Κατοικίες
“Home is where the heart is” τραγουδάει η Lena Lovich.
Για κάποιους μικρή σημασία έχει το μέρος όπου ζουν. Για κάποιους άλλους -σαν κι εμένα- ο τόπος και ο χώρος που ζω είναι πολύ σημαντικά στην διαμόρφωση εμπειριών, χαρακτήρα και προσωπικότητας. Εδώ γράφω αναμνήσεις από τα διάφορα μέρη που πέρασα την ζωή μου. Από το μέρος που γεννήθηκα στην Κυψέλη μέχρι εδώ που σήμερα με βρίσκει η ζωή. Μπορεί να φαίνεται πως ανέκαθεν έμενα σε μεγάλα και άνετα σπίτια και διαμερίσματα αλλά η ζωή δεν ήταν καθόλου έτσι, τουλάχιστον στην αρχή. Ακολούθησα τις παραμέτρους που η κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα της αντιπαροχής επέβαλε σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι με δύο παιδιά. Στο “νοίκι” από συνδυασμό επιλογής και ανάγκης, σε ένα 3άρι από την δεκαετία του 1960 μέχρι σχεδόν το 1980, οπότε και ξεκίνησα να μένω μόνος μου στα 18 μου. Έστω και σε ένα υπόγειο θυρωρείο.
Οι δυό μου γονείς δεν ερχόντουσαν από στερημένα κομπλεξικά νοικοκυριά με επαρχιώτικα πρότυπα αστυφιλίας. Δεν πούλησαν κατσικοχώραφα στο χωριό για να έρθουν να γίνουν θυρωροί στην πόλη. Μάλλον το αντίθετο, συγκέντρωσαν, διατήρησαν και τίμησαν την πατρογονική περιουσία. Πρωτευουσιάνοι και οι δύο με μεσοαστική οικονομική άνεση, μεγαλωμένοι σε ιδιόκτητες μονοκατοικίες σε Αθήνα και Πειραιά, από οικογένειες καλοβαλμένες, τίμιες και εργατικές και με δυτικοΕυρωπαϊκές εμπειρίες. Το ίδιο και ο κοινωνικός τους μεσοαστικός περίγυρος. Με μέτρια αλλά ικανοποιητική μόρφωση από ιδιωτικά σχολεία, με κοινωνική όμως παιδεία, που τους επέτρεπε να αντιληφθούν την σημασία της γενικώτερης εκπαίδευσης για τα παιδιά τους και που τους την προσέφεραν απλόχερα παρά τις προσωπικές στερήσεις.
Πλούσιοι δεν είμασταν, τα οικονομικά ήταν περιωρισμένα και δύσκολα με έναν (τυπικά ανάπηρο) πατέρα αλλά βοηθούσαν και οι οικογένειες στο μέτρο του δυνατού, αφού όλο και κάποια περιουσία υπήρχε πατρογονική. Με την εργασία των γονέων μου, δεν νομίζω να στερηθήκαμε τίποτα, ούτε θυμάμαι να στενο-χωρηθήκαμε (στην κυριολεξία της λέξης) όσο κι αν πάντα χρειαζόμασταν λίγο περισσότερο χώρο και ιδιωτικότητα που σπάνιζε. Άλλα χρόνια όμως τότε και στην Ελλάδα, που τις προτεραιότητες στην καθημερινότητα δεν τις όριζαν τα στεγαστικά δάνεια και τα κοινωνικά βλαχο-στερεότυπα της μαιζονέτας. Αλλά τις χαρακτήριζαν η κοινωνικότητα με τους φίλους και γείτονες, το μοίρασμα αυτών που είχαν κάτι παραπάνω, τα ανοιχτά σπίτια για χορευτικά πάρτυ, γιορτές και χαρτοπαίγνιο, οι εκδρομές στην φύση για όσους είχαν αυτοκίνητο από νωρίς.
Άλλωστε και η καθημερινή ζωή τότε ήταν ασφαλής, κυρίως έξω από το σπίτι, στην δουλειά, στο σχολείο, στον δρόμο, στην γειτονιά. Παίζαμε μπάλα στον δρόμο και σε αλάνες, πόλεμο με φυσοκάλαμα από ταράτσα σε ταράτσα και σε νεο-ανεγειρόμενες οικοδομές. Προστατευτισμός σε λογικό μέτρο και γυρίζαμε σπίτι μόνο για φαϊ, διάβασμα και ύπνο. Οπότε ο ιδιωτικός χώρος είχε μικρότερη σημασία και εν ανάγκη τα κεφαλόσκαλα στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας βοηθούσαν για επέκταση στο παιχνίδι. Πολυκατοικίες όπου τα κλειδιά των διαμερισμάτων ήσαν μόνιμα πάνω στην μισόκλειστη πόρτα για να μοιραστούμε φιλίες και δανεικές ώρες τηλεοψίας.
Προσωπικά όμως πάντα ένοιωθα την ανάγκη ευρυχωρίας στην καθημερινότητά μου και την επεδίωξα. Άνεση χώρου στο μέτρο του πρακτικού, προσωπικό περιβάλλον διαμορφωμένο και διακοσμημένο από εμένα, εναλλακτικές δυνατότητες για εναλλαγή παραστάσεων. Αλλωστε, αν μπορούσα να ξαναρχίσω την επαγγελματική ζωή μου ίσως να ασχολιόμουν με την εσωτερική διακόσμηση χώρων, έναν τομέα όπου θεωρώ πως έχω ταλέντο, γούστο, προσλαμβάνουσες παραστάσεις, εμπειρία στην πράξη και ευρηματικότητα (όσο και αν όλο αυτό έχει μεγάλη βαθμό υποκειμενικότητας). Εκτιμώ πως έχω πλέον αρκετές χειροπιαστές αποδείξεις που να το τεκμηριώνουν κι όσοι “μαθήτευσαν” κοντά μου το έχουν πιστοποιήσει.
1958-1962. Κυψέλη, Φιλοτίμου 10 (Γ’όρ.)
Κυψελιώτης, γέννημα αλλά όχι (και τόσο) θρέμμα. Οι γονείς μου, δύο νεαρά παιδιά 27 και 22 ετών, παντρεύτηκαν από αίσθημα και από ανάγκη να ξεφύγουν από κάποιους καταπιεστικούς γονείς της εποχής, που μάλιστα είχαν αυξημένη ευθύνη λόγω χηρείας. Το πρώτο μέρος που έμειναν ήταν στην έπαυλη του παππού μου στο Χαλάνδρι. Σύντομα όμως το προικώο 2άρι τη μητέρας μου στην Κυψέλη ήταν έτοιμο να τους φιλοξενήσει μαζί με την οικοσκευή τους. Η οδός Φιλοτίμου ουσιαστικά ξεκινά από την πλατεία Κυψέλης, δεξιά επάνω μετά τον τότε κινηματογράφο Roxy. Στο νούμερο 10, στον τρίτο όροφο, σύντομα προστέθηκα κι εγώ. Σαββατογεννημένος.
Παππούς Αλκιβιάδης (από τον πατέρα), γιαγιά Ζαχαρούλα μαζί με την προγιαγιά Μαρία (από την μητέρα) και θεία Καίτη (επίσης από τον πατέρα μου) ήσαν εκεί για να με προϋπάντήσουν. Μαζί κι ο επαγγελματίας φωτογράφος. Η μητέρα μου απογοητευμένη από την ασκήμια μου σαν μωρό έβρισκε παρηγοριά στα λόγια της γιαγιάς της: “μην στενοχωριέσαι, αυτουνού η ομορφιά θα είναι στα απαυτά του“. Μεγάλη ευλογία, κάπως σαν τις Μοίρες των παραμυθιών που μαζεύονται πάνω από το νεογέννητο.
Στην Κυψέλη έγινε και η βάφτισή μου. Νονά μου και πνευματική μου μητέρα η Καίτη Ρωμάνου-Καλλιγαρίδη, αδερφή της γιαγιάς μου, χωρίς παιδιά δικά της, στάθηκε δίπλα μου και με πραγματική αγάπη για τα πρώτα 25 χρόνια της ζωής μου. Ιδεαλίστρια του ΚΚΕσ, ταλαιπωρημένη αστή, αναπαύεται στην Σίφνο. Από κοντά μού στάθηκε κι ο σύζυγός της Πέτρος Καλλιγαρίδης, γκάγκαρος Αθηναίος ευπατρίδης, με υψηλά Σοβιετικά ιδανικά και ένσημα εξορίας, βαθιά μέσα στους κομματικούς μηχανισμούς. Ας συγχωρέσει ο Θεός και τους δύο, ήσαν σημεία αναφοράς στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, όπως άλλωστε υποσχέθηκαν όταν μου άλοιψαν το λάδι.
Στο διαμέρισμα αυτό έκανα τα πρώτα μου βήματα, άρθρωσα τα πρώτα λόγια μου. Εκεί έκανα τις πρώτες μου φιλίες με τα γειτονόπουλα, εκεί γιόρτασα τα πρώτα μου γενέθλια. Με το καρότσι βόλτες στην πλατεία Κυψέλης και την Φωκίωνος Νέγρη, με το τρόλλεϋ στα περιστέρια στον Αγνωστο Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Τακτικοί περίπατοι στις λιμνούλες για να ταϊσω τα παπάκια στον Βασιλικό Κήπο αλλά και για να κολυμπήσω άθελά μου μέσα στις γλίτσες. Άλλωστε τις είχα από τότε τις βουτιές. Οπως θυμάται η μητέρα μου, ίσα-ίσα με πρόλαβε μια φορά να βγάζω μπουρμπουλήθρες μέσα από την γεμάτη μπανιέρα με την μπουγάδα.
Η Κυψέλη τότε μόλις ξεκινούσε να συγκεντρώνει τον καλό κόσμο της Αθήνας μαζί με την πλατεία Βικτωρίας και την πλατεία Αγάμων (Αμερικής). Τα Τουρκοβούνια από πάνω ήσαν ακόμη σχεδόν απάτητα και η οδός Φιλοτίμου κατσάβραχα και χωματόδρομος αν και με πολλές πολυκατοικίες. Ισως για αυτό η μοναδική πραγματική μου μνήμη που δεν βασίζεται σε φωτογραφίες της εποχής εκείνης είναι ο ορμητικός χείμαρρος λάσπης που κατέβαινε την Φιλοτίμου όταν έβρεχε. Τόσο ορμητικός που αδυνατούσαμε να την ανεβούμε και, για να μην μας παρασύρει, έπρεπε να περιμένουμε την βροχή να σταματήσει προστατευμένοι σε κάποιο κατώφλι εισόδου πολυκατοικίας.
Είχα όμως και τα τυχερά μου. Ημουν πολύ δημοφιλής στην γειτόνισσα την κα Παπαδοπούλου και την κόρη της αλλά -το κυριώτερο- στην οικογένεια Θεοτοκάτου που έμενε στο ρετιρέ ακριβώς απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου. Εβγαινα τακτικά στο μπαλκόνι και φώναζα την συνομήλική τους κόρη Νέλλα για να παίξουμε. Παίζαμε στην ευρύχωρη βεράντα τους κι ο πατέρας τους Οδυσσέας συνηθιζε να κοροϊδεύει την ελλιπή μου άρθρωση ζητώντας μου να τους τραγουδήσω την επιτυχία της εποχής: “χέβι-χέβι σε πηγαίνω και με πας, εσύ που με λατβεύεις…“. Καλά περνούσαμε κι αγαπημένα, τόσο που κρατήσαμε οικογενειακές σχέσεις ζωής μέχρι ακόμη και σήμερα που μας απομάκρυνε η αδιαπέραστη Αθήνα.
Τα καλοκαίρια θα ανεβαίναμε στην έπαυλη του παππού στο Χαλάνδρι μαζί με την άσπρη σκύλα τους την Ηρα που την καβαλούσα παίζοντας. Εκεί “πάλευα” με το τρίκυκλο ποδηλατάκι μου στην βεράντα, το καρότσι μου για τα χωματουργικά στον κήπο και τα εργαλεία που είχαν ξεμείνει από τους κτίστες για να λασπώνω και να κλείνω τις κουφάλες στις γέρικες ελιές.
Στο σπίτι αυτό της Κυψέλης γιόρτασα και τα δεύτερα γενέθλιά μου το 1960. Μέχρι τότε είχα προλάβει να αναπτύξω έναν πρώτο κοινωνικό περίγυρο φίλων και συγγενών και μια προστατευτική δομή γύρω από το κεράκια της τούρτας ΜΟΥ. Μπάμπης Κεράνης, Νέλλα Θεοτοκάτου, Ντέπυ Γιούργα, Δέσποινα Παππά με τίμησαν με την παρουσία τους (και υποθέτω με τα δώρα τους) μαζί με όλο το συγγενολόϊ και τον φωτογράφο.
Και κάποια στιγμη, πολύ νωρίς ήδη από το 1959 (αλλά και το επόμενο καλοκαίρι του 1960), κάναμε και την γνωριμία της Σίφνου. Δύσκολο ταξίδι τότε, η έξοδος από το πλοίο γινόταν με τις βάρκες στην κρεμαστή σκάλα ακόμη και μέσα στην νύχτα. Αλλά γνώρισα κι αγάπησα μια Σίφνο που όσα τις έλειπαν σε ανέσεις τόσα περισσότερα προσέφερε σε γνησιότητα συναισθημάτων. Ο παππούς μου ο Σβίγγος με το όνομα, περήφανος να μας ξεναγήσει στον τόπο του, δεν φειδόταν ποτέ σε φιλοξενία και τα μουλάρια (ο Ψαρής και ο Ντορής) μάς γύρισαν παντού.
Συγκινητικό να ανακαλύπτω, 60 χρόνια αργότερα, γραμμένο στο Βιβλίο Επισκεπτών της Παναγιάς του Βουνού το όνομά μου με τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας μου. Μαζί με αυτά του παππού μου, της οικιακής μας βοηθού Δήμητρας και της μητέρας μου. Και του ποιητή Τίτου Πατρίκιου παραδίπλα.
Σύντομα θα ερχόταν στην ζωή και η αδελφή μου Ζαχαρούλα-Πηνελόπη και θα φεύγαμε να ζήσουμε στην Θεσσαλονίκη. Οχι όμως προτού κάνω ίσως την σημαντικότερη γνωριμία της ζωής μου, αυτή του αδελφικού μου φίλου Μπάμπη Κεράνη. Οι πατεράδες μας ήσαν συνάδελφοι στου Ρέστη. Ήσαν όμως και ομοϊδεάτες στην ζωή και την αντιμετώπισή της. Ο Μίμης, πατέρας του Μπάμπη, περπατημένος όπως όλοι οι Πειραιώτες, ήξερε επιπλέον πρόσωπα και πράγματα από την κοινωνική ζωή του μικρού ακόμη λιμανιού, άρα είχαν κοινές αναφορές και γνωστούς με την μητέρα μου. Αλλά και η Τέτα, μητέρα του Μπάμπη, άξια γυναίκα και νοικοκυρά, βρήκε μια καλή φίλη στην μητέρα μου αφού είχαν ταυτόχρονα συνομίληκα παιδιά και παράλληλη κοινωνική ζωή. Σπανίζουν τέτοιοι φίλοι και είμαστε πραγματικά πολύ τυχεροί και ευλογημένοι, όλοι οι Κεράνηδες και όλοι οι Λεμπέσηδες, που μας δόθηκε η ευλογία να το ζήσουμε για 60 χρόνια … and counting. Τότε βέβαια δεν το ξέραμε αυτό και απλά απολαμβάναμε τα κοινωνικά γεγονότα στα σπίτια μας εναλλάξ και τις αναρίθμητες φυσιολατρικές εκδρομές.
Εκδρομές και περιοδείες πηγαίναμε όμως και οικογενειακώς με αρχηγό τον παππού μου Σβίγγο. Στην Κρήτη πήγαμε το 1961 όταν για πρώτη φορά μπήκα σε αεροπλάνο της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ. Μάς ξενάγησε στα μέρη που μεγάλωσε στα Χανιά κι έκατσα στον πρώτο μου θρόνο στην Κνωσσό (τώρα πλέον η πρόσβαση δεν επιτρέπεται). Στην Σκύρο και την Σκιάθο. Στην Αλόννησο ένοιωθα πως πάταγα γερά αφού ο πατέρας μου που κυνηγούσε τακτικά μού έδειχνε την εμπιστοσύνη να με έχει δίπλα στο τουφέκι του.
Το διαμέρισμα της οδού Φιλοτίμου έπιασε μια φιλότιμη τιμή όταν αναγκάστηκε η μητέρα μου να το ρευστοποιήσει στα τέλη της δεκαετίας του 60. για να ανταποκριθούμε στις ιατρικές δαπάνες της περιπέτειας υγείας του πατέρα μου.
1962-1963. Θεσ/νίκη, Μητροπόλεως 106 (Η’όρ.)
Στην Θεσσαλονίκη βρεθήκαμε από την Κυψέλη (όπου είχα γεννηθεί) λόγω επαγγελματικής τοποθέτησης του πατέρα μου ως Επιθεωρητή Πρατηρίων Καυσίμων Βορείου Ελλάδας στην CALTEX (αργότερα TEXACO) που μόλις είχε εξαγοράσει την Σ.ΡΕΣΤΗΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ. Ο πατέρας μου, που τον είχε παντρέψει ο ίδιος ο τέως ιδιοκτήτης Ρέστης, φίλος του παππού μου, ξεβολεύτηκε και ελάβαμε την άγουσα για Θεσσαλονίκη οικογενειακώς -όχι πως δεν του άρεσε κιόλας…
Αν κρίνω από οικογενειακές φωτογραφίες, ήδη από το 1960 ανεβαίναμε Βόρειο Ελλάδα (από τις στροφές του Μπράλλου ακόμη). Για πάρα πολλά χρόνια, τρομακτικό άγχος για μένα, που ξεκινούσε νωρίς από τα Καμένα Βούρλα, ο φόβος τού να αντικρύσω το (σχετικά πρόσφατο τότε) κολοσσιαίο άγαλμα του Λεωνίδα φωτισμένο μέσα στην νύχτα.
Μέναμε στην οδό Μητροπόλεως 106 (και Ρωμανού -τυχαίο;) στο ύψος του Λευκού Πύργου στο ρετιρέ του 8ου ορόφου, με κάγκελλα στα παράθυρα και στο μπαλκόνι για να περιορίζεται η παιδική περιέργειά μου. Το κρεβάτι μου ήταν κοντά στο πίσω παράθυρο και ακόμη θυμάμαι το άγριο ξύπνημα ένα ξημέρωμα με ένα κοπάδι μαύρων πουλιών -μάλλον κοράκια- που πρόλαβα να τα δω να περνάνε κράζοντας τόσο δυνατά που ξύπνησα κατατρομαγμένος. Το ασανσέρ χαλούσε τακτικά και έτσι ανεβαίναμε από τις σκάλες φορτωμένοι με τα ψώνια.
Από την άλλη, το γραφείο του πατέρα μου δεν ήταν μακριά με τα πόδια, ήταν ακριβώς πάνω στην πλατεία Αριστοτέλους και πάντοτε ήθελα να πηγαίνουμε εκεί βράδυα γιατί από το πίσω παράθυρο έβλεπα “ακατάλληλα” έργα σε ένα θερινό κινηματογράφο. Δυσκολεύομαι σήμερα να πιστέψω πως ένα παιδάκι 4-5 χρονών μπορεί να θυμάται τόσες πολλές σκηνές της καθημερινότητάς του μετά από 60 χρόνια. Κι όμως. Έχω τόσες εντυπωμένες ζωντανές αναμνήσεις που τις ξαναζώ πανεύκολα στην μνήμη μου σε πρώτη ζήτηση. Φαίνεται πως η καινούργια ζωή σε μια άλλη πόλη έκανε μεγάλη εντύπωση σε ένα μικρό παιδί. Κι αυτό κάπως με ξενίζει γιατί δεν διατηρώ αντίστοιχες (σε ποσότητα ή ένταση) αναμνήσεις από μεταγενέστερα χρόνια εκείνης της εποχής.
Ενδεικτικό παράδειγμα, αναζήτησα (και δεν βρήκα ποτέ) την ασπρόμαυρη ταινία-θρίλερ που ακόμη θυμάμαι. Ο ήρωας, που πιθανόν τον απατούσε η γυναίκα του, είχε τραυματισθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ήταν ακίνητος στο κρεβάτι του πόνου φασκιωμένος με γάζες σαν μούμια. Δεν φαινόταν καθόλου το πρόσωπό του. Η γυναίκα του κοιμόταν στο πάνω δωμάτιο μάλλον με τον εραστή της. Η “μούμια” σηκώθηκε μέσα στην νύχτα, περπάτησε και ανέβηκε αργά-αργά την σκάλα σαν φάντασμα. Φθάνει πάνω από το κοιμισμένο ζευγάρι, σκύβει και τους πλησιάζει. Η γυναίκα ξυπνάει από τις σταγόνες αίμα που στάζουν στα άσπρα σεντόνια από τα μάτια της μούμιας. Ο φακός μάς δείχνει το πρόσωπο της άσπρης μούμιας με δυό ματωμένες μαύρες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Η γυναίκα ξυπνάει ουρλιάζοντας και εγώ έκανα κάμποσα βράδυα να κοιμηθώ. Τέρμα τα ακατάλληλα!
Ο πατέρας μου πήγαινε τακτικά σε ένα πρατήριο της εταιρείας στην Βασ. Όλγας. Με έπαιρνε μαζί του και μ’άρεσε γιατί κάπου εκεί κοντά φτιάχνανε από εκείνες τις κόκκινες ζελεδο-καραμέλλες του 60 στο στριφτό διαφανές χαρτί συσκευασίας. Με είχαν βρει καλόβολο οι φίλοι του και με στέλνανε στην γωνία να “δω αν έρχομαι”. Επέστρεφα λέγοντας πως δεν με είδα! Εκεί μου πρόσφεραν για πρώτη φορά και τσιγάρο, 5 χρονών παιδί. Οχι από εκείνα τα τσιγαράκια-τσιχλόφουσκες με φίλτρο που μου άρεσαν να έχω στο στόμα. Αληθινό τσιγάρο, ΑΣΣΟΣ άφιλτρο. Μου το άναψαν κιόλας. Έκανα περίπου 20 χρόνια για να το ξαναβάλω στο στόμα μου.
Τον χειμώνα του 1963 χιόνισε πολύ. Μάλλον για πρώτη φορά έβλεπα χιόνια. Κάθε μέρα βγαίναμε βόλτα στην παραλία για να φτυαρίσω το χιόνι μέσα στην θάλασσα. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο Βαρδάρης έφερε και επιδημία από ακρίδες. Κάτι τεράστια έντομα σε εκφοβιστικούς αριθμούς που έμπαιναν στο καρότσι της μικρής μου αδελφής και αγωνιζόμασταν να την προφυλάξουμε. Αγοράζαμε μαλλί της γριάς στο πάρκο κάτω από την Εκθεση προς την θάλασσα και εκεί έμαθα να τρώω πασατέμπο. Τόσο φαίνεται μου άρεσε που έβαλα ένα σποράκι και στο δεξί μου ρουθούνι. Δεν το βρήκαμε ποτέ ακόμη και στις Πρώτες Βοήθειες που πήγαμε όταν ανακοίνωσα πως το είχα χάσει.
Φυσιολογικά είναι όλα αυτά να κάνουν εντύπωση σε ένα αγοράκι αλλά θυμάμαι και πολιτικές συγκεντρώσεις σε μια κάποια στρογγυλή γωνία της πόλης. Ατέλειωτα άσπρα φωτεινά λαμπιόνια κρεμασμένα ψηλά που τα κοίταζα μέσα από τους πανύψηλους ενήλικες και κόσμος κάτι να φωνάζει απαντώντας σε κάποιον που μίλαγε από ένα μπαλκόνι. Το επόμενο πρωί οι γονείς μου συζητούσαν για κάποιο σημαντικό γεγονός. Πολύ αργότερα από την ταινία “Ζ” κατάλαβα πως μάλλον ήταν η βραδυά που σκοτώσανε τον Λαμπράκη. Την 28η Οκτωβρίου με πήρε ο πατέρας μου στους ώμους του να δούμε την παρέλαση. Εγώ πάντως θυμάμαι πιο ζωντανά κάποια άλλη χρονική στιγμή που στον άδειο δρόμο που ερχόταν στην πόλη από το αεροδρόμιο (και που για πολλή ώρα δεν περνούσε κανείς), έναν ψηλό άνδρα με περίεργο καπέλλο, όρθιο σε ένα λευκό ανοιχτό αυτοκίνητο, να περνάει χαιρετώντας. Στρατηγός Ντεγκώλ, έμαθα όταν μεγάλωσα.
Εννοείται πως θυμάμαι το νταβαντούρι-πανηγυράκι της Διεθνούς ‘Εκθεσης, εκεί δίπλα μέναμε και η βεράντα μας ήταν στο ρετιρέ, το ιδανικό σημείο για τα βεγγαλικά. Αλλά και τα λαϊκά τραγούδια που ακουγόντουσαν στα υπαίθρια αναψυκτήρια γύρω από τον Λευκό Πύργο όπου και τα λουνα-παρκ με το αγαπημένο μου τανκς. Οπως και το τσίρκο που είδα για πρώτη φορά όταν ήρθε κι έστησε τις τέντες του στην παραλία κοντά στον Λευκό Πύργο. Τότε μάλιστα επιτρεπόταν να ανέβει κανείς μέχρι το πάνω διάζωμα στον Λευκό Πύργο, εκεί που τώρα βάζουν την σημαία.
Πηγαίναμε και περιοδείες στα περιφερειακά πρατήρια με ένα κίτρινο κλειστό φορτηγάκι που βάζαμε τα ορυκτέλαια (και το καρότσι της αδελφής μου) στο πίσω μέρος. Είχε δύο θέσεις, για οδηγό και συνοδηγό (η μάνα μου) και ανάμεσα ήταν το κουβούκλιο της μηχανής, όπου με υπερηφάνεια καθόμουν σε μαξιλάρι εγώ για να βλέπω τον δρόμο. Κάπου προς την Ιερισσώ της Χαλκιδικής ο δρόμος είχε πλημμυρίσει και ο χείμαρρος έτρεχε ορμητικά σαν ποτάμι. Το φορτηγάκι μπάζει νερά και σβήνει ακριβώς στην μέση. Ο πατέρας μου με το νερό στο ύψος της ζώνης του βοηθάει την μάνα μου και την αδελφή μου στην όχθη και γυρίζει για μένα. Με παίρνει αγκαλιά να βγούμε κι εμείς. Αποβλακώνομαι από την φάση και αφήνω το καλό μου κόκκινο μπουφάν (δώρο του θειού μου του καπετάνιου από την Ιαπωνία) να πέσει μέσα στον χείμαρρο. Οι φωνές της μάνας μου βάζουν τον πατέρα μου να το κυνηγάει με εμένα στην αγκαλιά του. Το σώσαμε. Ηρθε αργότερα ένα Τζέιμς του στρατού και τράβηξε το αυτοκίνητο έξω από τον δρόμο-ποτάμι. Ο πατέρας μου ήξερε από αυτά αφού έκανε θητεία σαν έφεδρος (και έφιππος) ανθυπολοχαγός-εκπαιδευτής στα Μηχανοκίνητα στην Βόρεια Ελλάδα.
Πιάνανε και τα χέρια του πάρα πολύ. Από κοντά κι εγώ να μάθω τεχνικά θεματα και την χρήση των εργαλείων. Τότε δεν είχαν εφευρεθεί οι “ούπες” και για να κρεμάσεις κουρτινόξυλα, έπρεπε να σκάψεις τον τοίχο, να κόψεις και να βάλεις ξύλινα τακάκια, να τα γυψάρεις και πάνω σε αυτά να βιδώσεις. Το είδα τόσες φορές που κάτι χρήσιμο έμαθα παρακολουθώντας. Θυμάμαι μάλιστα πως η μάνα μου είχε μια παραδουλεύτρα (την Μαρία, όπως πρόσφατα μου είπε), που όταν τελείωνε την δουλειά έλεγε και τον καφέ. Μεγάλη ιεροτελεστία. Ηθελα κι εγώ να μου τον πει αλλά ο καφές δεν επιτρεπόταν σε παιδάκια κι έτσι περιοριζόμουν στα κατακάθια του καφέ της μάνας μου. Εντύπωση μού έκανε αυτό που μου είπε κάποτε αργότερα η μάνα μου πως η καφετζού προέβλεψε για μένα: “μεγάλες και ψηλές πόρτες θα διαβεί στην ζωή του”. Αν εννοούσε “πολλές ευκαιρίες”, δεν φαίνεται να έπεσε και πολύ έξω για να’μαστε δίκαιοι…
Στην Θεσσαλονίκη κάναμε και σχέσεις ζωής με την οικογένεια Ανθουλάκη, τους γονείς (Δημήτρη και Φωτούλα) και τα σχεδόν συνομίληκα με εμάς παιδιά (Λένα Τσολάκη και Αννυ). Σχέσεις αγάπης που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
1963-1977. Αθήνα, Ρόδου 43 (Β’όρ.)
Τι να πρωτοθυμηθεί και να γράψει κανείς για το σπίτι που μεγάλωσε και έζησε πάνω από 15 χρόνια…
Θολές μνήμες, θολές φωτογραφίες. Αλλά η γενική εικόνα που παραμένει είναι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, παρ’όλες τις οικογενειακές δυσκολίες. Στην φωτό η θέα από το πίσω μπαλκόνι του Β’ ορόφου του διαμερίσματος. Στο βάθος δεξιά διακρίνονται τα παράθυρα του πρώτου ορόφου του 108ου Δημοτικού Σχολείου.
Επιστρέφοντας από Θεσ/νίκη το φθινόπωρο του 1963 μετακομίσαμε κοντά στον Αγ. Νικόλαο Αχαρνών, στην οδό Ρόδου 43. Βασικό κριτήριο επιλογής η γειτνίαση με το πατρικό σπίτι στη οδό Ζαγορίων 6 και την γειτονιά που μεγάλωσε ο πατέρας μου, τα Θυμαράκια, αλλά τώρα πάνω από την πάνω μεριά των γραμμών του ΗΣΑΠ. Νοικιάσαμε ένα διαμπερές 3άρι διαμέρισμα στον Β’ όροφο. Δύο υπνοδωμάτια στο πίσω μέρος, χωλ και σαλόνι που έβλεπαν στην οδό Ρόδου. Δυστυχώς δεν έχουμε ξοδέψει πολύ φιλμ για φωτογραφίες του σπιτιού ή της γειτονιάς (άλλωστε σπάνιζε τότε), ελάχιστες όμως υπάρχουν για να μας θυμίζουν την καθημερινή θέα. Γύρω μας χτιζόντουσαν καταιγιστικά πολυκατοικίες, ευτυχώς όμως όχι και από την πίσω μεριά της οδού Αγρινίου. Μέχρι που φύγαμε στις αρχές του 1981, τουλάχιστον είχαμε λίγο θέα πάνω από τις μονοκατοικίες και λίγο πράσινο από τον ακάλυπτο και τους κήπους τους. Το πίσω μπαλκόνι ήταν μακρύτερο, το μπροστινό πολύ μικρό. Ανεξαρτήτως πάντως μεγέθους, και τα δύο φάνηκαν χρήσιμα πάμπολλες φορές (έστω και χωρίς δίχτυ ασφαλείας στο κενό) οπόταν είχαμε “κλειστεί έξω” από το σπίτι.
Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα της πολυκατοικίας μας ήταν οι καλοί γείτονες στα δύο διαμερίσματα του κάθε ορόφου. Γείτονες που μας συνόδεψαν σε σχέσεις ζωής. Στον ίδιο όροφο, στο διπλανό διαμέρισμα, σύντομα ήρθε η οικογένεια Ευθύμιου και Φρόσως Παναγιωτουνάκου. Με τον Γιώργο, αδελφικό φίλο και συμμαθητή στο δημοτικό, περάσαμε μαζί όλα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Με τον αδελφό του τον Τάκη, δύο χρόνια μεγαλύτερος, εξακολουθεί να μας συνδέει πέρα από στενή φιλία και βαθειά αλληλοεκτίμηση. Οι μανάδες μας ήρθαν πολύ κοντά σε σχέση καθημερινής αλληλοβοήθειας. Η πόρτα του διαμερίσματός τους ήταν συνεχώς ανοιχτή για μένα και το σπίτι τους δεύτερο σπιτικό μου. Κυρίως όταν απέκτησαν και τηλεόραση που στο δικό μας σπίτι άργησε πάρα πολύ να μπει λόγω παρωχημένων (όπως φαινόταν τότε) αντιλήψεων του πατέρα μου.
Στο διαμέρισμα ακριβώς από κάτω έμενε η οικογένεια Νούφρη και Αννας Κακριδά, που εξελίχθηκαν στους καλύτερους οικογενειακούς φίλους. Με τα παιδιά τους, Μανώλη και Μαριλένα, παρά την διαφορά ηλικίας, μεγαλώσαμε σαν στενοί συγγενείς με σχέσεις που εξελίχθηκαν στην πορεία της ζωής μέχρι σήμερα. Η μητέρα τους, Άννα, στενή φίλη της δικής μου μητέρας, στάθηκε δίπλα μου με ενεργή παρουσία σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής μου, χαρούμενες ή δύσκολες.
Εγκατασταθήκαμε λοιπόν εκεί, ξεκίνησα και νηπιαγωγείο στο Αγγλοελληνικό Κολλέγιο Γκιζελή. Μαζί μας και η καρδερίνα που το βράδυ έβγαινε από το κλουβί της για να κοιμηθεί πάνω σε ένα τύμπανο που είχαμε στο πάνω μέρος της ντουλάπας. Ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα από νεαρός, μάλλον με σκοπό να είναι η ψυχή των νεανικών συντροφιών. Θα πρέπει να ήταν φθινόπωρο του 1963 όταν τον θυμάμαι να γρατζουνάει κάτι μελωδίες στην κιθάρα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο ή να παίζω με τις τρίχες του στήθους του στο πατρικό υπνοδωμάτιο. Είχα μάλιστα μάθει κι εγώ να τραγουδάω σεγόντο το “Λίγα Λουλούδια Αν Θέλεις, Φίλε μου” …
Τα χέρια του πατέρα μου έπιαναν πολύ με τα εργαλεία κι από κοντά είχα μάθει κι εγώ να κάνω τακτικό σέρβις σε όλες τις βίδες του διαμερίσματος. Όταν λέμε πως “έπιαναν” εννοούμε πως έβγαζε καλλιτεχνήματα όταν έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί. Στα νεανικά του χρόνια μετά την Κατοχή, κατασκεύαζε για χόμπυ ξύλινα μικρο-έπιπλα για κουκλόσπιτα, που τα πουλούσε στη γειτονιά. Δυστυχώς τα ανεκάλυψα πολύ νωρίς φυλαγμένα στα υπόγεια του πατρικού του σπιτιού και τα οικειοποιήθηκα με την αδελφή μου. Έτσι δεν διασώθηκε κανένα από εκείνα τα κομψοτεχνήματα που ακόμη θυμάμαι την λεπτομέρεια στο στρογγυλεμένο φινίρισμα του ξύλου και τους μικρο-μεντεσέδες στα πορτάκια. Με αυτή την κατασκευαστική εμπειρία και γνώση δεν ήταν έκπληξη που όλα τα έπιπλα στο παιδικό μας δωμάτιο ήταν δικής του σχεδίασης και κατασκευής. Το μεγάλο μου κρεββάτι μάς συντρόφευσε μέχρι που μεγαλώσαμε και το παιδικό γραφείο πρέπει να έχει διασωθεί σε κάποια αποθήκη γιατί δεν μου πήγαινε η καρδιά να το πετάξω.
Έφτασε και η ώρα να πάω στο Δημοτικό, που θα ήταν στο “φρούριο”. Το 21ο Δημοτικό Σχολείο “Ο ΦΑΡΟΣ” βρισκόταν στην γωνία Θήρας και Αχαρνών 186 σε ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή. Το κτίριο, μάλλον παλιά έπαυλη, έμοιαζε με φρούριο αφού είχε διακόσμηση με επάλξεις που θύμιζαν πολεμίστρες. Δυστυχώς όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα κάποια φωτογραφία του που να διασώζεται. Θυμάμαι πως από τα πρώτα μαθήματα στην Πατριδογνωσία μάς ανέθεσαν να περπατήσουμε στην ευρύτερη γειτονιά μας, να καταγράψουμε τις οδούς και να σχεδιάσουμε έναν πρωτόλειο χάρτη της περιοχής. Πόσο παιδαγωγική ήταν αυτή η απλή άσκηση και σχεδιαστική εργασία αφού αναμφίβολα διαμόρφωσε την αίσθηση προσανατολισμού που ακόμη με διακρίνει αλλά και την οικειότητα με την γειτονιά!
Το κλίμα όμως της παιδικής αμέλειας και αφέλειας σύντομα θα γκρεμιζόταν στο τέλος του 1965 από τα προβλήματα υγείας του πατέρα μου. Δύο αλλεπάλληλα ισχαιμικά επεισόδια από αγγειακά ανευρύσματα με γενετική προδιάθεση θα τον άφηναν ημιπληγικό από την δεξιά μεριά και χωρίς την ομιλία του. Έφθασε πολύ κοντά στον θάνατο και ακόμη πιστεύουμε πως σώθηκε από Θεία μεσολάβηση της Παναγίας Χρυσοπηγής που έκτοτε τιμούμε και λατρεύουμε. Παιδάκι 7 χρονών (όπως περίπου φαίνομαι στην φωτό του 1966 πιο πάνω) μού επέτρεψαν να τον επισκεφθώ μετά από ημέρες νοσηλείας στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Αγ.Σάββας. Δεξί χέρι και πόδι παράλυτα και από τρεις γλώσσες που προηγουμένως μιλούσε (ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά), τώρα μπορούσε να αρθρώσει μόνο 4 λέξεις: “Ναι, Όχι Άλλο, Αδελφή” για να επικοινωνεί με τις νοσοκόμες. Η γλυκειά μυρωδιά της μπλε φανελένιας πυτζάμας του όταν τον φίλησα ξαπλωμένο στο νοσοκομείο δεν ξεκόλλησαν ποτέ από την μνήμη μου.
Μετά από κάμποσες μέρες και αφού γλύτωσε την ζωή του αρνούμενος τις εγχειρίσεις αφαίρεσης αιματώματος από τον εγκέφαλο με την πρωτόγονη τεχνολογία της εποχής (όπως συνιστούσαν οι Έλληνες γιατροί Ταπτάς και ..), επέστρεψε στο σπίτι. Άρχισε το πρόγραμμα αποκατάστασης με την φυσικοθεραπεύτρια κα Λεοντή να γίνεται σχεδόν μέλος της οικογένειας. Ξαναέμαθε ελληνικά από την αρχή, συνήθισε να ορνιθοσκαλίζει γράμματα σε ένα σχολικό τετράδιο με το αριστερό χέρι και σύντομα τον Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε και στην Αγγλία με την αδελφή του Ανδριανή.
Εκεί απλά ο Dr. Meadows επιβεβαίωσε τις ιατρικές μας επιλογές και πως μόνο ο χρόνος και η θέληση για ζωή θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της υγείας του. Δεν με ξέχασε όμως ο πατέρας και μού έφερε κι ένα μηχανικό αεροπλάνο μάρκας Cox με πραγματικό βενζινοκινητήρα από το Λονδίνο. Το έχω ακόμη φυλαγμένο, ίσως κάποτε κάποιος καταφέρει να το πετάξει…
Θέληση για ζωή; Παράδειγμα για όλους μας ο 35χρονος τότε πατέρας μου. Λίγο πριν το εγκεφαλικό είχε αφήσει την εργασία του στην Σ.ΡΕΣΤΗΣ & Σια για να ανοίξει την δική του επιχείρηση διανομής πετρελαιοειδών, κυρίως για οικιακή θέρμανση. Είχε νοικιάσει και εξοπλίσει ήδη μαγαζί-αποθήκη καυσίμων στην οδό Γίάνναρη στα Κ. Πατήσια με μεταφορικά μέσα αγορασμένα με πίστωση. Είχε αγοράσει και το κάραβαν αμάξι Ford Taunus 17Μ που θα εξυπηρετούσε τόσο τις μετακινήσεις της οικογένειας όσο και την διανομή του πετρελαίου σε μπιτόνια. Και τώρα τι θα απογίνουμε; Με οικογενειακές ευθύνες και δύο μικρά παιδιά 7 και 3 χρονών, η μητέρα μου (που είχε πριν λίγα χρόνια ήδη χάσει τον εφοπλιστή και καπετάνιο πατέρα της σε ηλικία 47 μόλις ετών από εγκεφαλικό) τράβηξε όλα τα ζόρια: ψυχολογικά, οικονομικά, νοσηλευτικά και πρακτικά. Έκανε το σωστό, κράτησε την οικογένεια ενωμένη και μπορέσαμε να σταθούμε πάλι στα πόδια μας με την συμπαράσταση συγγενών και φίλων.
Αλλά κι ο πατέρας με την ζέση του για ζωή δεν μπορούσε να αποδεχθεί πως θα έμενε ανάπηρος για το υπόλοιπο της ζωής του. Μικρό αλησμόνητο παράδειγμα. Μόλις είχε γυρίσει από τους γιατρούς στην Αγγλία και αποφάσισε με ένα χέρι και ένα πόδι να ξανα-οδηγήσει! Πανικός στο σπίτι. Πώς να οδηγήσει χωρίς το δεξί χέρι όταν το αυτοκίνητο έχει τον λεβιέ των ταχυτήτων δίπλα στο τιμόνι και χωρίς καλά-καλά να ελέγχει την κίνηση του δεξιού ποδιού ούτε για να περπατήσει; Και μάλιστα, βράδυ. Προσπαθούμε όλοι να τον αποτρέψουμε. Μάταια, αγύριστο κεφάλι. Κούτσα-κούτσα (κυριολεκτικά) φεύγει με την συνοδεία της μητέρας μου για την αποστολή του. Κι εμείς μένουμε στο σπίτι με τον παππού μας και με τα ρολλά κλειστά μη γνωρίζοντας αν και ποιός θα επιστρέψει… Ακόμη ξαναζώ το άγχος και την αγωνία που γέμιζε τον αέρα του δωματίου. Και να μην μας αφήνει ο παππούς ούτε στο μπαλκόνι να βγούμε (μικρά παιδιά μην και πέσουμε από κάτω) για να δούμε την εξέλιξη.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1969, θα ταξιδεύαμε όλοι μας οδικώς με το ίδιο αμάξι στην Αγγλία και την επόμενη χρονιά στην Ισπανία.
Εν τω μεταξύ εγώ μεγάλωνα, ήρθε και η “Εθνοσωτήριος Επανάστασις”, μια μέρα που έπρεπε εκτάκτως να επιστρέψουμε πρόωρα στο σπίτι από το σχολείο. Το κλίμα άλλαξε προς το συντηρητικώτερο αν και εμένα και τις σκανδαλιές μου ελάχιστα τις επηρέασε. Σχεδόν όλες οι πολυκατοικίες στην μεριά του δρόμου μας είχαν χτισθεί μέχρι την γωνία κάτω Αλκαμένους και Ρόδου. Τις έβλεπα καθημερινά να ολοκληρώνονται και ήξερα πια όλα τα κατασκευαστικά στάδια: χωματουργικά, καλουπώματα, μπετά με μπετονιέρα και ζεμπίλι στον ώμο, τουβλοποιία, υδραυλικά και ηλεκτρολογικά. Τα δύο τελευταία στάδια ήσαν και τα πιο σημαντικά για μένα και τους φίλους μου. Με το πρώτο θα υπήρχε νερό για να πιούμε όταν παίζαμε μπάλλα στον δρόμο και με το δεύτερο θα βρίσκαμε “φυσοκάλαμα”.
Τα “φυσοκάλαμα” ήσαν οι γκρι πλαστικοί κυλινδρικοί σωλήνες, διατομής περίπου ενός εκατοστού, από όπου θα περνούσαν τα ηλεκτρολογικά καλώδια μέσα στους τοίχους. Εμάς μας ένοιαζαν τα αποκοπίδια που περίσσευαν, μήκους το πολύ ενός μέτρου. Τα παίρναμε, τα επεξεργαζόμασταν, βάζαμε και σκοπευτήρες κολλημένους με μονωτική ταινία και γινόντουσαν όπλα ομηρικών μαχών ζούγκλας. Αν δε ήσαν και από τα “άσπρα”, σκληρότερα και άκαμπτα, τότε είχαμε και ιδιαίτερη ευθυβολία. Τα πολεμοφόδια ήσαν δύο τύπων, μπιζέλια ή ρεβύθια για τα γυμνά πόδια των κοριτσιών και χωνάκια από χαρτί για σκόπευση. Όσο για χαρτί, δόξα τω Θεώ, τα χαρτιά των χρησιμοποιημένων τετραδίων ήταν ό,τι ακριβώς έπρεπε. Από κάθε φύλλο μεγάλου τετραδίου έβγαιναν πέντε χωνάκια-βελάκια.
Ακόμη και σήμερα που το ξαναθυμάμαι ειλικρινά εκπλήσσομαι με το βεληνεκές και την δύναμη αυτών των “όπλων”, έστω και από παιδικά πνευμόνια. Από το πεζοδρόμιο μπορούσα εύκολα να καρφώσω ένα βελάκι στα ξύλινα ρολλά του δευτέρου ορόφου μαζί με ένα ερωτικό ραβασάκι ανάλογα με την παραλήπτρια. Είχα μάλιστα εξειδικευθεί στην επιδέξια προσθήκη μιας μακριάς καρφίτσας σφηνωμένης στην άκρη από τα μυτερά χωνάκια για να καρφώνονται στα σίγουρα. Πραγματικό πια, αθόρυβο όσο και επικίνδυνο, όπλο και ευτυχώς που δεν είχαμε πρόσβαση και σε κανένα δηλητήριο των μάου-μάου. Όχι όμως λιγώτερο επικίνδυνο για ατύχημα από τις σφεντόνες με τα δίπροκα, μια άλλη αμαρτία της εποχής. Πηδούσαμε από ταράτσα σε ταράτσα και περνάγαμε αρκετές πολυκατοικίες προς ανεύρεση στόχου.
Τότε ήταν που είδα απέναντι και πιο χαμηλά έναν καταπληκτικό και προκλητικό στόχο σε ένα μπαλκόνι. Μια κυρία είχε βάλει έναν μεγάλο μπλε μουσαμά για να προστατεύει τις γαρδένιες από το κρύο. Όχι όμως και από τα βελάκια μου. Της τον έκανα το μουσαμά, σωστό σουρωτήρι και αφού εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά, επέστρεψα σπίτι για μεσημεριανό φαγητό υπερήφανος για τα μυστικά κατορθώματά μου. Εκεί που έτρωγα, χτυπάει το κουδούνι επανειλημμένα. Ρωτάνε σε ποιόν όροφο μένουν οι Λεμπέσηδες. Με ζώνουν τα φίδια. Ανεβαίνει μια κυρία που ωρύεται πως ο “Αλκιβιάδης Λεμπέσης” τής κατέστρεψε τα λουλούδια. Αρνούμαι κάθε ενοχή μέχρι που μας δείχνει το τεκμήριο βλακείας μου. Σε κάθε ένα από τα πέντε βελάκια υπήρχε γραμμένο το όνομά μου φαρδιά-πλατιά. Είπαμε, χαρτί από γραμμένα σχολικά τετράδια! Αυτό δεν το είχα υπολογίσει, ούτε και το ξύλο που έφαγα…
Την ίδια περίπου εποχή μαζεύαμε μανιωδώς “χαρτάκια”. Παίζαμε χαρτάκια, αλλάζαμε χαρτάκια, κλέβαμε χαρτάκια. Χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, σημαίες, ήρωες, αυτοκίνητα, θηρία, ενδυμασίες και ό,τι άλλο σκαρφιζόντουσαν οι σοκολατοπαραγωγοί γκοφρέτας ΜΕΛΟ, BINGO και λοιποί τσιχλοπαραγωγοί για να προωθήσουν το προϊόν τους. Τα μαζεύαμε, τα κολλούσαμε σε άλμπουμ, κάναμε ματσαραγκιές για να εξασφαλίσουμε μερικά σπάνια και όταν το συμπληρώναμε παίρναμε το δώρο μας, συνήθως κάποια μπάλλα της δεκάρας. Μέχρι τότε είχαμε ξοδέψει μια περιουσία και είχαμε πρηστεί στις γκοφρέττες. Αυτό όμως που εμένα μου είχε γίνει έμμονη ιδέα ήταν η σειρά με τις παγκόσμιες σημαίες και ενδυμασίες. Είχε και εκπαιδευτικό χαρακτήρα γιατί μαθαίναμε πρωτεύουσες, πληθυσμούς, εκτάσεις κι άλλα χαρακτηριστικά εξωτικών χωρών όπως το Κονγκό (Λεοποντβίλ) ή το Κονγκό (Μπραζαβίλ).
Εδώ θα εξομολογηθώ κάτι που ακόμη με ¨τρώει” σαν οικονομολόγο μετά από μισό αιώνα. Είχα ανακαλύψει πως ο παππούς μου αγόραζε τακτικά για αποταμίευση κάτι ασημένια τριαντάδραχμα με τους βασιλιάδες της Ελλάδας. Πολύ περιεκτικότητα σε ασήμι αλλά δεν έπαυαν να γράφουν επάνω “30 Δραχμαί”.
Με ένα τέτοιο σε ονομαστική αξία αγόραζα σχεδόν δύο κουτιά γκοφρέττες. Ξεκίνησα λοιπόν να σουφρώνω μερικά από το συρτάρι του παππού μου και να τα εξαργυρώνω σε έναν ξύπνιο περιπτερά που συμφώνησε να τα δέχεται με χαρά για την καλή του τύχη. Δεν άργησε βέβαια να με καταλάβει ο παππούς μου και με παρέδωσε στον πατέρα μου για τα περαιτέρω. Ξύλο με την λουρίδα για πρόγευση, σε δημόσια διαπόμπευση κρατώντας με σηκωμένο από το αυτί (σχεδόν να μην πατάω κάτω) διασχίσαμε όλη την γειτονιά, μπήκαμε μέσα στην τάξη του σχολείου διακόπτοντας το μάθημα και ανακοινώσαμε εις επήκοον όλων τις πομπές μου. Παιδευτικές μέθοδοι της δεκαετίας του 60 που να σου σηκώνεται η τρίχα αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω πως είναι αποτελεσματικές. Πάντως αυτό που θα με ενοχλεί μέχρι να φύγω από την ζωή είναι πως πιάστηκα κορόϊδο από τον περιπτερά με δική μου πρωτοβουλία. Το γράφω εδώ μπας και το ξορκίσω και το ξεπεράσω. Άσε που όταν συμπλήρωσα το άλμπουμ, το αντάλλαξα με μια τρύπια μπάλλα και δεν είχα πια και τα αγαπημενα μου χαρτάκια. Τουλάχιστον μου έμεινε η γνώση της παγκόσμιας ανθρωπογεωγραφίας. Έπρεπε να περιμένω το ίντερνετ πολλές δεκαετίες αργότερα και κάποιον πιο τακτικό από εμένα για να τα ξαναδώ.
Κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1971 η οικογένεια απέκτησε και παράρτημα στην Αγγλία. Τα ίχνη του Αντώνη, αδελφού της γιαγιάς μου Πηνελόπης Ρωμάνου (σύζυγος Λεμπέση, που δεν πρόλαβα να την γνωρίσω) είχαν χαθεί στον πόλεμο. Ο γυιός του, George Constantine Romanos, μεγάλωσε κι απέκτησε οικογένεια μέχρι και εγγόνια, όταν -πενηντάρης πια- αποφάσισε να αναζητήσει τις ρίζες του. Εμφανίστηκε ουρανοκατέβατος ξαφνικά κι αυτό ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός για όλους μας εδώ. Από τότε αποκτήσαμε κι εμείς έναν τακτικό προορισμό στην Αγγλία και ξεκίνησε μια σειρά επισκέψεων στην Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο. Λόγω του ότι η μητέρα μου ήταν ο βασικός μεταφραστής των ηλικιωμένων συγγενών (από κοντά κι εγώ) αναπτύξαμε μια πολύ στενή σχέση με όλη την “νέα” μας οικογένεια στην Αγγλία.
Η σχέση αυτή διατηρείται εδώ και μισό αιώνα μέχρι τις μέρες μας με τον γυιό του, James, την συζυγό του Mary και την κόρη τους Ella. Αποκορύφωμα η απονομή ελληνικής υπηκοότητας το 2021 στον τελευταίο Ρωμάνο, έτσι για να συμπληρωθεί ο κύκλος της ζωής που άνοιξε με την πρώτη τους επίσκεψη τα Χριστούγεννα του 1972 (από όπου και η φωτό).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά τα χρόνια πέρασαν, σιγά-σιγά η οικογένεια ορθοπόδησε οικονομικά και δεν χρειαζόταν πια υποστήριξη από άμεσους συγγενείς και φίλους, ούτε η μητέρα μου να σκαρφίζεται τρόπους ενίσχυσης των οικονομικών, όπως η ενασχόληση με την Tupperware. Ο τυπικά ανάπηρος πατέρας μου είχε πολύ γρήγορα κατορθώσει με την δύναμη της θέλησής του να ξεπεράσει όλα τα ημιπληγικά συμπτώματα, σε βαθμό που δεν το αντιλαμβανόσουν σε πρώτη επαφή. Βέβαια το εγκεφαλικό αιμάτωμα δεν απορροφήθηκε ποτέ και όταν εμφανίστηκαν οι αξονικές ακτινογραφίες στο προσκήνιο, οι στρατιωτικοί γιατροί που τις εξέτασαν έμειναν έκπληκτοι με την έλλειψη συμπτωμάτων σε σχέση με την πραγματική κατάσταση. Εκείνος, πέρασε από το χειρωνακτικό κουβάλημα μπιτονιών σε κάποια βυτία μεταφοράς καυσίμων που ενίοτε τα οδηγούσε και ο ίδιος, ψιλο-εμπορεύτηκε και ορυκτέλαια, μπόρεσε με τον ιδρώτα του να μας ζήσει και να μας σπουδάσει. Βοηθήσαμε κι εμείς στην οικογενειακή επιχείρηση με παραγγελιοληψία και λογιστικά κρατώντας το μαγαζί από πολύ νωρίς, αμέσως μόλις μπορέσαμε να σοβαρευτούμε σαν παιδιά.
Τελείωσα το 108ο Δημοτικό σχολείο στην γειτονιά, γράφτηκα στην Λεόντειο. Τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου έπαιρνα κάθε πρωί την συγκοινωνία Νο 6 από την οδό Αχαρνών, στάση Καμέλια, μέχρι τα Άνω Πατήσια. Αργότερα στο Λύκειο είχα ένα λόγο παραπάνω να ξυπνάω πρωί αφού έφευγα με τον πατέρα μου οδηγώντας εγώ ήδη από τα 14 μου. Τα καλοκαίρια πήγαινα στην Σίφνο με τον παππού μου ή μάς φιλοξενούσαν οικογενειακά φίλοι και συγγενείς στο Σούνιο, στο Πόρτο-Ράφτη και αλλού, όταν δεν νοικιάζαμε παραθεριστικά δωμάτια. Οι οικογενειακές εκδρομές και οι περιοδείες με τα αυτοκίνητα ήταν σε τακτική βάση, αν όχι σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο σε εξοχικές ταβέρνες.
Σε γενικές γραμμές το διαμερισματάκι της Ρόδου μπορεί να ήταν μικρό αλλά ήταν αρκετό για μια συνηθισμένη 4μελή οικογένεια του “τότε” και σίγουρα ήταν πάντα ανοιχτό σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς. Σε κάθε ευκαιρία, είτε σε γιορτές, είτε για χαρτοπαιξία. Ενδεικτικές είναι κάποιες φωτογραφίες που διασώθηκαν και παρουσιάζονται (επιλεκτικά) εδώ μετά από μισό αιώνα. Τώρα που τις ξανακοιτάζω και μετράω Πρωτοχρονιάτικα τραπεζώματα σε πάνω από 20 άτομα (συν τα παιδιά) μέσα σε ένα μικρό σαλόνι συνειδητοποιώ την έκφραση “όλοι οι καλοί χωράνε”!
Στους “καλούς” προστέθηκε από τα μέσα του 1978, ενόσω εγώ έλειπα στην Ουγγαρία, και η Μάγκυ. Ένας μαύρος θηλυκός μεγαλόσωμος μολοσσός Great Dane, ιδιαίτερα φιλικός, γλυκύτατος και προστατευτικός. Μας συντρόφεψε για πάνω από 15 χρόνια και συνέδεσα με αυτήν πολλές αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Το πρωί έμενε στο “μαγαζί” του πατέρα μου, το βράδυ κοιμόταν μαζί μας έξω στο χωλ. Ήδη αρχίσαμε και μαζευόμαστε πολλοί στο σπίτι, εγώ μάλιστα είχα παραχωρήσει το κρεββάτι και τον χώρο μου στην αδερφή μου και κοιμόμουν τα βράδυα στον καναπέ στο σαλόνι.
Εκεί είχε γίνει και ένα αξέχαστο αξιοπερίεργο επεισόδιο.
Ένα βράδυ κοιμόμουν του “καλού καιρού” στον καναπέ, θα ήμουν περίπου 19 χρονών και φοιτητής. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, είδα ένα πολύ έντονο όνειρο, σωστό εφιάλτη. Είδα πως ο σατανάς είχε -λέει- έρθει μέσα στο δωμάτιό μου και πως είχε μάλιστα μπει κάτω από το κρεββάτι μου μεταμορφωμένος σε μαύρη γάτα. Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Ηρέμησα στιγμιαία όταν κατάλαβα πως επρόκειτο απλά για όνειρο. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα όμως μέχρι που άκουσα ένα θόρυβο κάτω από το κρεββάτι-καναπέ. Μέναμε σε μια μικρή πολυκατοικία χωρίς ζώα στα διαμερίσματα και μάλιστα στον δεύτερο όροφο. Ακόμη μισοκοιμισμένος, σηκώνομαι και ανάβω τα φώτα. Γονατίζω και κοιτάζω κάτω από τον καναπέ-μπαούλο που δύσκολα έτσι κι αλλιώς χωρούσε κάτι κάτω από αυτόν. Βλέπω στο βάθος δύο πράσινα μάτια να με κοιτάζουν. Μου σηκώνεται η τρίχα σε όλο το σώμα, βάζω τις φωνές. Ξυπνάει κι έρχεται ο πάτερας μου αλαφιασμένος. “Βγάλε τον έξω” ουρλιάζω πανικόβλητος. Αργεί φυσικά να καταλάβει τι εννοώ και εγώ στα πρόθυρα υστερίας, ακόμη κάτω από την επήρρεια του ονείρου, δεν τολμώ καν να πλησιάσω. Με τα πολλά, κουνάμε τον καναπέ, εμφανίζεται ένας κατάμαυρος γάταρος εξίσου φοβισμένος και αγχωμένος. Φέρνουμε το σκουπόξυλο, τον σπρώχνουμε προς την εξώπορτα, την ανοίγουμε και τον στέλνουμε στο κλιμακοστάσιο από όπου μάλλον είχε ήδη εισχωρήσει κάποια στιγμή το πρωί όταν την βρήκε μισάνοιχτη. Παραμένει μυστήριο τίνος ήταν ο γάτος, από πού είχε έρθει και -το κυριώτερο- πώς με επισκέφθηκε στο όνειρό μου…
Εγώ πάντως είχα ήδη δρομολογήσει την προσωπική μου “επανάσταση” και από τα μέσα του 1977 είχα ξεκινήσει να μένω μόνος μου. Αν και φρόντισα να μην πάω πολύ μακρυά έτσι ώστε να απολαμβάνω τα οικογενειακά πλεονεκτήματα (σπιτικό φαϊ, μπουγάδα και άλλα κομφόρ) χωρίς όμως τον ασφυκτικό οικογενειακό έλεγχο της συγκατοίκησης.
1977-1981. Αθήνα, Ρόδου 43 (υπόγειο)
Ανέκαθεν πρέσβευα πως τα παιδιά πρέπει να φεύγουν σε μια νεαρή ηλικία από το προστατευτικό γονεϊκό περιβάλλον και να αυτονομούνται. Οικονομικά, συναισθηματικά, πρακτικά. Όπως ακριβώς γίνεται σε όλες τις πολιτισμένες δυτικές κοινωνίες όπου από 18 χρονών καλούνται να συνεισφέρουν στον οικογενειακό κορβανά, εφ’όσον εξακολουθούν να συγκατοικούν. Αν ήθελα λοιπόν να είμαι πιστός στις απόψεις μου, θα έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθώ σε πρώτη ευκαιρία. Όπερ και εγένετο το 1977 μόλις μου παρουσιάστηκε η δυνατότητα, χωρίς αυτό βέβαια να αποβεί σε βάρος της γενικώτερης μαθησιακής πορείας μου.
Ο πατέρας μου, συντηρητικών αρχών αν και όχι πάντα συνεπής σε αυτές, ήταν κάθετα αντίθετος στον απογαλακτισμό μου, όπως ήταν αντίθετος στο παρελθόν και στο να πάω να εργαστώ τα καλοκαίρια. Τώρα όμως ήμουν φοιτητής και ακαδημαϊκός πολίτης και έπρεπε να βρω μια εύσχημη δικαιολογία αποχωρισμού. Χρειαζόμουν, λοιπόν, τον χώρο μου για να μελετώ ανενόχλητος και κυρίως τις βραδυνές ώρες. Χωρίς να με ξυπνάει η μάνα μου πρωί-πρωί δήθεν για να σκουπίσει το δωμάτιό μου. Και φυσικά για να έχω την “φωλίτσα” μου με τον έρωτά μου.
Η κρατική υποτροφία μετά το πρώτο έτος σπουδών ήρθε “κουτί” στα σχέδιά μου. Βέβαια είχα να επιλέξω τι θα πρωτοκάνω με τις 17.000 δραχμές που εισέπραξα: θα αγοράσω στερεοφωνικό, θα πάω διακοπές στα ξαδέλφια μου που ζούσαν στις Σεϋχέλλες ή θα νοικιάσω έναν προσωπικό χώρο. Επικράτησε η ωφελιμιστική λογική κι έτσι βρήκα στο υπόγειο της ίδιας πολυκατοικίας το φθηνό και ακατοίκητο θυρωρείο. Ενα στούντιο στο βάθος του υπογείου, δίπλα στον καυστήρα, αλλά με μπαλκονόπορτα για πρόσβαση στον “ακάλυπτο” (κοινόχρηστο θεωρητικά) κήπο της πολυκατοικίας.
Το κόστος γνωστό και προσιτό, τα μειονεκτήματα τα ανακάλυψα αργότερα. Στο κηπάριο και στον φωταγωγό της κουζινίτσας προσγειωνόντουσαν όλα όσα η βαρύτητα έφερνε από τα πάνω διαμερίσματα, ενώ οι φτερωτές μεγάλες κατσαρίδες που ζούσαν στον υπόνομο και στον κήπο είχαν απαιτήσεις από τον χώρο μου. Είχε και κάτι γάτες που σχεδόν δεν έβγαιναν καθόλου από το υπόγειο διαμέρισμα της γριάς κυρίας Στέλλας με ό,τι αυτό συνεπάγεται από βρώμα αλλά αυτό ίσχυε έτσι κι αλλιώς για όλη την πολυκατοικία. Τα πλεονεκτήματα όμως υπερτερούσαν. Μπορούσα να ξυπνάω όποια ώρα ήθελα, να γυρίζω το βράδυ όποια ώρα με βόλευε, να δέχομαι όποιον και όποτε γούσταρα, να χρησιμοποιώ το ενσύρματο κόκκινο τηλέφωνο που συνδεόταν με το πατρικό διαμέρισμα, να τρώω σπιτικό φαϊ, να κάνει την μπουγάδα και το σιδέρωμα των ρούχων μου η μάνα μου. Ταυτόχρονα, δεν ήμουν μακριά από το γονεϊκό σπίτι κι έτσι οι αντιρρήσεις του πατέρα μου δεν άργησαν να καμφθούν.
Έκανα μόνος μου την ανακαίνιση της γκαρσονιέρας στα φανταχτερά έντονα χρώματα που ανέκαθεν μού άρεσαν (πλαστικά στους τοίχους, λαδομπογιές σε πόρτες και ντουλάπες). Εξασφάλισα τα επιπλάκια μου (μεταλλικό γραφείο, πολυθρόνα εργασίας, καρέκλα, βιβλιοθήκη, τραπεζάκια, ψυγείο και -πάνω από όλα- κρεββάτι με αναπαυτικό στρώμα), έβαλα φτηνο-μοκέττες κι εγκαταστάθηκα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Μάλιστα, από το κινηματογραφικό στούντιο ΑΤΑ στην γειτονιά βρήκα και μάζεψα πινακίδες, που είχαν χρησιμεύσει σε τιτλέζες ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών, οπότε είχα και μια πρωτότυπη και μοναδική διακόσμηση. Φτωχικό δεν έμοιαζε και σίγουρα το περιβάλλον δεν ήταν απεριποίητο. Αλλά δεν υπήρχαν και πολλές πολυτέλειες, παρά μόνο τα βασικά και απαραίτητα. Ούτε καν παροχή ζεστού νερού και για ζεστό μπάνιο έπρεπε να ανέβω στον 2ο όροφο. Καλύτερα όμως, οι άντρες χρειάζονται σκληραγώγηση με κρύο νερό. Ήταν όμως το προσωπικό μου βασίλειο, διακοσμημένο με το όποιο γούστο μου, χωρίς εξωτερικές παρεμβολές και εμένα μού έμοιαζε σωστό παλάτι. Άλλωστε, μόνον εγώ από όλους τους φίλους και συνομίληκους έμενα πλέον μόνος μου…
Εκτός από την Μάνια, άρχισαν να με επισκέπτονται οι φίλοι μου για ολονύχτιο τάβλι και χαβαλέ μέσα σε σύννεφα καπνού, είχα κάποια ενδιάμεσα “τυχερά” με τις συμφοιτήτριες, τρώγαμε σουβλάκια και πίτσες, αλλά ταυτόχρονα είχα και μια ολόδική μου βάση εκκίνησης για πολλές φοιτητικές δραστηριότητες και μελέτη. Μελέτη γιατί το νοίκι και τα έξοδα έτρεχαν, η υποτροφία και στα επόμενα χρόνια ήταν πλέον απαραίτητη ενώ έπρεπε και να τσοντάρω με βοηθητική εργασία στα βυτία του πατέρα μου τους χειμώνες. Ποτέ μου δεν μετάνοιωσα για την απόφασή μου αυτή και την θεωρώ ίσως από τις σημαντικότερες κινήσεις ανεξαρτητοποίησης που έκανα στην ζωή μου.
Ατυχώς οι χώροι του μικροσκοπικού διαμερίσματος (χωλάκι εισόδου, κουζινίτσα, λουτροκαμπινές και υπνοδωμάτιο) δεν μπορούσαν ούτε καν να χωρέσουν στο καρέ μιας φωτογραφίας. Έτσι αναγκαστικά τους έχω απαθανατίσει έμμεσα σε φωτογραφίες μαζί με πρόσωπα φίλων μου, όταν πια επέστρεψα από την Ουγγαρία με την ρώσσικη κάμερα ZENITH. Αρκούν όμως για να δείξουν μια εικόνα του πρώτου προσωπικού δικού μου χώρου. Από τότε, ακολούθησαν πάρα πολλοί.
Στην γκαρσονιέρα αυτή έμεινα 4 περίπου χρόνια μέχρι ουσιαστικά να τελειώσω τις σπουδές μου, το 1981. Ενδιαμέσως οι γονείς μου με την αδελφή μου αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα άλλο διαμέρισμα στην ευρύτερη γειτονιά λόγω του ότι το σπίτι που είχε φιλοξενήσει τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια θα άλλαζε ιδιοκτήτη.
Το βράδυ του μεγάλου σεισμού στην Αθήνα του 1981 μόλις είχα επιστρέψει από βραδυνή έξοδο και ίσα-ίσα έτρεξα και πρόλαβα το ασανσέρ για να ανέβω -έστω και αργά- στον φίλο μου Γιώργο στον 2ο όροφο. Kάποιος άγνωστος ήταν ήδη μέσα στην καμπίνα. Μόλις μπήκα μέσα κι εγώ και ξεκίνησε το ασανσέρ να ανεβαίνει, άρχισε το κακό. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία στον υπόκωφο βρυχηθμό και το έντονο σφύριγμα. Όταν όμως άρχισε να τραντάζεται ο θάλαμος, αγριεύτηκα με τον συνεπιβάτη μου που νόμιζα πως το προκαλούσε. Στα επόμενα κάμποσα άγρια δευτερόλεπτα που κράτησε ο σεισμός είχα όλο τον χρόνο να αρχίσω τις προσευχές. Κάποτε ηρέμησαν τα πράγματα, τα συρματόσκοινα δεν είχαν κοπεί, εμείς όμως είχαμε σταματήσει μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου. Και τώρα τι γίνεται; Να περιμένουμε εξωτερική βοήθεια μου φάνηκε πολύ ακραίο σενάριο. Και είχα τελικά απόλυτο δίκιο μιας και μια ολόκληρη πολιτεία 3 εκατομμυρίων κατοίκων σε πανικό περίμενε ακριβώς το ίδιο. Ευτυχώς το ασανσέρ της εποχής ήταν πολύ πρωτόγονο. Χωρίς εσωτερικές πόρτες, με μεγάλα τζάμια ασφαλείας στις πόρτες των ορόφων και -το κυριώτερο- με απλό μεταλλικό πλέγμα ανάμεσα στους ορόφους εκεί όπου δεν υπήρχε μπετόν. Άρα, φόβος ασφυξίας δεν υπήρχε.
Το μπλακ-άουτ σύντομα αποκαταστάθηκε, το ασανσέρ όμως δεν φαινόταν πρόθυμο να επανεκκινήσει, τουλάχιστον όχι με τα κουμπιά μέσα από τον θάλαμο. Αστραπιαία σκέψη: “κι αν ξεσπάσει κάποια πυρκαγιά”, όπως συνήθως γίνεται μετά τους σεισμούς; Αυτό ήταν, ελήφθη η απόφαση επιβίωσης. Με δυο-τρεις κλωτσιές, το μεταλλικό πλέγμα πάνω από την πόρτα υποχωρεί και είμαι έτοιμος να δραπετεύσω πηδώντας από ψηλά έξω στον διάδρομο του πρώτου ορόφου. Προς στιγμή, διστάζω. Και τι θα γίνει αν το ασανσέρ ξεκινήσει επειδή κάποιος το κάλεσε από άλλο όροφο την ώρα ακριβώς που εγώ προσπαθώ να περάσω μέσα από το άνοιγμα; Tόσα θρίλερ έχω δει με παρόμοιες αιματηρές σκηνές. Αποφασίζω να το ρισκάρω και βγαίνω σαν το χέλι, βοηθώντας (αφού πια ήμουν ασφαλής) και τον άγνωστο συνεπιβάτη να βγει από τον ίδιο δρόμο. Πολύ άγχος και αδρεναλίνη…
Βγαίνω από την πολυκατοικία, όλη η Αθήνα έξω στους δρόμους πανικόβλητη. Όσοι μπορούσαν είχαν μπει στα αυτοκίνητά τους προσπαθώντας να δραπετεύσουν μέχρι την επόμενη γωνία γιατί κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Περπατάω γύρω στα 10 λεπτά, βεβαιώνομαι πως η αδελφή μου που ήταν μόνη της στο σπίτι είναι εντάξει, μαθαίνουμε τηλεφωνικά πως και οι γονεις μας που ήταν σε νυχτερινή έξοδο δεν είχαν πρόβλημα και επιστρέφω στο υπόγειό μου. Όλος ο κόσμος στον δρόμο όπου θα περάσει την πρώτη νύχτα στις πλατείες και τα πάρκα.
Οι συγκινήσεις και η δράση όμως με είχαν εξαντλήσει. Εγώ θα πέσω για ύπνο στο κρεββατάκι μου αφού σωστά εκτίμησα πως όλες μαζι οι κολλημένες μεταξύ τους αντισεισμικές πολυκατοικίες αποτελούν μια πολύ σταθερή και συμπαγή μάζα. Οι σοβαροί μετασεισμοί κατά την διάρκεια τη νύχτας ίσα-ίσα που με ξύπνησαν για να γυρίσω πλευρό. Το επόμενο πρωί ήρθε η ώρα του απολογισμού. Ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί οικογενειακά και όλα μας τα σπίτια ανταποκρίθηκαν σωστά με ελάχιστες ζημιές. Τώρα πια ξέρουμε πως μπορεί η Αθήνα να μην θεωρείται σεισμογενής περιοχή, αυτό όμως δεν μας προστατεύει από τα γειτονικά τεκτονικά ρήγματα σε περίπτωση ισχυρού σεισμού (6,6 ρίχτερ ήταν αυτός), ακόμη κι αν το επίκεντρο απέχει κάμποσα χιλιόμετρα όπως οι Αλκυονίδες στον Κορινθιακό. Για όποιον ενδιαφέρεται, η όλη κατάσταση του σεισμού εκείνου περιγράφεται αναλυτικά και με βίντεο στην εκπομπή ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
Μέχρι την άνοιξη θα είχα αφήσει την γκαρσονιέρα γιατί πήρα το πτυχίο (με Άριστα, βέβαια) και ετοιμαζόμουν ήδη για να ξεκινήσω μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία. Άλλωστε είχαν τελειώσει και τα λεφτά για το νοίκι και τα άλλα έξοδα του σπιτιού.
1981-1982. Αθήνα, Ζαγορίων 6 (υπόγειο)
Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να γράψω γι αυτή την ενδιάμεση κατάσταση. Τελείωνα το πανεπιστήμιο, οπότε τέλος και οι υποτροφίες που μου πλήρωναν το νοίκι. Ερχόταν καλοκαίρι οπότε και η εποχιακή δουλειά μου σαν οδηγός ή βοηθός βυτίου στην διανομή πετρελαίου θέρμανσης έπαιρνε τέλος. Οι γονείς μου μετακόμιζαν αναγκαστικά σε ένα άλλο διαμέρισμα μερικούς δρόμους παρακάτω οπότε τα παράπλευρα ωφέλη (μπουγάδα, φαϊ, τηλέφωνο) σταματούσαν υπό των πραγμάτων. Ήμουν πάντα βέβαια ευπρόσδεκτος και μπορούσα να μετακομίσω κι εγώ μαζί τους αλλά, πρώτον, ούτε για μένα ούτε για τα έπιπλά μου υπήρχε χώρος και, δεύτερον και κυριώτερο, αδύνατη η συγκατοίκηση τώρα που είχα ξεμάθει.
Ευτυχώς δέχθηκε η θεία μου Ανδριανή να μου διαθέσει το ένα από τα δύο υπόγεια της μονοκατοικίας στα Θυμαράκια, αν και με προειδοποίησε πως -όπως είχαν μάθει στην Κατοχή που φιλοξενούσαν οικογένειες- τα υπόγεια έβγαζαν πολύ υγρασία από το έδαφος. Σιγά μην με σταματούσε αυτό. Από υπόγειο πολυκατοικίας σε υπόγειο μονοκατοικίας. Μια σαφής κοινωνική αναβάθμιση! Το ανακαίνισα όπως τώρα πια ήξερα από βαψίματα, μετέφερα τα λιγοστά επιπλάκια μου και εγκαταστάθηκα για νυκτερινούς ύπνους και άλλες ιδιωτικές συναντήσεις και “τυχερά”. Τουαλέττα-μπάνιο μπορεί να μην υπήρχε αλλά σε ώρα ανάγκης, μπορούσα να κάνω χρήση του κήπου ή του σπιτιού από πάνω προσπαθώντας να μην με πάρουν χαμπάρι οι ένοικοι (ο ηλικιωμένος παππούς μου και η θεία μου).
Πρωτόγονα πράγματα αλλά αν κρίνω και από άλλες παρόμοιες τακτοποιήσεις φίλων και γνωστών, μάλλον ήταν ο κανόνας για την εποχή εκείνη και την ηλικία μου. Για παράδειγμα, κάπου εκείνο τον καιρό, ο φίλος μου Χριστόφορος και ο συνονόματος ξαδελφός του είχαν νοικιάσει ένα (ο Θεός να το κάνει) διαμερισματάκι στα προσφυγικά της Λεωφ. Αλέξάνδρας απέναντι από το γήπεδο του ΠΑΟ. Αυτό κι αν ήταν εμπειρία! Πάντως δεν φάνηκε να ενοχλεί αυτή η “κατάσταση εκστρατευτικής ανάγκης” καμμία από τις επισκέπτριές μου. Ιδιαίτερα θυμάμαι κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1982 που με είχε επισκεφθεί η φίλη μου η Ιζαμπέλ από το Παρίσι (10 χρόνια μεγαλύτερη μου, με τρεις κόρες ήδη και πολύ καλοβαλμένη κοινωνική θέση). Δέχτηκε να μείνει στην “υπόγα” αντί για ξενοδοχείο για μια-δυό βραδυές πριν και μετά το αξέχαστο ταξίδι μας στην Σίφνο. Τουλάχιστον το υπόγειο με τα δύο δωμάτια δεν ήταν στενόχωρο, είχε μάλιστα και παράθυρο σε αυλή με θέα στον δρόμο!
Θα πρέπει όμως να πω πως εκείνον τον καιρό, το 1981, ετοιμαζόμουν για μεταπτυχιακές στην Αγγλία (όπως και έγινε από Σεπτέμβριο), ταξίδευα συνεχώς σε διάφορα νεολαιίστικα συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, υπήρχαν ατέλειωτες καλοκαιρινές διακοπές σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα και ταυτόχρονα επισκεπτόμουν την Μάνια που σπούδαζε στην Πάτρα. Γενικώς, αυτό που ήταν απαραίτητο ήταν ένας ιδιωτικός χώρος για ύπνο στα ενδιάμεσα διαστήματα και ένα μέρος για να αποθηκεύω τα πενιχρά υπάρχοντά μου όταν θα ήμουν στην Αγγλία. Ευκαιριακά περνούσε κι ο Χριστόφορος για καμμιά ολονυχτία τάβλι. Φωτογραφίες δεν έχουν διασωθεί και ίσως καλύτερα για να μην υπάρχουν μαρτυρίες και ντοκουμέντα μιας ψιλο-πρωτόγονης κατάστασης, που όμως εξυπηρέτησε στον καιρό της.
1981-1982. Αθήνα, Λ.Ιωνίας 75 (Γ’όρ.)
Πάντοτε αναρωτιόμουν πώς να ένοιωθαν όσοι έμεναν ακριβώς δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Το ανακάλυψα όταν αναζητήσαμε άρον-άρον διαμέρισμα για να μετακομίσουμε από εκεί που ήμασταν βολεμένοι για 17 χρόνια όταν πωλήθηκε. Βρήκαμε ένα ευήλιο και ευάερο στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας σχεδόν ακριβώς επάνω στον σταθμό του ΗΣΑΠ του Αγ. Νικολάου. Δεν λέω, βόλευε από θέμα συγκοινωνίας για κέντρο Αθήνας και Πειραιά, ήταν κοντά και στο “μαγαζί” μας, αλλά η φασαρία και οι δονήσεις από τα τραίνα δύσκολα να τα συνηθίσεις. Το πρόβλημα μεγαλύτερο το καλοκαίρι με τα ανοιχτά παράθυρα. Κλιματιστικά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν γιατί απλά δεν χρειάζονταν. Οι δικοί μου συνήθισαν τον θόρυβο γρήγορα, εγώ δεν έμενα και πολύ τακτικά εκεί.
Δωμάτιο δικό μου δεν είχα εκεί, αν και πολλές φορές κοιμόμουν στον καναπέ όταν βόλευε ή όταν περνούσα για φαϊ και μπουγάδα. Άλλωστε τα δυό χρόνια που μείναμε στο διαμέρισμα αυτό, τον περισσότερο χρόνο έλειπα για σπουδές, σε συνέδρια ή σε άλλα ταξίδια για ολόκληρες εβδομάδες. Ο τεράστιος αλλά καλόβολος σκύλος μας, η Μάγκυ, επίσης διανυκτέρευε μαζί μας, ενώ την ημέρα της την περνούσε στο “μαγαζί” λίγα στενά πιο κάτω.
Όπως και στην οδό Ρόδου το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό για συγγενείς και φίλους σε γιορτές και κάθε άλλη ευκαιρία. Απλώς τώρα οι συναντήσεις ήσαν πιο οργανωμένες γιατί είχαμε χάσει την αμεσότητα των σχέσεων με τους γείτονες στην ίδια πολυκατοικία.
Ήδη προτού μετακομίσουμε εκεί, από την αρχή ακόμη, πίεζα τους γονείς μου να πάρουμε την προφανή απόφαση που ήταν και η πιο λογική. Διότι ήταν τελείως παράλογο να υπάρχει μια τελείως άδεια και κλειστή οικογενειακή έπαυλις στο Χαλάνδρι κι εμείς να ζοριζόμαστε στο 3άρι πάνω στις γραμμές του τραίνου. Άλλωστε ο παππούς μου ο “Σβίγγος” είχε πλέον γεράσει πολύ και όχι μόνο δεν μπορούσε πια να πάει εκεί αλλά φαινόταν πως μέτραγε και μέρες. Θες από περηφάνεια, θες διότι είχαν μάθει την ζωή στην γειτονιά και δεν θα βόλευαν οι αποστάσεις, πάντως δίσταζαν να το αποφασίσουν.
Η Μάγκυ όμως ζευγάρωσε, γέννησε ένα μόνο κουτάβι που αποφασίσαμε να το κρατήσουμε και έτσι με έναν ακόμη μολοσσό στο σπίτι, την Μπονέρ, η κατάσταση πλησίασε στο αδιαχώρητο. Θα επέστρεφα κι εγώ από την Αγγλία, οπότε “ο κύβος ερίφθη”. Θα πηγαίναμε επιτέλους στο μεγάλο σπίτι στο Χαλάνδρι με τον κήπο, τις βεράντες και τα αρκετά δωμάτια. Συμφώνησε και η θεία μου η Ανδριανή και … ξεκουβαληθήκαμε χωρίς πολλά-πολλά και προτού ακόμη καν επιμεληθούμε και ανακαινίσουμε το σπίτι για να μείνουμε. Αυτά θα γινόντουσαν όσο μέναμε εκεί.
1982-1986. Χαλάνδρι, Διονύσου 28
Συντομα … με περιεχόμενο
1986-1990. Αθήνα, Πιπίνου 22 (Α’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
1990-1999. Αθήνα, Πιπίνου 25 (Α’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
1999-2006. Αθήνα, Πιπίνου 22 (Ε’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
1992-1995. Αμστερνταμ, Middenweg 231 (Γ’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
1995-σήμερα. Αμστερνταμ, Amperestraat 3B
Συντομα … με περιεχόμενο
1997-2003. Βαρσοβία, Nowogrodzka 42 (Γ’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
2003-2020. Βαρσοβία, Solinska 19D
Συντομα … με περιεχόμενο
2005-2015. Βελιγράδι, Blvd AVNOJA 6A (Γ’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
2007-2016. Βούλα, Λ. Καραμανλή 37 (Α’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
2016-σήμερα. Πειραιάς, Λ. Ζαννή 52 (Α’όρ.)
Συντομα … με περιεχόμενο
2020-σήμερα. Σίφνος, Φάρος Villa Sviggos.
Συντομα … με περιεχόμενο