίκρυσα το πρώτο μου ολόγραμμα, που θα καθόριζε την υπόλοιπη επιχειρηματική ζωή μου. Και που το έχω φυλαγμένο ακόμη, κάτι σαν την τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ.
Η Ελλαδίτσα τότε βέβαια ήταν κάπου μισόν αιώνα πίσω τεχνολογικά και πολύ “πεινασμένη”. Όλα αυτά τα καλούδια, τα βλέπαμε και τα ονειρευόμασταν σαν τα “ψητά κοτόπουλα” του παιδικού περιοδικού Σεραφίνο πίσω από τις γυάλινες βιτρίνες. Υπήρχαν δασμοί, φόροι και περιορισμοί στις εισαγωγές, έτσι για να τρώνε οι άχρηστοι δημοσιο-υπάλληλοι και να πλουτίζουν οι διαχρονικοί πάτρωνες της χώρας (στυλ Μπενρουμπή). Εμείς μεγαλώσαμε με μονοφωνικά κασεττόφωνα και -στην καλύτερη- κάποια πικάπ με περιορισμένες δισκογραφικές επιλογές. Αυτό βέβαια δεν μάς εμπόδισε να αποκτήσουμε μουσικές γνώσεις. Κάθε άλλο. Η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει μέχρι την εποχή των παχιών αγελάδων του Χρηματιστηρίου (1997-1999) για να απελευθερωθούν οι εισαγωγές σε όλα τα αντικείμενα του πόθου μας και να φτάσουμε στο ακριβώς αντίθετο άκρο υπερ-καταναλωτικής οξείας γουρουνίασης.
Το πιο καυτό αντικείμενο εκείνη την εποχή του 1986 ήταν μια συσκευή βίντεο. Μεγάλη κοινωνική υπόθεση για όποιον είχε παιχτήρι βίντεο στο σπίτι κι όλοι προσπαθούσαν να εξοικειωθούν με τους όρους PAL, SECAM, NTSC και τις κασέττες αναλογικής εικόνας VHS. Άλλωστε μόλις τότε είχε ξεκινήσει και η επανάσταση του MTV οπότε πλέον δεν την ακούγαμε μόνο την μουσική αλλά και την βλέπαμε στα βίντεο clips. Καταλαβαίνετε το πόσο ένοιωθα προνομιούχος που η ζωή με είχε ρίξει μέσα στην “πηγή” και μάλιστα με χονδρεμπορικές τιμές, αν όχι τελείως δωρεάν (ex-demo) συσκευές.
Επιπρόσθετα δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβω μέσα στις αποσκευές μου κασεττόφωνα και τα συναφή για να τα περάσω αφορολόγητα καρδιοχτυπώντας και με αδιάφορο δήθεν ύφος. Εκτός βέβαια κι αν τύχαινε να έχεις γνωστό κάποιο από εκείνα τα τομάρια τα λαμόγια τους τελωνειακούς που λαδωνόντουσαν με βίντεο από τις ναυτικάντζες. Διότι εγώ ήμουν πλέον κύριος και διαφορετικός αφού είχα έτοιμη την λύση: όσα χρειαζόμουν για να εξοπλίσουμε την φωλίτσα μας, θα μου τα έφερνε η αλλοδαπή Carmen σε κάποιο από τα συχνά αεροπορικά ταξίδια της στην Ελλάδα. Μόνη μου δουλειά να εντοπίσω ένα καλό και προχωρημένο ex demo μοντέλλο βιντεοσυσκευής από τα δωρεάν του πατέρα της και να την περιμένω στις αφίξεις του αεροδρομίου στο Ελληνικό.
Όπερ και εγένετο. Τα είχα όλα ρυθμίσει και κανονίσει και την περίμενα στο χωλ των αφίξεων στο παλαιό τέρμιναλ της Ολυμπιακής. Είχα παρκάρει παράνομα το αμάξι του πατέρα μου και είχα και το άγχος μην το βρω με καμμιά κλήση και χωρίς πινακίδες. Η καρδιά μου χτυπούσε με ανυπομονησία που θα υποδεχόμουν στην αγκαλιά μου την Κάρμεν και πιο ενισχυμένα περιμένοντας το καινούργιο βίντεό μου.
Η ώρα περνούσε και Κάρμεν δεν ερχόταν. Πόρτες ανοιγόκλειναν και κόσμος έβγαινε αλλά η Κάρμεν πουθενά. Προσπαθούσα να την διακρίνω στους ιμάντες των αποσκευών αλλά… Πάνω που είχα αρχίσει να ανησυχώ σοβαρά για το τί μπορούσε να της είχε συμβεί, νά την εμφανίζεται. Όχι όμως μόνη της. Μαζί της ένας αστυνομικός κι ένα τυπάκι με πολιτικά. “Ωχ”, λέω στον εαυτό μου, “την είδαν ωραία γκόμενα τα λιμάρια και άρχισαν τα δικά τους”. Ίσως και να είχε παίξει ρόλο και αυτό, η ουσία όμως ήταν πως -αφού με υπέδειξε η Κάρμεν- μού ζήτησαν όλοι να τους ακολουθήσω. Ωπα, τί έχουμε άραγε εδώ; Λαθρεμπόριο ναρκωτικών;
Ναρκωτικά μπορεί να μην ήταν, λαθρεμπόριο όμως ήταν. Λαθραία εισαγωγή ηλεκτρονικής συσκευής.
“Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, μεταχειρισμένη είναι η συσκευή, δεν την βλέπεις που ούτε καν κουτί δεν έχει; Βρε ο πατέρας της είναι χονδρέμπορος και τα μεταχειρισμένα τα πετάνε. Βρε δεν έχει ελληνικό διαβατήριο και δεν ήξερε τι φτωχομπινέδες Βαλκάνιοι γύφτοι είμαστε”. Τίποτα, ανένδοτοι.”Την συλλάβαμε για λαθρεμπόριο και θα ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία‘.
“Μα, τί λαθρεμπόριο αφού είναι μεταχειρισμένη συσκευή; Άμα θέλετε, κρατήστε την, σας την χαρίζει!” τα επιχειρήματά μου. “Τώρα είναι πια αργά, έπρεπε να το είχε δηλώσει όταν ρωτήθηκε. Τώρα θα συντάξουμε Έκθεση Κατάσχεσης και …Σύλληψης” η επίμονη απάντησή τους. Ωραία. Και ποιά είναι η νόμιμη διαδικασία. “Μένει εδώ όλο το βράδυ και το πρωί πάει αυτόφωρο!” Αμάν! σε τί κυκεώνα μπλέξαμε και είμαστε και προπαραμονή Χριστουγέννων! Σκέψου τώρα να γίνει καμμιά στραβή και να περάσουμε Χριστούγεννα στα κρατητήρια. Πανικός.
Αρχίζω τις μαλαγανιές και τα παρακάλια, η Κάρμεν να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη με αυτά που άκουγε. Ήδη είχε αρχίσει να φαντάζεται τον εαυτό της να πρωταγωνιστεί στο “Εξπρές του Μεσονυχτίου”. Με τα πολλά, μού δίνουν τα καθήκια μια εναλλακτική: “Θα κρατηθεί εδώ η κοπέλλα μέχρι να πληρωθούν σε μετρητά οι αναλογούντες δασμοί και πρόστιμα. Η συσκευή θα κατασχεθεί προσωρινά και θα σας αποδωθεί εφ’ όσον και όταν προχωρήσετε στην κανονική εισαγωγή και τον εκτελωνισμό της“. Μάλιστα, πολύ ωραία, πόσο επιτέλους είναι αυτοί οι δασμοί;
Αρχίζουν τους υπολογισμούς, τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, ανοίγουν κιτάπια με μοντέλλα και εργοστασιακές αξίες, δεν βρίσκουν το συγκεκριμένο (είπαμε, ήθελα και προχωρημένο), θα χρεώσουμε κάποιο συναφές μοντέλλο και ακριβώτερο. Κάποτε μού βγάζουν το κοστούμι. Σαράντα-πέντε χιλιάδες δραχμές οι δασμοί, 300% επ’ αυτών η εγγύηση. Σύνολο, εκατόν τριάντα χιλιάδες δραχμές, πλέον χαρτόσημα μέχρι και κρατήσεις για τον Οργανισμό Γεωργικής Ασφάλισης, ήτοι κοντά στα τρία μισθολογικά μηνιάτικα (ενός τελωνοφύλακα).
“Τι λέτε ρε παιδιά; Λαθρεμπορία χρυσού έκανε; Και πού να βρούμε τόσα λεφτά αυστηρά σε μετρητά μέσα στη νύχτα με τις τράπεζες κλειστές, χωρίς πιστωτικές, χωρίς κινητά τηλέφωνα;” Ανένδοτοι και ασυγκίνητοι, οι αγαμοζουλιάρηδες. Αρχίζω τα τηλεφωνήματα από τηλεφωνικό θάλαμο (ούτε σε αυτό δεν θέλησαν να βοηθήσουν τα γομάρια) σε φίλους και γνωστούς και την οικογένεια. Αποτέλεσμα μηδέν και η Κάρμεν δεν γίνεται να μείνει εδώ το βράδυ, πρέπει κάτι να κάνουμε.
Αφού ψαχτήκαμε στην ζητιανιά σε συγγενείς και φίλους, εμφανίστηκε ο από μηχανής Θεός με την μορφή της γιαγιάς μου της Ζαχαρούλας, που όλο και κάποιο κομπόδεμα είχε. Γραμμή για Πειραιά, παίρνω το προσωρινό δάνειο, φέρνω τα μετρητά, γίνονται οι διαδικασίες, πληρώνω, υπογράφονται τα χαρτιά, κόβονται οι αποδείξεις.
Φεύγουμε. Ανάσταση κι ας είναι Χριστούγεννα. Καλά περάσαμε και την Πρωτοχρονιά αλλά όσο να ‘ναι μια πικρή γεύση μετά από ένα τέτοιο σοκ την διατήρησα για πολύ καιρό. Το φύσαγα και δεν κρύωνε. Μάζεψα κι επέστρεψα μετά από λίγο καιρό το δάνειο. Δεν φρόντισα ποτέ να προχωρήσω στον εκτελωνισμό του βίντεο όταν έμαθα τις αμοιβές που θα έπρεπε να δώσω στον εκτελωνιστή. Αλλά και τα γραφειοκρατικά τραβήγματα που θα έπρεπε να υποστεί η Κάρμεν ως “ομογενής” (όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι αμόρφωτοι αλητήριοι χωρίς καν να έχουν αναγράψει ούτε το επώνυμό της). Αρκετά λεφτά είχα χώσει και κάπου έπρεπε να βάλω ένα τέλος στην βιντεο-αιμορραγία περιμένοντας μια άλλη ευκαιρία. Ίσως για αυτό αργότερα όλοι στην Ελλάδα αποκτήσαμε ένα βίντεο σε κάθε δωμάτιο και τηλεόραση.
Αυτό είναι που λέει “το πλήρωσα, χρυσό και επί 3!”
Φρόντισα όμως να καδρώσω σε περίοπτη κορνίζα και να κρεμάσω στον τοίχο μου το Αποδεικτικό Βλακείας, έτσι για να μου υπενθυμίζει το να μην περνιέμαι για ξύπνιος!