Pets
Εκκρεμεί προσθήκη περιεχομένου (κείμενα, φωτο, έγγραφα).
Τα Ζώα της Ζωής μου.
Ανέκαθεν στην οικογένεια είμασταν όλοι φιλόζωοι. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγώτερο. Εγώ μάλλον ήμουν από τους δεύτερους, τουλάχιστον σε συγκριτικά μεγέθη. Σε όλη μου την ζωή υπήρχε κάποιο κατοικίδιο να μας συντροφεύει. Αυτά συνέβαιναν τις εποχές που ελάχιστοι είχαν ζώα συντροφιάς, είτε γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα έξοδα και τις ευθύνες, είτε διότι δεν ήθελαν να τους θυμίζουν τις ρίζες τους από τα βλαχοχώρια τους. Πάντοτε όμως τα ζώα είχαν την θέση τους και αντίστοιχα γνωρίζαμε κι εμείς τις διαφορές και τους κινδύνους. Άλλωστε δεν ήσαν πάντοτε διαδεδομένοι οι εμβολιασμοί και καραδοκούσαν ο εχινόκκοκος, η λύσσα και άλλα θέματα υγιεινής.
Βέβαια η έννοια της φιλοζωίας την εποχή εκείνη ήταν πιο εκλογικευμένη από την υστερική κατάσταση που βιώνουμε στις μέρες μας. Για παράδειγμα, τόσο ο πατέρας μου όσο και ο παππούς κυνηγούσαν από τα νειάτα τους χωρίς αυτό να τους εμποδίζει να έχουν σχεδόν πάντοτε στο σπίτι οικόσιτα κατοικίδια συντροφιάς. Δηλαδή διάφορες γάτες αλλά και σκυλιά, κατά καιρούς, με το αντίστοιχο κόστος, υποχρεώσεις, περιποίηση και δεσμεύσεις που αυτά συνεπάγονται. Έτσι εξοικειώθηκα κι εγώ με τα ζωντανά από μικρό παιδί παρ’ όλο που ζούσαμε στην πόλη και έμαθα να τα φροντίζω και να τα σέβομαι χωρίς περιττές υπερβολές.
Την άνοιξη όταν ο καιρός ήταν καλός, ο παππούς μου με έπαιρνε σε ηλικία 6-7 ετών μαζι του και πηγαίναμε ημερήσια επίσκεψη στην έπαυλή του στο Χαλάνδρι. Λεωφορείο μέχρι το τέρμα στην οδό Χαλκοκονδύλη στα Χαυτεία και από εκεί δεύτερο λεωφορείο από την αφετηρία στην Πλατεία Κάνιγγος. Εννοείται πως θα περιμέναμε όσο χρειαζόταν για να μπορέσω να την βρω άδεια και να θρονιαστώ στην βοηθητική θέση του εισπράκτορα μπροστά-μπροστά δίπλα στον οδηγό. Κι αν δεν υπήρχε τέτοια θέση, τότε θα καθόμουν πάνω στο ζεστό καπώ της μηχανής στο εσωτερικό του λεωφορείου.
Πριν επιβιβαστούμε είχαμε προηγουμένως ψωνίσει ένα μικροσκοπικό κομμάτι κασέρι για προσφάγι στον τούρκικο (έτσι τον λέγαμε ακόμη) καφέ που θα έφτιαχνε ο παππούς μου όταν θα φθάναμε και μια λαδόκολλα με μικρά ψαράκια. Αυτά προορίζονταν για τις αδέσποτες γάτες και γατάκια της γειτονιάς που φιλοξενούσαμε στον κήπο της έπαυλης. Είπαμε, φιλόζωοι. Όχι όμως και χωρίς όρους. Όταν φθάναμε, ανυπομονούσα να τελειώνουμε με το ψήσιμο του καφέ για να ξεκινήσει το πανηγύρι.
Θα βγαίναμε στον κήπο, θα γεμίζαμε τον σιδερένιο κουβά με νερό, θα ανοίγαμε την λαδόκολλα με τα ψάρια και θα την βάζαμε σύριζα με τον τοίχο του σπιτιού για να φιλέψουμε τις γάτες που σύντομα θα ερχόντουσαν ακολουθώντας την μυρωδιά. Εμείς θα ανεβαίναμε στον πάνω όροφο, θα ανοίγαμε το παράθυρο του δωματίου του παππού μου και … θα περιμέναμε σιωπηλοί. Καραούλι! Θα ζητούσα επιτακτικά από τον παππού μου να με σηκώσει στο περβάζι έτσι ώστε να βλέπω την λαδόκολλα με το δόλωμα ακριβώς από κάτω. Αλλά και τις γάτες που δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν. Και όταν πια οι γάτες άρχιζαν το τσιμπούσι, εμείς θα αδειάζαμε τον κουβά με το νερό επάνω τους διασκεδάζοντας με τον πανικό και το φευγιό τους γελώντας ασταμάτητα. Ε, κι αν μαζί με το νερό έπεφτε και ο σιδερένιος κουβάς, ακόμη καλύτερα, με τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε όταν έσκαζε στο χώμα από τα 15 μέτρα ύψος. Είπαμε, φιλόζωοι… Και να δεις που δεν το έβαζαν κάτω οι γάτες. Θα επέστρεφαν μετά από λίγο αφού εμείς είχαμε ξαναστήσει το “δόκανο”…
Με την πάροδο του χρόνου, τα θέματα υγιεινής έγιναν (εν πολλοίς) αντιμετωπίσιμα, το οικονομικό επίπεδο βελτιώθηκε και -όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτή την υστερική χώρα- φθάσαμε στο ακριβώς αντίθετο άκρο όπου τα ζωά συντροφιάς έχουν κάνει κατάληψη της καθημερινότητας και αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα από τους ανθρώπους. Άλλωστε πλέον η κατοχή ενός ζώου συντροφιάς είναι και κοινωνικό στάτους ή η εναλλακτική στην απόκτηση κάποιων απογόνων που ποτέ δεν ήρθαν αφού “χάθηκε το τραίνο” λόγω διαφορετικών προτεραιοτήτων.
Τώρα βέβαια τι είδους “κοινωνικό στάτους” είναι αυτό το να σκύβεις και να μαζεύεις σκατά από τον δρόμο ή να σε βρίζουν σκαιώς όταν σε βλέπουν να τα παρατάς, δεν το έχω αντιληφθεί επακριβώς… Ίσως βέβαια αυτό να δικαιολογεί και την δημοφιλή έκφραση “γεμίσαμε σκατάδες“. Σε βαθμό που να μην αποτελεί πλέον απλώς έναν “τρόπο του λέγειν”. Μάλλον κάτι παραπάνω από εμένα θα ξέρουν αυτοί οι συμπολίτες μου. Αλλά και αυτοί με τις νεοταξικές αντιλήψεις που επιβάλλουν δυσβάστακτα πρόστιμα και κακουργηματικές ποινές για την κακομεταχείριση των ζώων αλλά αφήνουν ουσιαστικά στο απυρόβλητο της ατιμωρησίας τα αντίστοιχα εγκλήματα κατά των ανθρώπων. Ελλάδα, η χώρα του ανάποδου… Μπορεί πάλι να μην είναι παρά μια έκφραση της ανάμνησης από το χωριατόσπιτο που εξελίχτηκε μέσα σε μια γενιά στην μοδάτη αστυφιλία του ρετιρέ. Εννοείται βέβαια πως τα άμοιρα ζώα δεν έχουν αποκτήσει συνείδηση των “δικαιωμάτων” τους και πως η ευθύνη της κατάστασής τους πηγάζει από και απλά αντανακλά τον συβαριτισμό της ελληνικής κοινωνίας των πόλεων.
Και αφού πιάσαμε τα κοινωνιολογικά δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε αμελητέα παράμετρο το υποδόρειο δικαίωμα “άσκησης εξουσίας” που ένα ζώο συντροφιάς προσφέρει εν αγνοία του στον ευτυχή κομπλεξικό κάτοχό του. Διότι, εκτός από την εξάρτηση, το πτωχό κατοικίδιο δεν έχει άλλη επιλογή από το να είναι υπάκουο και να συμβαδίζει με τα χούγια του ιδιοκτήτη του. Ενώ αυτός βρίσκει ευκαιρία να εκδηλώσει αδιαμαρτύρητα τα μύχια κοινωνικά κόμπλεξ του, που σε άλλη περίπτωση θα έτρωγαν “πόρτα” και απόρριψη.
Την εποχή που γεννήθηκα, στο πατρικό σπίτι του παππού μου στα Θυμαράκια υπήρχε μια ασπριδερή σκύλα αγνώστου ράτσας (κάτι σαν γκέκας) που την λέγανε “Ήρα“. Τα καλοκαίρια τούς ακολουθούσε στην έπαυλη στο Χαλάνδρι, όπου κι εγώ την γνώρισα και θυμάμαι να την καβαλούσα παίζοντας αφού την είχα βρει καλόβολη. Παράλληλα, ο κήπος της μονοκατοικίας στα Θυμαράκια φιλοξενούσε πάντοτε πολλές και διάφορες γάτες, που τις περιποιόταν η θεία μου η Ανδριανή. Στην άκρη μιας φωτογραφίας της από το Χαλάνδρι διασώζεται ίσως και η μόνη εικόνα της Ήρας που έχω βρεί.
Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή, στο πατρικό σπίτι της γιαγιάς μου στον Πειραιά, υπήρχε ο Μέϊτζορ. Στην πρώτη περίοδο της ζωής του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, ο Μέϊτζορ ασχολιόταν με τα πρόβατα, κάτι σαν την δημοφιλή Λάσσυ, προτού χωθεί στο σπιτικό και υιοθετηθεί από την οικογένεια Μαρωνίτη. Από εκεί μετακόμισε στον Πειραιά μέσω Λονδίνου μαζί με την γιαγιά μου, χήρα πλέον, και τις δυό κόρες της στις αρχές του 1953. Εννοείται πως ήταν ένας τόσο καλόβολος σπιτικός σκύλος με αρχές και καλούς τρόπους που ανεχόταν όλα μου τα πειράγματα.
Όσο εμείς μέναμε στο διαμέρισμα του 2ου ορόφου στην οδό Ρόδου 43 δεν υπήρχε χώρος αλλά και χρόνος για την περιποίηση ζώων συντροφιάς. Με εξαίρεση μια καρδερίνα που τα βράδυα κοιμόταν έξω από το κλουβί της πάνω σε ένα παιδικό τύμπανο στο πάνω μέρος της ντουλάπας, παρέα με τον Πέτροβιτς, τον παιδικό κούκλο της μητέρας μου. Υπήρχε βέβαια κι ο “κούκος” στο κρεμαστό ρολόϊ αλλά αυτόν δεν μπορούμε να τον υπολογίσουμε. Κάποια εποχή στην παρέα προστέθηκε κι ένα μελωδικό καναρίνι, ο Φιρφιρής (όπως όλοι ονομάζανε τα καναρίνια τότε) αλλά αυτό απλά διπλασίασε την φροντίδα της μητέρας μου και τις ανάγκες μετακόμισης στις καλοκαιρινές διακοπές. Νομίζω πως είτε μεταξύ τους, είτε με την προσθήκη και ενός θηλυκού καναρινιού αποκτήσαμε και αυγά που έγιναν καναρινάκια αν και δεν επιβίωσαν για πολύ.
Εγώ όμως δεν το έβαζα κάτω. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, όταν γύρναγα από τις διακοπές που είχα περάσει με τον παππού μου στην Σίφνο, έφερνα κι ένα θηλυκό γατάκι. Το είχα κουβαλήσει μέ το πλοίο μέσα σε μια χαρτοκούτα κι αφού είχα περάσει τα πάνδεινα κατά την διάρκεια του μακριού ταξιδιού ψάχνοντας να βρω σε όλο το καράβι το γατάκι που δραπέτευε από τις τρύπες εξαερισμού ή το άνοιγμα του κουτιού. Κι ας άνοιγα κάθε χρονιά και μικρότερες τρύπες ή ας έκλεινα το άνοιγμα πιο ερμητικά με σπάγγο. Είχα βέβαια να αντιμετωπίσω και την αντίδραση της μητέρας μου αλλά πάντοτε το ξεπερνούσα. Μόλις έφθανε το γατάκι στο σπίτι, μπάνιο με απορρυπαντικό στον νιπτήρα ή την μπανιέρα, ψέκασμα με το σκορωκτόνο “φλιτ” και όταν πια επιβίωνε από την απολύμανση, μπορούσε να βρει τον χώρο του μαζί μας και την τουαλέττα του στο μπαλκόνι. Βέβαια, μόλις μεγάλωνε λίγο, άρχιζε τα τσιλιμπουρδίσματα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, έβρισκε τον δρόμο προς τις άλλες αλήτρες γάτες της γειτονιάς, γύριζε τραυματισμένο ή άρρωστο μια που ήταν ανεμβολίαστο και σε λίγο μάς αποχαιρετούσε δια παντός. Το πρώτο χαριτωμένο γατάκι ονομάστηκε “Φιφή“. Το ίδιο όνομα πήρε και η διάδοχός του Φιφή Νο2 την επόμενη χρονιά και ο Φίφης Νο3 την μεθεπόμενη. Μετά από όλα αυτά συνειδητοποίησα το μάταιον του εγχειρήματος και σταμάτησα τις εισαγωγές.
Αγόρασα όμως χαμστεράκια που τα έβαλα στο μπαλκόνι, αφού ανέλαβα υπευθύνως την φροντίδα τους με δεδομένο ότι η μητέρα μου γενικώς συχαίνεται τα τρωκτικά. Δεν είχα υπολογίσει βέβαια τα μεθεόρτια. Τα χαμστεράκια σύντομα πολλαπλασιάστηκαν, μαζί και οι ανάγκες τους σε διατροφή και καθάρισμα. Επιπλέον, ως ζώα της νύκτας, ήσαν ιδιαίτερα ενεργά μόλις έπεφτε το σκοτάδι και ο περιστρεφόμενος μεταλλικός τροχός στο κλουβί τους δεν αρκούσε για να τα ηρεμήσει παρ’ όλη την ακατάπαυστη ολονύχτια φασαρία του. Μόλις ήρθε και το καλοκαίρι με τα ανοιχτά παράθυρα, άρχισαν και τα παράπονα από τους γείτονες, οπότε σύντομα έλαβαν την άγουσα ως δώρο σε κάποιον άλλον φιλόξενο συμμαθητή. Ανακούφιση! Και τέρμα με τα οικόσιτα ζώα για κάμποσο χρονικό διάστημα.
Έτσι λοιπόν ήταν έκπληξη πρώτου βαθμού όταν βρήκα να με περιμένει στον Σταθμό Λαρίσης του Ο.Σ.Ε. ένα πανέμορφο μαύρο κουτάβι επιστρέφοντας από την εκπαιδευτική μου άσκηση στην Ουγγαρία τον Αύγουστο του 1978.