Πανεπιστήμιο
Η επιλογή μου να σπουδάσω Οικονομικά δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός αλλά μια συνειδητή απόφαση. Συνήθως στις ηλικίες αυτές που καλείσαι να κάνεις μια επιλογή ζωής, λίγοι από αυτούς που έχουν την πολυτέλεια της επιλογής έχουν και την ωριμότητα να διαλέξουν αυτό που τους αρέσει. Κι ακόμη λιγώτεροι την τύχη να τους δοθεί η ευκαιρία από το σύστημα επιλογής της δημόσιας τριτοβάθμιας “δωρεάν” εκπαίδευσης να το ακολουθήσουν.
Την εποχή εκείνη τα Πανεπιστήμια δεν ήσαν πληθωριστικά όπως σήμερα που έχουν αναρίθμητες βαθμίδες για να ικανοποιήσουν έναν τεράστιο αντι-παραγωγικό ακαδημαϊκό τομέα, για να ζωογονήσουν την τοπική οικονομία κάθε επαρχίας και να ικανοποιήσουν κάθε στουρνάρι που οι γονείς του θέλουν να σπουδάσει για δική τους κοινωνική καταξίωση. Το αντίθετο συνέβαινε και η τριτοβάθμια εκπαίδευση είχε ακόμη μια ελιτίστικη αύρα. Αντίστοιχης δυσκολίας ήταν τόσο η είσοδος στο Πανεπιστήμιο όσο και η έξοδος. Με συνέπεια τους “αιώνιους” φοιτητές και την αποφοίτηση μέσω πολιτικοποίησης και κομματικοποίησης. Το να μπεις στο Πανεπιστήμιο ήταν μεγάλο γεγονός αφού από τις 90.000 περίπου υποψήφιους που έδιναν εξετάσεις, θέσεις υπήρχαν μόνο για το 20% από αυτούς.
Οι ακαδημαϊκές εξετάσεις ακολουθούσαν περίπου το σύστημα που ισχύει και σήμερα: προ-επιλογή κατεύθυνσης και ιεράρχηση επιθυμητής Σχολής, πανελλήνιες αδιάβλητες εξετάσεις σε συγκεκριμένα μαθήματα ανά κατεύθυνση, βαθμολόγηση από ανεξάρτητους διορθωτές και αθροιστικό αποτέλεσμα με την βαθμολογία του απολυτηρίου Γυμνασίου να συνυπολογίζεται. Τα αποτελέσματα ανακοινωνόντουσαν από το ραδιόφωνο και ακολουθούσε η δημοσίευσή τους στις εφημερίδες.
Νόμιζα πως είχα γράψει πολύ καλά στις εισαγωγικές εξετάσεις, είχα κι έναν ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ βαθμό στο Απολυτήριο, ήμουν βέβαιος πως θα έμπαινα στην σχολή πρώτης επιλογής μου, την ΑΣΟΕΕ, με τα “τσαρούχια”. Έτσι, όταν δεν άκουσα το όνομά μου στο ραδιόφωνο, αντί για τσαρούχια έβαλα τα παπούτσια μου και απογοητευμένος πήρα τους δρόμους μέσα στο ψιλόβροχο. Περίπτωση να επιβαρύνω τους γονείς μου με έξοδα για φοιτητική ζωή σε άλλη πόλη ή για ιδιωτική εκπαίδευση δεν υπήρχε. Ακόμη θυμάμαι πως κατέληξα να κουνιέμαι στις κούνιες (κατά την γνωστή έκφραση, κυριολεκτικά όμως) στην πλατεία του Αγ. Νικολάου κάνοντας τις πιο μαύρες των μαύρων σκέψεων.
Μετά από κάμποσες ώρες επέστρεψα σπίτι μου για να ηρεμήσουν και οι γονείς μου, οπότε και έμαθα την εισαγωγή μου στην (άγνωστη τότε για μένα) Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά, έστω και στην 232η θέση. Σίγουρα η Σχολή αυτή δεν είχε ακόμη αποκτήσει την αίγλη που δικαιούταν από το πρόγραμμα σπουδών και την ποιότητα δουλειάς που γινόταν εκεί αλλά κι εγώ ακόμη δεν γνώριζα την καλοτυχία μου. Πολύ σύντομα την ανακάλυψα μαζί με το γεγονός πως η σχολή βρισκόταν στην γωνία της οδού Αλκιβιάδου, στο κέντρο του Πειραιά, σε απόσταση λίγων μέτρων από το σπίτι της θείας μου Μαρίας Πετρολέκα. Μεγάλο πλεονέκτημα για να παρακολουθώ μαθήματα αφού γεύτηκα την μαγειρική της θείας μου ουκ ολίγες φορές. Την ευχαριστώ για την φιλοξενία της κι από την θέση αυτή εδώ.
Η πρώτη ακαδημαϊκή χρονιά 1976-1977 ήταν διερευνητική και κοινή για όλες τις κατευθύνσεις. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό πως δύσκολα κάποιος που είχε μείνει μέχρι τότε έξω από την έντονα πολιτικοποιημένη ζωή θα μπορούσε να διατηρήσει την ουδέτερη αποχή του από τα τεκταινόμενα. Εποχή άλλωστε που το δήθεν φοιτητικό κίνημα προσπαθούσε να αλώσει όχι μόνο την φοιτητική κοινότητα αλλά και την ακαδημαϊκή εν γένει (καθηγητικό προσωπικό και διοίκηση) με την πρόφαση της αποχουντοποίησης. Στόχος που επιτεύχθηκε ολοκληρωτικά στα επόμενα χρόνια σε βάρος φυσικά της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα με τον ταχύ ερχομό του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία που είχε ήδη καταλάβει θέσεις σε διάφορες έδρες στην ΑΒΣΠ. Πρόλαβα όμως μέσα από τα μύρια κύματα των καταλήψεων, των τραμπουκισμών και των ευτελισμών της Παιδείας, να μάθω την κοινωνική επιστήμη των Οικονομικών. Και την έμαθα καλά όπως διαπίστωσα στις μετέπειτα μεταπτυχιακές μου σπουδές όπου οι γνώσεις μου ήσαν σαφώς καλύτερες από τους αντίστοιχους αποφοίτους των βρεταννικών πανεπιστημίων που έτυχε να έχω στο τμήμα μου.
Στο δεύτερο έτος της Σχολής μπορούσες να επιλέξεις κατεύθυνση ανάμεσα σε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οικονομικές σπουδές. Παρά το γεγονός πως ανέκαθεν με συγκινούσε ο επιχειρηματικός στίβος διάλεξα την καθαρά Οικονομολογική Επιστήμη διότι θεωρούσα πως η Διοίκηση Επιχειρήσεων δεν είχε κάτι να μου προσφέρει. Αν δεν την έχεις έμφυτο ταλέντο και κλίση, τότε οι σπουδές λίγα μπορούν να αλλάξουν προς την επιχειρηματική επιτυχία. Η περαιτέρω επιχειρηματική πορεία μου μάλλον δικαίωσε την αρχική μου εκτίμηση.
Κατά την διάρκεια των σπουδών μου έκανα τρεις σοβαρές επιλογές που επηρέασαν πολύ ουσιαστικά την μετέπειτα ζωή μου. Η πρώτη αφορούσε την ενεργή συμμετοχή μου στα διοικητικά της Διεθνούς Ένωσης Ανταλλαγών Φοιτητών Οικονομικών Σπουδών (AIESEC). Τις λεπτομέρειες της εκεί εμπλοκής μου περιγράφω αναλυτικά στο αντίστοιχο εδάφιο. Οι άλλες δύο αφορούσαν τις προσωπικές γνωριμίες που ανέπτυξα πέραν των ακαδημαϊκών θεμάτων με δύο σημαντικές προσωπικότητες, τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου Ιάσωνα Χατζηδίνα και τον καθηγητή Μαθηματικών Αντώνιο Παναγιωτόπουλο. “Δάσκαλοι” με κεφαλαίο Δ που τίμησαν όχι μόνο την επιστήμη τους αλλά και την ανθρώπινη φύση και λογική. Ίσως κάποτε γράψω ένα πόνημα ειδικά για τους δύο αυτούς ανθρώπους που μού άνοιξαν τους ορίζοντες της σκέψης μου πέραν από τα τετριμμένα και που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεώρησή μου.
Η “αποτυχία” μου στις εισαγωγικές εξετάσεις (σε σχέση πάντα με την αρχική επιλογή) είχαν σαν αποτέλεσμα να πεισμώσω και να θελήσω να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν σπούδαζα για πλάκα αλλά για να ικανοποιήσω έναν απώτερο προσωπικό στόχο. Αυτό είχε άμεση αντανάκλαση στις επιδόσεις μου παρά το γεγονός πως δεν θα μπορούσα να πω ότι περίσσευε ιδιαίτερος χρόνος για μελέτη μέσα από τις πολυποίκιλλες κοινωνικές δραστηριότητές μου. Οι κατ’έτος επιδόσεις έφεραν και μια σημαντική για την προσωπική μου οικονομική κατάσταση πρόσοδο. Οι 17.000 δραχμές ετήσια υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών μού επέτρεψαν να απογαλακτισθώ από την πατρική εστία και να μετακομίσω στο δικό μου νοικιασμένο διαμέρισμα ήδη από το 1977.
Το τελευταίο 4ο έτος ήταν και το πιό κρίσιμο διότι από την βαθμολογία του εξαρτιόταν και ο βαθμός του πτυχίου. Με ελάχιστες καθυστερήσεις στις εξεταστικές περιόδους των εξαμήνων παρά τις συνεχείς καταλήψεις και με την έξωθεν καλή μαρτυρία περί της “συγκροτημένης προσωπικότητάς” μου κατόρθωσα να συγκεντρώσω την απαραίτητη βαθμολογία, όχι μόνο για ένα ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ, αλλά ακόμη και για το ΑΡΙΣΤΑ που περήφανα φιγουράρει έκτοτε στα ακαδημαϊκά διαπιστευτήριά μου.
Θα πρέπει να τονίσω εδώ πως -παρά το γεγονός πως ο πολιτικός φοιτητικός “αγώνας” απαιτούσε πιεστικά το άκοπο “δημοκρατικό 5” για όλους ανεξαιρέτως και σε όλα τα μαθήματα- οι περισσότεροι καθηγητές τιμούσαν το γνωστικό τους αντικείμενο και δεν χαριζόντουσαν σε έξωθεν πιέσεις -πλην των γνωστών “προοδευτικών” εξαιρέσεων. Δεν ήταν σπάνιο, φοιτητές να αποτυγχάνουν επανειλημμένα σε ορισμένα δύστροπα μαθήματα (π.χ. σαν την Ναυτιλιακή Οικονομία) και να επανέρχονται αναρίθμητες φορές για προφορική ή γραπτή επανεξέταση χρησιμοποιώντας ακόμη και πλάγια μέσα για να ξεπεράσουν τον εκάστοτε σκόπελο. Παράλληλα, το πολιτικοποιημένο βοηθητικό διδακτικό προσωπικό υπέσκαπτε το κύρος των σπουδών όχι μόνο υποθάλποντας αλλά ακόμη και ενθαρρύνοντας πιεστικά την αντιγραφή στις εξετάσεις. Νοιώθω υπερήφανος που επώνυμα (΄και ένορκα σε ΕΔΕ) κατήγγειλα παρόμοια περιστατικά όταν ξεπέρασαν τα θεμιτά όρια με ανοίκεια προσωπική επίθεση σε βάρος μου αφού δεν ενέδωσα σε τέτοιες μεθοδεύσεις. Όλα αυτά καθιστούν το ΑΡΙΣΤΑ του πτυχίου μου μια ουσιαστική για μένα περγαμηνή (και κυριολεκτικά μάλιστα, αφού σε περγαμηνή τυπώνεται το πτυχίο).
Το ευτυχές αποκορύφωμα στάθηκε η στιγμή της αποφοίτησης και της ορκομωσίας. Εννοείται πως ο πρώτος και αριστούχος της σειράς του θα διάβαζε τον “όρκο”. Αλλά τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο για μένα αν δεν συνέπιπτε χρονικά Πρύτανης της χρονιάς εκείνης να είναι ο αγαπημένος μου καθηγητής και μέντοράς μου Αντώνιος Παναγιωτόπουλος. Την ιδιόχειρη υπογραφή του φέρει έκτοτε το πτυχίο μου.
Παράλληλα με τo συμβατικό πρόγραμμα σπουδών, θεωρώ και μεγάλη τιμή την συμμετοχή μου στο Σεμινάριο Μαθηματικών που διοργάνωνε η Εδρα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου για μια περίοδο 33 ετών, από το 1970 έως το 2002, παρουσιάζοντας επιλεγμένα επιστημονικά θέματα. Όπως μου υπενθύμισε το ανάτυπο της Επιστημονικής Επετηρίδας που εκδόθηκε το 2006 προς τιμήν του καθηγ. Αντ. Παναγιωτόπουλου, ο φοιτητής-πτυχιούχος Αλκ. Λεμπέσης πραγματεύθηκε και παρουσίασε στο κοινό του σεμιναρίου τα εξής εξειδικευμένα θέματα:
- 1977-1978 Ρύθμιση Συστημάτων Μετασχηματισμών
- 1978-1979 Προτιμήσεις με Πολλαπλά Κριτήρια
- 1979-1980 Βιολογικά Μοντέλλα στις Κοινωνικές Επιστήμες
- 1981-1982 Η Συμπεριφορά του Καταναλωτή κατά Lancaster
Από το ίδιο ανάτυπο, σημειώνω την ενεργή συμμετοχή μου στην οργανωτική επιτροπή του ετήσιου διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου του Πανεπιστημίου Πειραιώς που ξεκίνησε το 1980 ως “Συμπόσιο των Αθηνών” και συνεχίστηκε ανελλιπώς μέχρι το 1999. Η διοργάνωση του πλειονοκλαδικής επιστημονικής εκδήλωσης αυτής υπήρξε αρχική σύλληψη του καθηγητού Δημοσίου Δικαίου (και μέντορά μου στην πολιτική και φιλοσοφική σκέψη) Ιάσωνα Χατζηδίνα. Συνεχίστηκε μετά τον πρόωρο θάνατό του από τον καθ. Αντ. Παναγιωτόπουλο. Συμμετείχα οργανωτικά στα πρώτα τρία από αυτά ενώ στη συνέχεια η απουσία μου λόγω μεταπτυχιακών σπουδών δεν επέτρεψε την περαιτέρω εμπλοκή μου. Θέματά τους ήταν “Συνείδησις των Ελευθεριών και Ελευθερία της Συνειδήσεως” (1980), ” Η Σύγκρουσις” (1981) και “Η Κανονικότης” (1982). Μεγάλο σχολείο για μένα στους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης που αργότερα χρησίμευσε σε επιχειρηματικές δικτυώσεις.
Λίγο αργότερα μετά την αποφοίτησή μου από την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή (που το 1989 μετονομάσθηκε σε Πανεπιστήμιο Πειραιώς) αποφάσισα να εκμεταλλευθώ την δυνατότητα που δινόταν σε αριστούχους πτυχιούχους για εγγραφή άνευ εξετάσεων σε άλλη ανώτατη σχολή κοινωνικών επιστημών της επιλογής τους. Το ενδιαφέρον μου προσείλκυσε η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (ΑΓΣΑ) όπου γράφτηκα το 1982. Η ζωή όμως είχε πάρει διαφορετική πορεία και σύντομα την εγκατέλειψα και επίσημα αφού -όπως ήταν λογικό- απαιτούσε τακτικές παρουσίες και εργασίες. Μου έμεινε η ταυτότητα εγγραφής ως ενθύμιο.