Search
Generic filters
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in excerpt
Filter by Custom Post Type
post
page
Downloads

Γεννήθηκα ένα Σάββατο, στις 10 Μαϊου του σωτηρίου έτους 1958, φυσικά με το τρέχον “νέο” Γρηγοριανό Ημερολόγιο. Στο Μαιευτήριο “Αλεξάνδρα” στο κέντρο της Αθήνας. Γυναικολόγος-μαιευτήρας ο ευτραφής και ροδαλός κ. Εμμανουήλ, που για πολλά χρόνια αργότερα ήταν συνυφασμένος ενδο-οικογενειακά με το πολυ-συνταγογραφημένο σκεύασμα Furadantin για κάθε γυναικολογική κυστίτιδα.

Όλα ξεκίνησαν κατά τις 19:25 πάνω που σκοτείνιαζε, επίσημα είχαν τελειώσει στις 21:30, ώρα γέννησης, σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη. Τότε δεν υπήρχε ακόμη η Θερινή Ώρα. Γεωσυντεταγμένες του γενεθλίου τόπου: 37°58′48″N – 23°45′19″E.

Ο ζωδιακός ηλιακός μου χάρτης κατά την στιγμή της γέννησής μου με τοποθετεί στο Ζώδιο του Ταύρου με ωροσκόπο Σκορπιό. Δύσκολος συνδυασμός δύο διαμετρικά αντιθέτων οίκων, ο ένας με χαρακτηριστικό την κοινωνικότητα, ο άλλος με χαρακτηριστικό την ενδοσκόπηση και τον αναχωρητισμό. Ίσως γι αυτό στη ζωή μου αντιλαμβάνομαι μεν αλλά δυσκολεύομαι να αποδεχθώ τις ενδιάμεσες γκρίζες αποχρώσεις και όλα τα θεωρώ άσπρο ή μαύρο. Θεωρητικά (για όποιον τα πιστεύει αυτά) τα άτομα με τέτοια ζωδιακά χαρακτηριστικά έχουν και τις κατωτέρω προδιαθέσεις χαρακτήρα. Υιοθετώ όσα φυσικά με βολεύουν. Αλλά να μην το “δένουμε” κιόλας πως πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα…

Ταύρος στο ζώδιο σημαίνει σοβαρός, λιγομίλητος, αργοκίνητος αλλά ευχάριστος και πολύ γοητευτικός. Είναι συνήθως πολύ αρρενωπός εμφανισιακά και σωματώδης και με πολύ εκφραστικό πρόσωπο. Προτιμά την ηρεμία και την σταθερότητα στην ζωή του, γεγονός που ορισμένες φορές τον καθιστά λίγο βαρετό ή και προβλέψιμο! Το βέβαιο είναι ότι με έναν άντρα Ταύρο ξέρεις που πατάς, που βρίσκεσαι και νιώθεις ασφάλεια στο πλευρό του! Ο αισθησιασμός που εκπέμπει δεν σβήνει το ενδιαφέρον των γυναικών για εκείνον. Δεν του αρέσουν οι ερωτικές περιπέτειες της μίας βραδιάς, αλλά προτιμά τις μακροχρόνιες ουσιαστικές σχέσεις. Στις σχέσεις του είναι πεισματάρης, απαιτητικός  και … «αγύριστο κεφάλι» ! Είναι  όμως πιστός αρκεί να αισθάνεται ερωτικά επιθυμητός. Ένας άντρας Ταύρος φαίνεται ήσυχος και πράος, να θυμάσαι όμως ότι ακόμα και τα φαινόμενα κάποιες στιγμές απατούν! Όταν το ποτήρι ξεχειλίσει ο άντρας αυτός γίνεται σαν Ταύρος σε υαλοπωλείο και μετά εξαφανίζεται! Η γυναίκα που θα τον συντροφεύσει πρέπει να είναι μυστηριώδης, να του εμπνέει εμπιστοσύνη, να μαγειρεύει καλά, να είναι σοβαρή αλλά όχι σοβαροφανής και να αγαπάει το συχνό σεξ. Έλκεται από γυναίκες με θηλυκό προσεγμένο ντύσιμο και αρμονικές καμπύλες.

Σκορπιός στον ωροσκόπο φανερώνει ότι είναι ένα άτομο δυναμικό, υπομονετικό και έντονα συναισθηματικό. Διαθέτει ανεπτυγμένη διαίσθηση και μεγάλο μαγνητισμό. Έχει πλούσια φαντασία και του αρέσει ό,τι έχει να κάνει με μυστήριο, μεταφυσική και πνευματικότητα. Διακρίνεται για τις μεγάλες αντοχές του, την αποφασιστικότητα και την επιμονή του. Στις ερωτικές του σχέσεις λειτουργεί με πάθος, είναι πιστός και τα συναισθήματα του είναι δυνατά και με διάρκεια. Καταφέρνει να διατηρεί έντονη την ερωτική φλόγα ακόμα και στις μακρόχρονες σχέσεις του και είναι ιδιαίτερα σεξουαλικός. Στον οικονομικό τομέα καταφέρνει να διαχειρίζεται με αποδοτικότητα τα χρήματα του, ενώ η φιλευσπλαχνία του και ο γενναιόδωρος χαρακτήρας του τον οδηγεί πολλές φορές στις φιλανθρωπίες. Τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του είναι η καχυποψία του, η τάση του για ζήλια και ότι δεν συγχωρεί εύκολα ανθρώπους που τον έχουν πειράξει. Όταν τα συναισθήματά του πληγωθούν, κλείνεται στον εαυτό του και θέλει να πάρει την εκδίκησή του.

Τον γενέθλιο αστρολογικό χάρτη τον επεξεργάστηκε η αδελφή μου Ζαχαρούλα-Πηνελόπη που έχει εντρυφήσει στις αστρολογικές μελέτες. Προσωπικά διατηρώ σοβαρές ενστάσεις και αμφιβολίες για την δυνατότητα αστρολογικής πρόβλεψης -έστω και σε επίπεδο τάσεων. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε (για μια αφελή περίοδο της ζωής μου, οπότε έψαχνα απαντήσεις από το πεπρωμένο), να διαβάζω τις ετήσιες προβλέψεις του Λεφάκη (από όπου και τα πιο πάνω χαρακτηρολογικά κείμενα-κονσέρβα). Αυτό όμως το έκανα κατόπιν εορτής, δηλαδή διάβαζα τις προβλέψεις της προηγούμενης χρονιάς εν είδει απολογισμού κρατώντας κριτικές σημειώσεις. Εξαιρώντας τις γενικότητες, ομολογώ πως περιέργως η ακρίβεια των προβλέψεων ξεπερνούσε τον επιστημονικό σκεπτικισμό μου.

Σαββατογεννημένος πρωτότοκος.

Η λαϊκή παράδοση πιστεύει στην πρόληψη ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν το Σάββατο έχουν την ιδιότητα οι ευχές ή οι κατάρες τους να «πιάνουν» περισσότερο από των άλλων. Ο λαός πιστεύει επιπλέον πως όσοι γεννιούνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, βλέπουν δηλαδή φαντάσματα και στοιχειά, τα οποία όμως ποτέ δεν τους πειράζουν. Ας το αφήσω ασχολίαστο ή μάλλον ας αφήσω να το σχολιάσουν αυτοί που με γνώρισαν λίγο καλύτερα. Μια κάποια βάση πάντως φαίνεται να έχει αυτή η πρόληψη και στην περίπτωσή μου.

Εκτιμώ πως σε γενικό άθροισμα όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά μου βρίσκονται κοντά ή πάνω από τον μέσο όρο -όπως και στα διανοητικά, πνευματικά, συμπεριφορικά ή επίκτητα. Αλλά επειδή ακριβώς η έμφαση βρίσκεται στον πολλαπλασιαστή που είναι η λέξη “όλα” και χωρίς ακραίες διακυμάνσεις, το συνολικό πακέττο φυσικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων μου τοποθετείται στατιστικά σαφώς σε δεκατημόριο άνω του μετρίου. Μια αυθαίρετη και υποκειμενική ιεράρχηση με τάση υποβάθμισης θα ήταν κοντά στο top20 σε κλίμακα 100, αν και αυτό συναρτάται άμεσα από το συγκριτικά μεγέθη αναφοράς σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και εξελικτικό χρόνο. Αντίστοιχη βέβαια ήταν πάντοτε και η κοινωνική μου τοποθέτηση στις παρυφές του συστήματος. Κυρίως στον τομέα των απόψεων, αφού πάντοτε και σε όλα τα θέματα -για έναν περίεργο λόγο- οι απόψεις μου ανήκαν στην καλύτερη περίπτωση στην “βιασμένη μειοψηφία”, όταν δεν θεωρούντο περισσότερο ακραίες. Με κατανόηση και ανεκτικότητα όμως για την αντίθετη περιθωριακή άποψη λόγω ηυξημένης ενσυναίσθησης εκ χαρακτήρος.

Η μάνα μου αλλιώς το είχε φανταστεί και όταν με πρωτο-αντίκρυσε, έκλαιγε με την ασκήμια του πρώτου της παιδιού. Η γιαγιά της (η Κονάδαινα) την παρηγόρησε με την νησιώτικη θυμοσοφία των Συριανών καπεταναίων: “Μην στενοχωριέσαι! Αυτουνού η ομορφιά θα είναι στα απαυτά του“. Αλλωστε “είχα” να μοιάσω μέσα στην οικογένεια από θέμα κληρονομικότητας.

Όταν ήρθε η ώρα να μάθω γραφή, όλοι με πίεζαν να χρησιμοποιώ το δεξί μου χέρι. Ήταν όμως προφανές πως θα κατέληγα αριστερόχειρας. Μπορεί σήμερα να ακούγεται περίεργο αλλά, την εποχή εκείνη, οι αριστερόχειρες κοινωνικά δεν ήσαν αποδεκτοί και έπρεπε να καταπιεσθούν από μικρή ηλικία. Τελικά η μητέρα μου συμβουλεύτηκε παιδοψυχολόγο (προχωρημένα πράγματα) που της εξήγησε αυτό που αργότερα η επιστήμη έχει πλέον τεκμηριώσει. Πως δηλαδή η τάση για αριστεροχειρία οφείλεται σε διαφορετική ανάπτυξη του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου και πως μια καταπίεση της φυσικής αυτής εξέλιξης μπορεί να έχει δυσάρεστα επακόλουθα. Έτσι με άφησαν στην ησυχία μου να ακολουθήσω την κλίση μου.

Εκτός από τον παππού μου, που ως συνταξιούχος τραπεζικός της Τραπέζης της Ελλάδος το έφερε βαρέως. Το αποτέλεσμα ήταν να έχω πρόσθετο κίνητρο να συναντιώμαστε τακτικότερα και τούτο διότι κάθε φορά που τον επισκεπτόμουνα ξεκίναγε το πρόγραμμα δωροδοκίας. Για κάθε τετράστιχο που θα αντέγραφα με το δεξί χέρι από τα ποιήματα που υπήρχαν τότε τυπωμένα πίσω από τα καθημερινά φύλλα των ημερολογίων τοίχου, θα έπαιρνα ένα πενηνταράκι της δραχμής. Ο παππούς φρόντιζε να παίρνει την σύνταξή του σε μασουράκια με ακυκλοφόρητα νομίσματα (φυσέκια, τα λέγανε κι έχω μερικά ακόμη) κατ’ευθείαν από το Νομισματοκοπείο και το ημερολόγιο είχε πολλά φύλλα με ποιήματα που με περίμεναν. Έτσι ίσως εξηγείται μια σχετική δυσανεξία στην ποίηση που ανέπτυξα και που μόνο μετά τα πενήντα μου ξεπέρασα.

Ποτέ όμως δεν κατάφερα να γράψω με το δεξί χέρι έστω και μερικές γραμμές σε αποδεκτή καταληπτή εμφάνιση. Αντίθετα, ο γραφικός μου χαρακτήρας με το αριστερό ήταν υπόδειγμα καλλιγραφίας και μικρογραφίας, όπως αποδεικνύουν τα “σκονάκια” σχολικής αντιγραφής που διέσωσα.

Δύο παρεπόμενες σημειώσεις στο θέμα. Μπορεί να μην μπορώ να γράψω απολύτως τίποτα με το δεξί, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν το χρησιμοποιώ στην καθημερινή μου ζωή τουλάχιστον ισοδύναμα με το αριστερό. Για παράδειγμα, τρώγω μόνο με το δεξί, μαχαίρι με το αριστερό, οι ενστικτώδεις κινήσεις μου είναι με το δεξί, κουβαλώ βάρη με το δεξί, κόβω με το ψαλίδι με το αριστερό, κλωτσάω την μπάλλα με το δεξί (αν και άτσαλα). Καταλήγω λοιπόν πως σε θέματα δημιουργικά, το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου προκρίνει την φαντασία και την εικονοποίηση ενώ στα υπόλοιπα πρακτικά θέματα καθημερινότητας αναδύεται υποβοηθητικά το δεξί αναλυτικό ημισφαίριο. Συμπέρασμα συμβατό με μιαν αμφιδεξιότητα όπου έχει σαφές επιλεκτικό προβάδισμα η αριστεροχειρία. Ιδιαίτερα για κάποιον σαν εμένα που σίγουρα απομνημονεύει ευκολώτερα εικόνες και οπτικά ερεθίσματα (“οπτικός” τύπος, όπως άλλωστε πολλοί άνδρες) αλλά και που -σε τελική ανάλυση- ασχολήθηκα σε ολόκληρη την μετέπειτα επαγγελματική ζωή μου με την εικονοποίηση.

Από την άλλη, αν ο προσωπικός γραφικός χαρακτήρας αντανακλά τις εγκεφαλικές λειτουργίες της προσωπικότητας κάθε ατόμου σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιστημονικής γραφολογίας, τότε τα διάφορα γραφολογικά τεστ σίγουρα έχουν βάσιμη λογική (αρκεί να είναι σωστά και επιστημονικά στημένα). Δοκίμασα ένα φτηνιάρικο “του κουτιού” και στα αγγλικά το 1984 στην Σουηδία. Τότε που η μηχανοργάνωση ήταν ακόμη στα σπάργανα και εμείς διψούσαμε να εμπιστευτούμε την αυτοματοποίηση.

Αν και τα συμπεράσματα είναι χοντρά ομαδοποιημένα, εν τούτοις περιέργως δεν βρίσκω στα αποτελέσματα κάποιο χαρακτηριστικό που να μην περιλαμβάνεται στην άποψη που έχω για τις καλές πλευρές του χαρακτήρα μου.

Brave, Self-confident, Wants to be superior, Great charm, Power of action, Indomitable will, Curious, Love of enjoyment.

Από μουσική δυστυχώς δεν τα κατάφερα, όχι και πως προσπάθησα ιδιαίτερα. Όλοι οι γύρω μου θεώρησαν κρίμα πως δεν εκμεταλλεύτηκα το φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα των μακριών και λεπτών δακτύλων ενός “πιανίστα” αλλά λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Μάλλον η αριστεροχειρία μου, σίγουρα η τεμπελιά μου δεν βοήθησαν. Προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα μου που στα νειάτα του έπαιζε καλή κιθάρα και που μου αγόρασε μέχρι και ακορντεόν μπάς και φιλοτιμηθώ. Το μόνο πλήκτρο που έμαθα να παίζω ήταν το PLAY στα κασεττόφωνα της εποχής. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να καλλιεργήσω “μουσικό αυτί” αφού ασχολήθηκα σοβαρά και άκουγα ασταμάτητα μουσική από 12 χρονών. Τόσο που το ερώτημα “οι δίσκοι και οι κασέττες θα σου δώσουν να φας;” χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια για να απαντηθεί. Θετικά και αποστομωτικά.

Ισως το αδιαμφισβήτητο “μουσικό αυτί” μου να εξηγεί και την συμμετοχή μου στην σχολική χορωδία για πέντε χρόνια στο Γυμνάσιο. Τα τρία πρώτα χρόνια στην Α΄ φωνή, τα δύο επόμενα στην Β’ φωνή, δεν πήγα παραπάνω λόγω (μη) βαρύτητας χροιάς. Κάπου εκεί ξεκίνησε να αναγκάζομαι να τραγουδάω άφωνα -απλά ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου- προκειμένου να διατηρήσω το δικαίωμα συμμετοχής στην χορωδία και απουσίας από τα βαρετά μαθήματα.

Αν και κανείς δεν ακούει την δική του φωνή με τον τρόπο που την ακούν οι άλλοι, θα πρέπει εκτός από “σωστός” σε τονικότητα και μελωδικότητα, να ήμουν και καλλίφωνος. Πέραν από την μαρτυρία των γυναικών, επικαλούμαι και έναν πανεπιστημιακό καθηγητή της αδελφής μου που όταν με άκουσε συμπτωματικά στο τηλέφωνο, μού υπέδειξε μετ’ επιτάσεως να καλλιεργήσω τα φωνητικά μου προσόντα αφού αυτός “ήξερε” ως υπεύθυνος για οντισιόν σε χορωδίες και εκκλησιαστικές ομάδες. Βέβαια όλα αυτά δεν λένε τίποτα χωρίς κάποιο ηχητικό ντοκουμέντο -που μάλλον δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως μια πρόσφατη 5λεπτη δοκιμαστική απαγγελία μου σε ένα ποίημα του Χ.Κεράνη για όσους έχουν περιέργεια (και αντοχές). Τίτλος “Κενά καινά δαιμόνια” (2020) και γράφτηκε για κάποιον θεομπαίχτη παπά που επιτέλους ξεκουμπίστηκε από την ζωή της Σίφνου.

Αλκιβιάδης.

Έτσι με βάφτισαν στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου στην Κυψέλη. Ανάδοχος και άξια πνευματική μου μητέρα, η Καίτη Ρωμάνου-Καλλιγαρίδη, αδελφή της γιαγιάς μου Πηνελόπης Ρωμάνου από την μεριά του πατέρα μου. Ως πρωτότοκος μάλλον δεν τέθηκε θέμα με την ονοματοδοσία μου. Θα έπαιρνα το όνομα του πατέρα του πατέρα μου. Ποτέ όμως δεν έμαθα (ή δεν θυμάμαι να έμαθα) γιατί αυτός είχε ονομαστεί έτσι από τον δημοδιδάσκαλο και ιεροψάλτη πατέρα του Αντώνιο. Σίγουρα μετά από άλλα τρία μεγαλύτερα αδέλφια, θα είχε εξαντληθεί η γκάμα οικογενειακών ονομάτων, αλλά γιατί “Αλκιβιάδης” (και όχι ένα πιο συνηθισμένο ιουδαιοχριστιανικό όνομα) παραμένει μυστήριο σε μένα.

Όσο ήμουν στο σχολείο, δεν ήμουν και ενθουσιασμένος με το διαφορετικό και ασυνήθιστο όνομά μου. Ασε που οι ιστορικές αναφορές στον αρχαιοέλληνα Αθηναίο Στρατηγό-Αυτοκράτορα και Ολυμπιονίκη, γυιό του Κλεινία (ναι, αυτοκράτορα στην δημοκρατική Αθήνα του θείου του Περικλή) δεν ήσαν ιδιαίτερα κολακευτικές σύμφωνα με το αποδεκτό σχολικό αφήγημα. Εγώ όμως είχα μάθει περισσότερες λεπτομέρειες και τον υπερασπιζόμουν σθεναρά τόσο ως παλιο-χαρακτήρα όσο και ως ιστορική προσωπικότητα -εμμέσως βέβαια κι εμένα.

Από την άλλη μεριά, στην ελληνική γλώσσα τα ονόματα υποδεικνύουν και το σημαινόμενο. Άρα, το όνομα “Αλκιβιάδης” εμπεριέχει δύο ετυμολογικά συστατικά: “αλκή” ήτοι δύναμη, σθένος, ανδρεία, γενναιότητα και “βίος“, δηλαδή ζωή (αν όχι “βία”). Συνεπώς, “Αλκιβιάδης” μάλλον πρέπει να σημαίνει “τολμητίας“, χαρακτηριστικό που πιστεύω πως δεν μου έλειψε στην ζωή μου. Να πούμε κιόλας πως σύμφωνα με μια Πυθαγόρεια θεωρία στις παρυφές της νουμερολογίας, οι ελληνικές λέξεις έχουν και εσωτερική λεξαριθμητική δομή αφού απαρτίζονται τόσο από συγκεκριμένο αριθμό γραμμάτων αλλά και γράμματα-χαρακτήρες, ήτοι αριθμούς σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό μετρικό σύστημα. Αλλά ας μην επεκταθούμε.

Μ’αυτά και μ’αυτά, το περιέκοψα το όνομα σε “Αλκης” που μου άρεσε και περισσότερο. Κυρίως μάλιστα όταν την δεκαετία του 60 άρχισαν να κυκλοφορούν από την ROL οι ιστορίες τους με τίτλο ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ. Υποτίθεται πως το αγόρι των ιστοριών αυτών, που λεγόταν (κι αυτό) Αλκης, είχε ένα θείο αρχαιολόγο που του έφερνε σκόνες από τις αρχαιολογικές ανασκαφές.

Αυτός τις ανακάτευε και τις έπινε για να μεταφερθεί στην καρδιά των ιστορικών γεγονότων και να ζήσει συμμετέχοντας από πρώτο χέρι στην Ιστορία. Μαγεία! Φυσικά γίναμε καλοί και ανυπόμονοι πελάτες των απορρυπαντικών ROL για πολύ καιρό. Εντόπισα τις παιδικές αυτές ιστορίες ψηφιοποιημένες και μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ σε PDF (υπομονή, μεγάλα αρχεία) επιλέγοντας κάποιες από αυτές σε υπόμνηση μιας αθωότερης εποχής.

[slide-anything id=”5235″]

Αργότερα, μεγαλύτερος, ανακάλυψα τον Πλούταρχο και τους Παράλληλους Βίους του, τόσο στα Ελληνικά όσο και σε αγγλική μετάφραση σε έκδοση paperback Penguin. Εκεί πια -στο σχετικό βιβλίο- εντυπωσιάστηκα από τον αρχαίο μου “πρόγονο” (Αθηναίος αυτός, Αθηναίος κι εγώ). Ειδικά δε με τις αναφορές στον sui generis μοναδικό χαρακτήρα του, την απαράμιλλη ομορφιά του και τις απόψεις του για την ομορφιά, την φυσιογνωμία του σαν πλούσιου και σκανδαλιάρη playboy των αρχαίων Αθηνών αλλά και την στρατηγική του δεινότητα που αναγνωρίστηκε από εχθρούς (Σπαρτιάτες), φίλους (Αθηναίους) και τρίτους (Πέρσες). Τα επεισόδια της ζωής του Αλκιβιάδη που περιγράφει ο Πλούταρχος ήσαν αρκετά για να μην δείξω το παραμικρό ενδιαφέρον να συνεχίσω το διάβασμα της παράλληλης βιογραφίας του Ρωμαίου Κοριολανού από το ίδιο βιβλίο.

Όταν δε, διάβασα και τους Διαλόγους του Αλκιβιάδη με τον αγαπημένο και ξεχωριστό δάσκαλό του, τον Σωκράτη, όπως μας τους παρέδωσε ο Πλάτωνας, εκεί πια δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου και ήμουν πάντα έτοιμος να τον υπερασπιστώ σε κάθε ειρωνικό σχόλιο και υπονοούμενο, λες και με αφορούσε προσωπικά. Μάλιστα, την φορά που είδα στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στην στοά του Αττάλου και το όστρακο με το χαραγμένο όνομα του “προγόνου” μου προς εξοστρακισμό του, δεν λέω, βρήκα συγκινητική την χειροπιαστή αμεσότητα με το απώτερο παρελθόν.

Αμ το άλλο; Τραυλός να μην μπορεί να εκφέρει το “ρ” σωστά ο αρχαίος Αλκιβιάδης (βλ. Σφήκες του Αριστοφάνους), τα ίδια και ο νεώτερος συνονόματος. Ο γιατρός είχε βρει κοντό το χαληνό κάτω από την γλώσσα μου και έτσι εξηγούσε το γιατί “τβαύλιζα” με το “ρ”. Δεν τόβαλα όμως κάτω κι αποφάσισα να το βελτιώσω όπως κι ο αρχαίος μου ήρωας. Με πολύ φωνητική προπόνηση σε λέξεις όπως “τραίνο”, “τραβάω”, “τροχός” κλπ., κάπου εκεί στην εφηβεία, το ξεπέρασα. Ποτέ βέβαια δεν μπόρεσα να πω το “ρ” κελλαρυστά όπως όλοι, μπόρεσα όμως να απαγγείλω δυνατά “τσιριτρί-τσιριτρό” το γνωστό παιδικό ποίημα με τους “8 σπουβγίτες που τβωγόπιναν σε μια βώγα” του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που τόσο με είχε βασανίσει.

Πάντα όμως με κρυφότρωγε ένα βασικό μειονέκτημα με το ένδοξο όνομά μου: όλοι οι φίλοι και συγγενείς είχαν -εκτός από γενέθλια- και ονομαστική εορτή μια φορά τον χρόνο. Όλοι εκτός από εμένα, αφού ούτε ο παππούς μου (άνθρωπος που σεβόταν την εκκλησία) δεν θυμάμαι να γιόρταζε ποτέ. Και ποιά υπόγεια μεθόδευση άραγε να έγινε -σκεφτόμουν- για να αποδεχθεί ο παπάς που με βάφτισε να μου δώσει ένα εθνικό και όχι ένα χριστιανικό όνομα; Εκτός κι αν ήταν “τρελλός”, όπως τακτικά μου καταμαρτυρούσαν.

Χρειάστηκε να περάσει τουλάχιστον το πρώτο μέρος της ζωής μου για να ανακαλύψω πόσο λανθασμένη εντύπωση είχα. Ήμουν στην αεροπορία στο γραφείο Οικονομικού στην Σχολή Ικάρων. Αυτοί που υπηρετούν την θητεία τους δικαιούνται μονοήμερη εορταστική άδεια την ημέρα της ονομαστικής τους εορτής. Εγώ βέβαια είχα βγάλει μέχρι εκείνη την στιγμή δικαίως όνομα “κοπανατζή” κι έτσι όταν ανέφερα πως δικαιούμαι “εορταστικής αδείας” μόνο που δεν με τιμώρησαν για την αυθάδειά μου. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να προσγειωθούν στην υποχρεωτική για αυτούς πραγματικότητα διότι από όλα τα ημερολόγια και εορτολόγια που είχα άσκοπα ψάξει μέχρι τότε, μόνο στο επίσημο ημερολόγιο τοίχου της Πολεμικής Αεροπορίας ανακάλυψα για πρώτη φορά να γράφει φαρδιά-πλατιά στις 16 Αυγούστου: “Αγίου Αλκιβιάδου, μάρτυρος“.

Κι έτσι πολλά υποβόσκοντα ερωτήματα σχετικά με την χριστιανική μου βάφτιση απαντήθηκαν διότι ο Αγ. Αλκιβιάδης δεν υπήρξε ένας τυχαίος μάρτυρας. Κάθε άλλο. Οπως μας παραδίδει ο Ευσέβιος εκ Καισαρείας στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, φέρεται ως Ρωμαίος αξιωματικός που εμαρτύρησε για την πίστη του επί αυτοκρ. Διοκλητιανού στο Λούγδουνο (Λυών) της Γαλλίας κάπου τον 2ο αιώνα μ.Χ. Αρα πρόκειται για σοβαρό μάρτυρα της προσχισματικής Χριστιανοσύνης, αφού τιμάται όχι μόνο στο Ορθόδοξο συναξάρι αλλά και σε αυτό της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (2 Ιουνίου). Ανεξάρτητα πάντως από την συνταρακτική ανακάλυψη αυτή, ελάχιστοι γνωρίζουν την ημερομηνία της ονομαστικής μου εορτής και ακόμη λιγότεροι θυμούνται να μου ευχηθούν (της μητέρας μου συμπεριλαμβανομένης). Τα γράφω κι εδώ μπας και βελτιωθεί κάποτε αυτή η κατάσταση!

Ήταν λοιπόν πολύ μεγάλη έκπληξη όταν το 2007 έλαβα ένα αναπάντεχο και μοναδικό δώρο: μια αγιογραφία δια χειρός της “προσκυνήτριας” Ευθυμίας-Μορφίλης (Εφεντάκη) που απεικονίζει τον Αγιο Αλκιβιάδη. Τότε, ευχαριστήθηκα βέβαια με το ιδιαίτερο αυτό δώρο, δεν έδωσα ομως και την πρέπουσα σημασία παρά 15 χρόνια αργότερα, το 2021. Αναζήτησα και βρήκα τον γυιό της αγιογράφου Γιάννη, που άλλωστε ήταν και η αιτία της έμπνευσης της καλής γυναίκας αυτής. Όπως μου είπε, λοιπόν, η μητέρα του είχε θεωρήσει πως η εμπορική συνεργασία μου μαζί του στους Πανασιατικούς Αγώνες του Κατάρ ήταν θεόσταλτη πράξη. Που ίσως και να ήτανε, ποιός ξέρει.

Δυστυχώς ήταν αργά πλέον για να την γνωρίσω, ήταν όμως αρκετά και πρωτόγνωρα συγκινητικά αυτά που έμαθα για την έμπνευση, την τεχνική, την ψυχική προετοιμασία και την τρίμηνη ασκητική υλοποίηση της αγιογράφισης. Κατά την γνώμη μου, όλα αυτά ανακλώνται εικαστικά στην αγιογραφία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ο Θεός να την αναπαύει ταις πρεσβείαις του Αγίου Αλκιβιάδη και ας με συνοδεύει εσαεί η ευχή της άγνωστης-γνωστής αυτής γυναίκας.

Κι αν όλα αυτά ισχύουν για το όνομά μου, τι γίνεται με το επώνυμο; Εδώ οι βαθμοί ελευθερίας είναι ακόμη λιγότεροι, σου αρέσει-δεν σου αρέσει. Με εξαίρεση αυτούς που μπορούν να αποδείξουν πως το επώνυμό τους είναι κακόηχο ή αυτούς που εξελληνίζουν τα επώνυμά τους για να αποφύγουν συνειρμούς και να πολιτευθούν στην κοινωνία χωρίς κάποιο δικαιολογημένο στίγμα (κρατώντας όμως και εκείνο το σημειολογικό Ζ), εμείς οι υπόλοιποι δεν έχουμε επιλογή. Τουλάχιστον μέχρι την εποχή της ισότητας που εισήγαγε την επιλογή των επωνύμων στους σύζυγους, θα παίρναμε το επώνυμο του πατέρα. Έτσι κι έγινε και στην περίπτωσή μου. Τώρα βέβαια πως γίνεται να παίρνει κανείς το επώνυμο του πατέρα αλλά το γένος του να καθορίζεται από το επώνυμο της μητέρας που έχει ήδη πάρει το επώνυμο του δικού της πατέρα αποτελεί ένα κάποιο ληξιαρχικό παράδοξο.

Λεμπέσης, λοιπόν, το γένος Μαρωνίτου.

Όχι πως είχα δικαίωμα επιλογής, αλλά ποτέ δεν με χάλασε το επώνυμό μου. Λιγοστές συλλαβές, δεν έχει κατάληξη σε “όπουλος/ογλού ή άκης”, ψιλο-εύκολο στην απόδοσή του στο λατινικό αλφάβητο, εύκολα απομνημονεύσιμο έως κοινότοπο. Δεν ξεκινά από τα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου για να σε εντοπίζουν πρώτον-πρώτον σε κάθε αλφαβητική λίστα (σχολείο, στρατός κ.α.) ούτε όμως χάνεται στο τέλος του τηλεφωνικού καταλόγου. Ωραίο και εύηχο ήταν, με το υγρό “Λ” στο ξεκίνημα και με ένα συριστικό “Μπεσσσσ” στο χάσιμο.

Αλλά και δεν έτυχε να με απασχολήσει στα σοβαρά η προέλευση και η ετυμολογία του επωνύμου μου. Μπορεί να αστειευόμασταν με το πρόθεμα “Λε”, κάτι σαν το ευγενές “Le” από το Le Bon ή κάτι τέτοιο, στο βάθος όμως ήξερα και είχα συμβιβαστεί με την προφανή αρβανίτικη ρίζα του. Τόσο που δεν ευδόκησα ούτε καν να ανοίξω ένα από τα δυο-τρία σοβαρά βιβλία στο θέμα των Αρβανιτών που υπάρχουν στην οικογενειακή βιβλιοθήκη, σημάδι πως κι άλλους πριν από μένα τους είχε απασχολήσει. Γνώριζα βέβαια και για τα δι/τρισύλλαβα αρβανίτικα επώνυμα που συναντώνται σε ειδικές περιοχές της Ελλάδας (Θήβα, Χαλκίδα, Υδρα κλπ.) κι έτσι θεωρούσα πως από κάπου εκεί κάποιος μακρινός μου πρόγονος θα είχε ξεπέσει στην Σίφνο, όπου η οικογένεια και το επώνυμο “εξελληνίστηκαν” (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και είναι πλέον από τα συνηθισμένα στο νησί.

Όπως πάντα γίνεται τελικά στην ζωή, έπρεπε να φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να γνωρίσω δι’ αλληλογραφίας τον κ. Γεωρ. Σαλεμή λίγο καιρό πριν αποφασίσω το στήσιμο αυτού εδώ του χώρου. Αρβανίτης ο ίδιος, από τους πολύ ψαγμένους και πολυγραφότατος, έχει ασχοληθεί σοβαρά με την παρουσία των Αρβανιτών στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας αλλά και του Βυζαντίου. Στο βιβλίο του “Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες”, που είχα την τιμή να μού δωρίσει, αλλά και στο ιστολόγιό του με τον ίδιο τίτλο, παρουσιάζει παλαιότερα και νεώτερα ιστορικά ευρήματα. Σε αυτά βασίζει μια συγκροτημένη και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Δεν θα τολμήσω να μπω σε λεπτομέρειες γιατί θα αδικήσω τον συγγραφέα, συνιστώ άλλωστε ανεπιφύλακτα την ανάγνωση των απόψεών του.

Ομως, για λόγους που έχουν να κάνουν με το προσωπικό μου αποτύπωμα και με την άδειά του, θα αναπαράγω την ετυμολογική τεκμηρίωση που είχε την καλωσύνη να μοιραστεί μαζί μου σχετικά με το επώνυμο “Λεμπέσης”. Μου γράφει:

Σχετικά με το “Λεμπέσης”. Μπέσα ως γνωστόν είναι η πίστη. Ο λιε-μπέσης είναι εκείνος που αφήνει την πίστη. “Λιε” σημαίνει “άφησε”, προστακτική. Διαφέρει όμως από το έτερον “παμπέσης”, που σημαίνει “χωρίς μπέσα” από το στερητικό “πα”. [Χαριτολογώντας κάποτε λέγαμε ότι “πα-σιοκ” θα πει στα αρβανίτικα “χωρίς σύντροφο”]. Έτσι λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε τι είδους είναι αυτή η εγκατάλειψη της μπέσας που μπορεί να έδωσε το παρατσούκλι που αργότερα έγινε επίθετο. 

Οι Αρβανίτες στην πορεία έγιναν δύο ειδών. Χριστιανοί που διατήρησαν την πίστη τους και Μουσουλμάνοι που αλλαξοπίστησαν με το καλό ή με το άγριο. Είναι ο πρώτος ή οι πρώτοι Λιεμπέσηδες από εκείνους που έγιναν μουσουλμάνοι ή είναι από κείνους που ξαναέγιναν χριστιανοί, όπως το μεγάλο πλήθος των νεομαρτύρων της Εκκλησίας;

Τείνω προς το δεύτερο με το επιχείρημα ότι οι Λεμπέσηδες είναι Έλληνες και δεν συναντάται το επίθετο στους εξισλαμισμένους Αρβανίτες. Άλλωστε εκείνοι δεν θα έβριζαν τους πιστούς της νέας πίστης ως “λιεμπέσηδες” αλλά εκείνους που επανήλθαν. 

Κλείνοντας σημειώνω, ότι “μπέσα” και “λόγο τιμής” έχουν και είχαν μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι μιας ατομοκεντρικής κοινωνίας. Είναι ένα από τα κυριότερα -ίσως το κυριότερο- επιχείρημά μου για την ελληνικότητα των Αρβανιτών. Την εποχή που άλλα έθνη ατομοκεντρικά δεν υπήρχαν, εκείνοι που ήταν ατομοκεντρικοί αναγκαστικά ήταν Έλληνες. Ένας μουσουλμάνος τότε -και εν πολλοίς και τώρα- δεν θα μπορούσε, αν και κυρίαρχος, να έχει μπέσα, ατομικότητα μέσα στην απρόσωπη πυραμιδική δεσποτεία του Σουλτάνου. 

Τελείως τυχαία, καθώς συνέχιζα τις μελέτες μου γενικώς, βρήκα και τούτη την αναφορά στους “λεμπέσηδες” του κουρσάρου Μητρομάρα. Πρόκειται για την αναφορά του μεγάλου ιστορικού Α. Βακαλόπουλου στο κίνημα του Μήτρου Λέκκα στην περιοχή της Αττικής κατά τα “Ορλωφικά” (1771). Ο Μητρομάρας συνοδευόταν από ένα σώμα ενόπλων που αποκαλούνταν “λεμπέσηδες”. Στη συνέχεια και ενώ έψαχνα κάποιο στοιχείο της βιβλιογραφίας που παραθέτει ο Βακαλόπουλος, έπεσα επάνω και σε μια άλλη σχετική αναφορά που όμως διαθέτει και ετυμολογία από την τουρκική γλώσσα.

(*)Λεμπέσηδες: Ο Μητρομάρας διατηρούσε σώμα 55 ανδρών, τουρκικά «έλι – μπες» (=55). Προέκυψε το «λιμπές» και, από αυτό, το «λεμπές». Οι «λεμπές», «λεμπέσηδες» ταυτίστηκαν με τους παράνομους, διώκτες των Τούρκων.

Δεν μου φαίνεται ότι βρίσκεται περισσότερο κοντά απ’ ό,τι η αρβανίτικη ετυμολογία. Όπως και να έχει όμως, είτε το “Λεμπέσης” προέρχεται από το “λιε μπες” το αρβανίτικο είτε από το “ελί μπες” το τουρκικό, οι λεμπέσηδες συνδέονται με τους Αρβανίτες

Καλά όλα αυτά αλλά εγώ πάντως όταν ζούσα στην Στοκχόλμη (και πολύ περισσότερο στο Οσλο) δεν τολμούσα να συστηθώ δημοσίως και φωναχτά χωρίς να προκαλέσω από θυμηδία μέχρι ξέσπασμα ειρωνικών σχολίων. Το όνομα “alkie” σε όλες τις σκανδιναυικές γλώσσες είναι συνυφασμένο με τους κλοσάρ αλκοολικούς (σκέψου και να μην απέφευγα το αλκοόλ για λόγους αρχής, έτσι κι αλλιώς). Και το επώνυμο “lemberg” (όπως τους φαινόταν γνώριμο) αποδίδεται ως “βουνό-πουτσος”.