Search
Generic filters
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in excerpt
Filter by Custom Post Type
post
page
Downloads

  1. Home
  2. /
  3. Κειμενολόγιο
  4. /
  5. Δημοσιεύματα
  6. /
  7. Εφημερίδες
  8. /
  9. Αρθρογραφία
  10. /
  11. Ο “ευαγγελιστής” Προβελέγγιος

Το θρησκευτικό αίσθημα στην ποίησή του

Δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 2024 στο ηλεκτρ.περιοδικό literature

Μια προσφορά του φιλόξενου literature στους ευαίσθητους αναγνώστες του 15Αύγουστου: προδημοσίευση ενός ολόκληρου κεφαλαίου από το υπό έκδοση «Ενας Διάσημος Άγνωστος, Αριστομένης Προβελέγγιος» (του Αλκιβ. Ν. Λεμπέση).  

Ἡ πίστις ! θεία δύναμις, ποῦ ἐλευθερώνει
τὸ πνεῦμ’ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῶν δισταγμῶν
καὶ γαληνεύει καὶ ἡμερώνει
τοῦ στήθους τὸν συνταραγμόν.

Πολλοί είναι αυτοί που προσπάθησαν να διερμηνεύσουν την θρησκευτικότητα στο ποιητικό και θεατρικό έργο του Αριστομένη Προβελέγγιου. Μια θρησκευτικότητα, που διαπνέει ολόκληρο το έργο του και η οποία είναι εμφανής σχεδόν σε κάθε ποίημά του, ακόμη και σε αυτά που φαινομενικά δεν δικαιολογούν μια τέτοια θεώρηση -τουλάχιστον από άποψη θεματική.

Και αν αυτό είναι φυσιολογικό σε ποιήματα, που ασχολούνται με αφηρημένες ιδεατές αξίες και ιδανικά, όπως το «Ελεημοσύνη» ή το «Προσευχή», εν τούτοις δύσκολα περιμένει κανείς να συναντήσει μια υποφώσκουσα θρησκευτικότητα σε ποιήματα καθαρά τεχνοκρατικού χαρακτήρα, όπως ενδεικτικά στα «Εις Αερόλιθον» (1890), «Το Μέγα Μυστικόν» (1907) ή «Τα Μικρόβια τ’ Άλλα» (1931). Και όμως, αν κάποιος είναι υποψιασμένος για το θέμα, δεν θα δυσκολευθεί, να εντοπίσει μια αναφορά, ένα στίχο ή μια έννοια, που αναδύει θρησκευτικότητα σχεδόν σε κάθε ποίημά του. Με αποτέλεσμα να παρέλκει οποιαδήποτε αναλυτική φιλολογική μελέτη με αποσπάσματα στίχων, αφού μόνον το αντίθετο θα είχε νόημα, ήτοι: σε ποιά ποιήματα του Προβελέγγιου ΔΕΝ ενυπάρχει το θρησκευτικό στοιχείο. 

Εννοείται βέβαια πως στα ποιήματα καθαρά φιλοσοφικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, οι αναφορές στο «θείον» αποτελούν εξ ορισμού την κεντρική ιδέα, γύρω από την οποία στιχοπλέκει ο ποιητής τα νοήματά του. Το περιεχόμενο της λέξης «θείον» φυσικά περιλαμβάνει μια ευρεία θεματική περιοχή, χωρίς απαραίτητα να περιορίζεται στα στενά όρια μιας καθαρά χριστιανικής αντίληψης ή ενός χριστιανολογικού διαλόγου. Η αντιδιαστολή μεταξύ της αρχέγονης προγονικής αρχαιοελληνικής θρησκείας και της μετέπειτα ελληνοκεντρικής προσαρμογής και μετάφρασης του ιουδαιοχριστιανισμού στις βασικές αξίες του ελληνισμού απασχολεί τακτικά τον ποιητή.

Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές σε ποιήματα που αναφέρονται σε αυτήν την φαινομενικά παράδοξη εννοιολογική αντιπαράθεση, όπως το έξοχο «Αι Δύο Θρησκείαι», που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ (1909, τόμ. ΙΗ’, σελ. 181-182) και αργότερα εκδόθηκε στη 2η ποιητική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1916, ενότητα ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ, σελ. 27). Ένα ποίημα, που ίσως αντλεί την έμπνευσή του από τα νάματα και τις δημόσιες προτροπές του «πρίγκηπα» της αμιγούς ελληνόφρονης σκέψης, του Περικλή Γιαννόπουλου (1869-1910), αφού ο Προβελέγγιος το εμπνέεται από τον τόπο όπου καθημερινά εκείνο τον καιρό ο ρομαντικός δον-Κιχώτης του άκρατου Ελληνισμού κατέθετε την προσωπική του «θυσία» στην ελληνική φύση. «Ακρόπολις, 1907», άλλωστε, σημειώνει ο Προβελέγγιος κάτω από τους στίχους, που αποσπασματικά επιλέγω να ξεχωρίσω, ίσως με έναν αφιλόκαλο τρόπο:

ΑΙ ΔΥΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑΙ (ῌ ΔΥΟ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ)

Θα πρέπει επίσης να σημειώσω πως η θρησκευτικότητα στην ποίηση του Προβελέγγιου δεν είναι απλά προϊόν μιας ηλικιακής ωριμότητας, οπότε η αναφορά στο «θείον» ίσως να αποκτούσε νόημα καθημερινής παρηγορίας ή να τον απασχολούσε με το επικείμενο τέλος της ζωής να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Η θρησκευτικότητα στον Προβελέγγιο διαπερνά όχι μόνο ολόκληρη την ποίησή του εννοιολογικά, αλλά εκτείνεται και διαχρονικά καθ’όλη την διάρκεια του βίου του. Σαν πραγματικός νησιώτης, η ύπαρξή του περιστρέφεται αενάως γύρω από το «θείο», όπως αυτό έχει αποτυπωθεί από πολύ ενωρίς στην παιδική του ψυχή. Όπως σημειώνει και ο θαυμαστής του Τέλλος ‘Αγρας σχετικά με το αμετακίνητο ιδεαλιστικό έργο του Προβελέγγιου «…Άλλοι βλέπουν το θείον μέσα απ’ τ’ ανθρώπινα. Αυτός βλέπει τ’ ανθρώπινα μέσα απ’ το θείον. Το βλέμμα του είναι θεϊκό…» (Κριτικά Β’ “Αριστομένης Προβελέγγιος, Ο Τελευταίος Ρωμαντικός”, 1981, σελ. 25).

Αν και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το χρησιμοθηρικό στοιχείο κολακείας που πιθανόν ενυπάρχει σε μια προσωπική αλληλογραφία με τον ποιητή, ο Τέλλος Άγρας, με την γνωστή του ιδιότητα ως διεισδυτικού κριτικού, κάνει επίσης αλλού την εξής αξιοσημείωτη παρατήρηση αναφερόμενος στο έργο του Προβελέγγιου:

Παρ’ όλα αυτά, «χριστιανή» είναι η «Νεράϊδα» που οραματίζεται ο Άγρας να προσεύχεται στην «Κεχαριτωμένη Χρυσοπηγή», όταν του αφιερώνει το 13στιχο ποίημα «Εις τον Ποιητήν Αριστομένην Προβελέγγιον» (ΕΛΛΗΝ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, 1951, #80, σελ. 856)     

Ούτε πρόκειται για την εύκολη απόδοση μιας θρησκευτικότητας, απότοκη ενός παρεξηγημένου καλογηρικού αναχωρητισμού «Παπαδιαμαντικού» τύπου. Κάθε άλλο. Παρά τις επιφανειακές γνώμες τόσο των συγχρόνων του φίλων όσο και των μετέπειτα μελετητών της ζωής του, οι καθιερωμένες μακροχρόνιες αποδράσεις του Προβελέγγιου από την πολύβουη και «ιδιοτελεστάτη» Αθήνα στην επιλεγμένη ερημικότητα της Σιφνιακής φύσης δεν συνεπάγονται αποκοπή από το πολιτισμικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Απλά συνιστούν μια προγραμματισμένη ανάπαυλα από κάθε είδους αφορμές για περίσπαση της προσοχής, της σκέψης, της φαντασίας και εν τέλει της έμπνευσης. Ούτε η ζωή στο νησί συνεπάγεται αυτόματα ένα αποτράβηγμα από έντονες ανθρώπινες συγκινήσεις μιας καθημερινής βιοτής. Ίσως μάλιστα αυτές τις συγκινήσεις να αναζητούσε στην πραγματικότητα ο χήρος ποιητής στον προστατευμένο λόγω προνομιακής κοινωνικής θέσης μικρόκοσμο της Σίφνου. Ας μην επεκταθώ περαιτέρω «επί προσωπικού» στην κατεύθυνση αυτή ξεφεύγοντας από το κεντρικό θέμα του παρόντος μελετήματος.

Αντίστοιχα, η θρησκευτικότητα δεν αφορά μια προσωρινή ποιητική περίοδο στην εργογραφία του ποιητή, σαν αυτή που συχνά εντοπίζουμε σε ποιητές, παραδείγματος χάριν στην τρίτη και ανθρωπολογικά ωριμότερη περίοδο του Τ. Λειβαδίτη (1922-1988). Ο Προβελέγγιος από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του δεν παύει να αναρωτιέται για τα «μεγάλα» ανθρώπινα υπαρξιακά ερωτήματα. Και αυτό είναι εμφανές είτε στα απέραντα επικολυρικά ποιήματα της νεότητάς του, όπως αυτό των 3010 στίχων «Αδάμ και Εύα» (1873), είτε σε αυτά της ύστερης χρονολογικά περιόδου, όπως το «Αποχαιρετισμός στο Κελλί μου», που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του (περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ, Ιούνιος 1964).

Ακόμη όμως και σε ποιήματα που εκ πρώτης όψεως δύσκολα θα μπορούσε να ενυπάρχει το θρησκευτικό στοιχείο, όπως αυτά με αμιγώς φυσιολατρικό θέμα, ο Προβελέγγιος κατορθώνει να τους εμφυσήσει μια πρωτόγονη πρωταρχική θρησκευτική αύρα. Στον αέναο διάλογό του με την μητέρα-Φύση, ο ποιητής δονείται από την συμπαντική αρμονία και γίνεται δέκτης μιας μυστικιστικής επικοινωνίας, είτε μεταξύ ανθρώπου και άψυχων αντικειμένων είτε μεταξύ φυσικών στοιχείων. Αυτή την συμπαντική αρμονία προσωποποιεί όταν προσδίδει φωνή και ζωή σε φυσικά αντικείμενα. Διότι τί άλλο παρά την μυστικιστική anima, την εσωτερική ενεργειακή πηγή κάθε εκδήλωσης της Φύσης, εκφράζει ο Προβελέγγιος σε ποιήματα εν πολλοίς άγνωστα, όπως τό αλληγορικό της νεότητάς του «Βουνό και Σύννεφα» (1875), όπου τα στοιχεία της Φύσης ενανθρωπίζονται και συνομιλούν για τα συναισθήματά τους; Ή το εξ ίσου αθησαύριστο «Ο Βράχος της Πούντας» (1920), όπου ο αιώνιος βράχος εξομολογείται τον έρωτά του στην νεαρή ύπαρξη που του κρατά συντροφιά όταν ξαπλώνει επάνω του; Αλλά και αντίστοιχα, σε πάμπολλα γνωστά ποιήματα, όπως αυτό που προδιαθέτει ήδη στον παντεπόπτη ήλιο και μόνο με τον καταπληκτικό ποιητικό τίτλο του «Το Μεγαλόκυκλο του Ήλιου Μάτι» (1916), που ακόμη και νομπελίστες ποιητές ίσως ήθελαν να πλαγιαρίσουν. Ή, το αριστουργηματικό «Βραχιά Μεγαλοθόρυβη» από την πρώτη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΑΛΑΙΑ και ΝΕΑ (1896) και το ομιλητικώτατο «Η Φωνή των Κυμάτων», που απήγγειλε ο ποιητής στα 30χρονα του περιοδικού ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ. Η ευαίσθητη και φιλοσοφημένη θεώρηση του φυσιολάτρη  Προβελέγγιου στα όρια του Σιντοϊσμού θα μας υποχρεώσει να ασχοληθούμε με αυτή την διάστασή της σε ένα ξεχωριστό μελέτημα. 

Περιττεύει το να συνεχίσω έστω και την ενδεικτική παράθεση ποιημάτων όπου ανιχνεύεται η θρησκευτικότητα που διαπερνά τον Προβελέγγιο. Άλλωστε δεν λείπουν τα αμιγώς θρησκευτικά ποιήματα από το έργο του και σε κάποια άγνωστα και ανέκδοτα από αυτά σκοπεύω να εστιάσω. Προειδοποιώ τον αναγνώστη πως θα αναγκαστώ λόγω της βαρύτητας του θέματος να μακρηγορήσω. Θα αποζημιώσω όμως την υπομονή του με 5 τουλάχιστον μοναδικά αθησαύριστα ποιήματα, που δεν μπορεί εύκολα να τα ανεύρει σε κάποια άλλη εργασία ή συλλογή. Ας θεωρηθεί ως συμβολή μου στην φιλολογική μελέτη του ποιητή, πέραν από τα φιλολογικώς αφελή συμπεράσματά που παραθέτω στον επίλογο. Στην ίδια καταληκτική ενότητα παρουσιάζω και όσα μελετήματα αναφέρονται ειδικά στην θρησκευτικότητα του Προβελέγγιου, μέσα από τα ελάχιστα που έχουν κατά καιρούς προσεγγίσει το θέμα γενικώτερα στην νεοελληνική λογοτεχνία (Π058, Θρησκευτικά Θέματα Νεοελλην. Λογοτεχνίας, επιλογή κειμένων Κ. Κεφαλέα, ΕΚΠΑ, 2010).

Ο Προβελέγγιος πανθεϊστής;

Προτού όμως δούμε μερικά θρησκευτικά ποιήματα του Προβελέγγιου, αξίζει να αναφερθώ σε ορισμένα ενδιαφέροντα μελετήματα, που έχουν ήδη προσεγγίσει στοχευμένα το θέμα του θρησκευτικού αισθήματος στον ποιητή. Ίσως όχι άδολα, αλλά με συγκεκριμένη σκοπιμότητα να οικειοποιηθούν ή να προσεταιριστούν την ανεξίθρησκη θρησκευτικότητα, που μοιάζει να αναβλύζει μέσα από την ποίηση του Προβελέγγιου.

Από αυτά ξεχωρίζει εύκολα το πολυσέλιδο αλλά και με βαθύνοια μελέτημα του Χρίστου Ριζόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο περιδικό ΙΛΙΣΟΣ (έτος 3ο, τεύχος 12ο, Δεκέμβριος 1958, σελ. 337-353). Τίτλος του «Τα Κοσμογονικά Προβλήματα στον Προβελέγγιο» στην σειρά αναλύσεων «Η Μεταφυσική στην Ελληνική Λογοτεχνία». Γνωστός ο συγγραφέας για τις τεκμηριωμένες και εμβριθείς αναλύσεις του, δεν θα μπορούσε η συγκεκριμένη να αποτελεί εξαίρεση. Η ανάγνωση και μελέτη της συνιστάται ανεπιφύλακτα για όποιον επιθυμεί να προσεγγίσει με ανοικτό πνεύμα το θέμα που πραγματεύεται. Μέσα από μια δομημένη συλλογιστική, επιλέγοντας στίχους και αποσπάσματα από γνωστά ποιήματα του Προβελέγγιου, ο συγγραφέας κτίζει το στρατευμένο συμπέρασμά του. Στρατευμένο, διότι το θεοσοφικό περιοδικό που φιλοξενεί το μελέτημα αυτό είναι επίσης γνωστό για τις φίλα διακείμενες προς τις διάφορες εκφάνσεις του ελευθεροτεκτονισμού θέσεις του. Δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τα επί μέρους συμπεράσματα του συγγραφέα στην πορεία της ανάλυσής του. Μπορεί όμως εύκολα να αντιδράσει, να διαφωνήσει και να αντικρούσει την τελική συμπερασματική αξιολογική κρίση (έστω και σαν εύσχημη σειρά ερωτημάτων), πως ο «πανθεϊσμός» είναι αυτό που αναβλύζει από την ποίηση του Προβελέγγιου.

Αν και μέχρι τώρα δεν υπάρχουν τεκμήρια ή ενδείξεις πως ο Αριστομένης Προβελέγγιος ήταν μέλος κάποιας ελευθεροτεκτονικής ή μασωνικής στοάς, εν τούτοις ορισμένα από τα θέματα των ποιημάτων του (φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, φιλία, αδελφοσύνη, ειρήνη κ.ά.) παραπέμπουν σαφώς σε προσφιλή μηνύματα του γερμανόφωνου εταιρισμού του 18ου-19ου αιώνα (“Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα: Οι γερμανόφωνες μαρτυρίες”, Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Αθήνα 2010). Επιπλέον, αναμφίβολα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής στους πολιτικούς, συγγενικούς, κοινωνικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, όπου ο Προβελέγγιος ήταν προβεβλημένο μέλος, εύκολα θα προδιέθετε για κάτι τέτοιο. Άλλωστε οι στενοί του φίλοι πολιτικοί, οι λογοτεχνικοί συνοδοιπόροι και οι μετέπειτα συν-ακαδημαϊκοί δεν έκρυβαν τις τάσεις τους. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Προβελέγγιος, ως γερμανοτραφής, θα είχε επαφές με κάποια από τις Γερμανικές Τεκτονικές (αν όχι Τευτονικές) Στοές, η παρουσία τους όμως στην Ελλάδα δεν φαίνεται να ήταν καθοριστική ή εξωστρεφής σε αντίθεση με αυτές της Μ. Βρεταννίας ή της Γαλλίας.  Η τακτική παρουσία του Προβελέγγιου στην «Αθηναϊκή Λέσχη» δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητα σαν ένδειξη συμμετοχής σε εταιριστικές οργανώσεις, μάλλον φαίνεται να οφείλεται περισσότερο σε κοινωνικές συναναστροφές.

Αυτό δεν αποκλείει την έκθεση του Προβελέγγιου σε μυστικιστικές αναζητήσεις, οι οποίες ξεκινούν σίγουρα κατά την διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του στην Γερμανία. Προσωπικά θεωρώ απολύτως αναμενόμενο κάτι τέτοιο για κάποιον με εξερευνητικό φιλοσοφικό πνεύμα σαν το δικό του. Αλλά και απολύτως αναγκαίο για κάποιον που θα κληθεί να αποδώσει τις ομιχλώδεις Γερμανικές δεισιδαιμονίες, τις μυστικιστικές παραδόσεις και τις μεταφυσικές παραδοχές, όπως αυτές αναδύονται μέσα από τους διαλόγους του Μεφιστοφελή με τον Φάουστ στο ομώνυμο έργο του Γκαίτε που μετέφρασε ο Προβελέγγιος.

Η λογικοφανής αυτή υπόθεση εργασίας επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία της μεγαλύτερης κόρης του Προβελέγγιου, της «αδελφής» Σοφίας, που δημοσιεύει στο περιοδικό εσωτερικής Θεοσοφίας «ΠΕΛΕΚΑΝ» στην επέτειο των 30 ετών από τον θάνατο του πατέρα της (αρ. δελτίου 31, καλοκαίρι 1966, σελ. 28-33). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, στην βιβλιοθήκη του πατέρα της εξακολουθούσαν να υπάρχουν δύο βιβλιάρια από την εποχή των σπουδών του στην Γερμανία, υπόλοιπα κάποιων πνευματιστικών συνεδριάσεων και νεανικών αναζητήσεων, με ενδιαφέροντες τίτλους (“Der moderne Spiritismus”/Ο νεώτερος πνευματισμός και “Aus der neuen Hexenkuche”/Από τη νέα μαγική κουζίνα). Στο ίδιο περιοδικό έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί ποιήματα του Προβελέγγιου (Φιλοσοφία του Πόνου, Απόλλων Σαυροκτόνος, Διπλή Ζωή, Η Βουλιαγμένη Πόλη). Μάλλον όμως θα πρέπει να αποδώσουμε τις επιλογές αυτές στις σχέσεις της κόρης του Σοφίας με το θεοσοφικό κίνημα στην Ελλάδα παρά σαν ένδειξη σχέσεων του ίδιου του ποιητή με αυτό. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η βαθειά ριζωμένη ανεξαρτησία πνεύματος και η αυτόνομη πορεία ζωής του Προβελέγγιου, χωρίς κοινωνικές εξαρτήσεις, υποχρεώσεις και αγκυλώσεις, δύσκολα μπορούν να συμβιβασθούν με μια ενεργή συμμετοχή σε κάποια μορφή μυστικού εταιρισμού, που συνήθως καταλήγει να συνεπάγεται και ιεραρχική σχέση εξάρτησης.

Επανερχόμενοι στο θέμα της θρησκευτικότητας στο έργο του Προβελέγγιου, πέρα από το αξιολογικό συμπέρασμα περί «πανθεϊσμού», στο οποίο καταλήγει ο Χρ. Ριζόπουλος στο ανωτέρω μελέτημά του (ΙΛΙΣΟΣ, 1958), είμαι εξ ίσου υποχρεωμένος να αντιδράσω στην επίσης αυθαίρετη αξιολογική κρίση του Γ. Τσατσαρώνη, όπως την παρουσιάζει στην σελ. 226 της σχετικής διδακτορικής διατριβής του (“Αρ.Προβελέγγιος, Ένας Πρωτοπόρος της Παιδικής Λογοτεχνίας”, Ιωάννινα 2006). Γράφει εκεί, μοιάζει δε να το υιοθετεί και ο ίδιος, αφού το απομονώνει και δεν το αναιρεί, πως «Για το Ριζόπουλο δεν υπάρχει, στην ποίηση του Προβελέγγιου, θρησκευτικό πιστεύω». Παρ’ όλο που αμέσως μετά σπεύδει να σημειώσει πως «Ο ίδιος ο ποιητής γνωρίζει την αξία της πίστεως» δίνοντας επιγραμματικά δύο παραδείγματα ποιημάτων του («Εις την αδελφήν της» [1896] και «Συ Είσ’ ο Θεός μου» [1926]). Την έμμεση αξιολογική κρίση του αυτή αναιρεί και σε αρκετά άλλα σημεία του πονήματός του. Και δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά αφού το θρησκευτικό μήνυμα, που ενυπάρχει σε διάχυση μέσα στην ποίηση του Προβελέγγιου είναι σχεδόν πανταχού παρόν (κάτι σαν την διάχυτη στα πάντα θεότητα του Σπινόζα) και άρα πρακτικά αδύνατον να αγνοηθεί, παρά μόνον να υποβαθμισθεί εσκεμμένα.

Στο ίδιο μοτίβο, την άποψη περί «πανθεϊστή Προβελέγγιου» την έχει βέβαια διατυπώσει ενωρίτερα ο λόγιος κριτικός και ποιητής Κλέων Παράσχος (”Η Ποίησις του Προβελέγγιου”, ΕΛΛΗΝ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, 1951, #80, σελ. 861-862) ως μία από τις πολλές «ετικέττες», που θα αποδώσει στην θρησκευτικότητα του ποιητή, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το έργο του. Γράφει «Ωρισμένοι τόνοι, πρώτην φοράν, με τον Προβελέγγιο, ακούονται εις την ποίησίν μας. Οι τόνοι αυτοί ενθυμίζουν τους αγνοτέρους ιδεαλιστάς των αιώνων, την έξαρσι και την κατάνυξι των πυθαγορείων, των νεοπλατωνικών, την μυστικήν προς το θείον ανάτασιν, μερικών Ινδών φιλοσόφων και ποιητών τας πανθεϊστικάς δοξασίας. Ο Προβελέγγιος είνε και πανθεϊστής, και χριστιανός, και οπαδός του Πλάτωνος, και σκεπτικιστής». Την άποψη αυτή την έχει βέβαια ήδη βασίσει στον φιλοσοφημένο ιδεαλισμό, που σπεύδει να αναγνωρίσει με εκτεταμένη αναφορά ως πρωταρχικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Προβελέγγιου.

Θα πρέπει απαραίτητα να σημειώσω πως ο «πανθεϊσμός» του Κ. Παράσχου δεν υποκρύπτει δυτικότροπες αθεϊστικές προεκτάσεις, αντίθετα ισοδυναμεί με αυτό που ονόμαζε «ελληνικώτατο μυστικισμό». Την παρατήρηση αυτή κάνει και ο Β. Μακρυδήμας στην θαυμάσια εισήγησή του με θέμα “Ο Κλέων Παράσχος ως κριτικός της θρησκευτικής ποίησης”, που άπτεται ακριβώς του παρόντος θέματος. Ανευρίσκεται δημοσιευμένη στα Πρακτικά  της ΙΣΤ’ Διεθνούς Επιστημ. Συνάντησης Η ΠΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΙΦΟΣ (ΑΠΘ, 2022, σελ. 411). Και αν μπορούμε να αντιληφθούμε την κοσμοθεώρηση του Προβελέγγιου από την μια και την σημασία του θέματος της «άδολης τέχνης» και της «καθαρής ποίησης» για τον Παράσχο από την άλλη, ίσως η αντίληψη αυτή περί συγκερασμού καρτεσιανού ρασιοναλισμού με τον μυστικισμό της προσευχής (κατά τον H. Bremond, 1927), να ήταν σε τελική ανάλυση το κεντρικό σημείο επαφής των δύο.

Οι δικές μου αξιολογικές κρίσεις θα είχαν ελάχιστη βαρύτητα για την τεκμηρίωση της προφανούς και αδιαμφισβήτητης θρησκευτικότητας που διαπερνά την ποίησή του. Αυτή όμως η θρησκευτικότητα στον Προβελέγγιο δεν είναι απλά γενική και αόριστη, ανεξίθρησκη και «πανθεϊστική», όπως  ευσχήμως επιδιώκεται να παρουσιασθεί. Έχει ξεκάθαρα χριστιανική υφή. Ανεξάρτητα από τις πολλές άλλες παράλληλες εκφράσεις της μέσα στο έργο του, ο ίδιος ο ποιητής είναι καθ’ομολογίαν χριστιανός, όπως παραδέχεται και ο Κλ. Παράσχος στο μετά θάνατον αφιέρωμά του για τον Προβελέγγιο (ΕΛΛΗΝ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, 1951): «Αλλά και τί το χριστιανικώτερον, από την ομολογίαν πίστεως “Εσύ ‘σαι ο Θεός μου”, το ποίημα αυτό που είνε σαν έκστασις, σαν ύμνος, προπαντός όμως σαν προσευχή. Δεν είνε βέβαια όλως διόλου ο Ιεχωβά, ο Θεός του Προβελέγγιου...».

Χριστός ανέστη (1936)

Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο πως η ποίηση του Προβελέγγιου κατέχει μια περίοπτη θέση ανάμεσα σε ποιήματα άλλων δημιουργών με ξεκάθαρο θρησκευτικό (σχεδόν χωρίς εξαίρεση, χριστιανικό) προσανατολισμό, που έχουν ανθολογηθεί. Αυτά περιλαμβάνονται στην ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, που εξέδωσε ο Ανδ. Κεραμίδας το 1940 (εκδ. Σαλίβερου). Σημειώνω πως το «Εισαγωγικό και Κριτικό Σημείωμα» από τον ανθολόγο είναι μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες αναλύσεις του θέματος χωρίς εξεζητημένες φιλολογικές θέσεις. Ο αριθμός των 7 ανθολογήσεων από την ποίηση Προβελέγγιου που περιέχονται σε αυτήν δεν είναι ο μεγαλύτερος, συγκριτικά με άλλους ποιητές με προεξάρχοντες τους Παλαμά, Δροσίνη, Πολέμη, Σολωμό. Εν τούτοις, ο αριθμός αυτός αναλογικά αντιστοιχεί στον γενικότερο μέσο όρο ποσοτικής κατάταξης, που η νεοελληνική εκπαιδευτική φιλολογία της εποχής επιφυλάσσει για τον Προβελέγγιο.

Ας μην ξεχνάμε πως, από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εργασία της φιλολόγου-εκπαιδευτικού Χρυσ. Κουμπάρου σχετικά με την “Θέση του Π. Νιρβάνα στα σχολικά εγχειρίδια (1884-1980)”, προκύπτει μια ποσοτική ιεράρχηση των ανθολογημένων νεοελληνικών κειμένων. Στην ιεράρχηση αυτή ο Προβελέγγιος ισοβαθμεί και κατατάσσεται στην 4η/5η θέση μαζί με τον Νιρβάνα (υπερτερούν οι κατηγορίες “Δημοτικά, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης”) με κριτήριο τον αριθμό κειμένων/ποιημάτων  στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα της Μέσης εκπαίδευσης. Η πρωτότυπη αυτή μελέτη αναφοράς για την Β’βάθμια εκπαίδευση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, που εκδίδει η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (τεύχος 154-155, έτος 39, Ιαν-Ιουν 2021, σελ. 35-41).

Το χριστιανικό μήνυμα του Προβελέγγιου είναι έντονο, ζωντανό και δυνατό. Ίσως δεν αποτελεί σύμπτωση πως το τελευταίο ποίημά του, που κυκλοφορεί όταν αυτός ευρίσκεται ακόμη εν ζωή, φέρει τον τίτλο «Χριστός Ανέστη». Η έρευνά μου το εντοπίζει στο χριστιανικού περιεχομένου δεκαπενθήμερο περιοδικό Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (σελ. 636, τεύχος Απριλίου 1936), αν και δεν αποκλείεται να έχει ήδη δεί το φως της δημοσιότητας ενωρίτερα. Πρόκειται πάντως για το Πάσχα του 1936, όταν ο Προβελέγγιος πεθαίνει στην Σίφνο, την Μεγ. Τετάρτη 8 Απριλίου 1936. Εκείνη την Μεγ. Πέμπτη, οι Σιφνιοί θα ετοιμάζονταν να θάψουν μαζί με τον Κύριό τους και τον επιφανή συνάνθρωπό τους. Το ποίημα αυτό αποθησαυρίζεται και στην ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Κεραμίδα (1940), καθώς επίσης και στην ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ της Αντιγόνης Μεταξά (της μετέπειτα γνωστής ως ραδιοφωνική «Θεία Λένα»), που εκδίδεται το 1948 (εκδ. Ν. Αλικιώτη). Επιλέγω να το μεταγράψω εδώ θεωρώντας το τυπικά ως ανέκδοτο:

“Χριστός Ανέστη”

Με μια αφοπλιστική παιδικότητα, ολιγόλεκτο και ολιγόστιχο, ίσως το ποίημα αυτό να γράφτηκε από έναν υπερήλικα Προβελέγγιο στας δυσμάς της ζωής του, με ακανόνιστα υπερμεγέθη δυσανάγνωστα γράμματα λόγω αυξανόμενων δυσκολιών στην όραση. Αυτό θα δικαιολογούσε και την ελλειπή απόδοση ενός ακροτελεύτιου στίχου. Η απουσία του στίχου αυτού διορθώθηκε «μουσουργική αδεία» με την επανάληψή του κατά την μελοποίηση του ποιήματος αυτού, μία ακόμη παντελώς άγνωστη πτυχή της ποίησης του Προβελέγγιου, με την οποία θα ασχοληθώ σε επόμενο μελέτημα.

Πράγματι, το ποίημα «Χριστός Ανέστη» τονίσθηκε (όπως το έλεγαν τότε), ήτοι μελοποιήθηκε, για παιδιά από τον Γ. Γεωργιάδη και παρουσιάζεται με τον αριθμό #47 ως μέρος μιας ομάδας Πασχαλινών Τραγουδιών. Σε ρυθμό allegro (ζωηρό και χαρούμενο) τραγουδιούνται οι στίχοι από παιδικές χορωδιακές φωνές, ενώ μετά από κάθε στροφή παρεμβάλλονται επαναλαμβανόμενα «νταν-νταν» με τονισμένη άρθρωση φθόγγου (marcato). Γεγονός πάντως παραμένει πως ο ίδιος ο ποιητής δεν ήταν στην ζωή πλέον για να ακούσει τον «κώδωνα χαράς» να σημαίνει εκείνο το Πάσχα του 1936. Κρατούμε όμως την ομολογία πίστεως, που επιλέγει να μοιραστεί μαζί μας μέσα από τους στίχους του: «Ο Λυτρωτής του Κόσμου, ο Πλάστης και Θεός μου».

Εις την Παναγίαν (1888)

Και αν το τελευταίο ποίημα που δημοσιεύθηκε με τον Προβελέγγιο ακόμη εν ζωή «συνέπεσε» να φέρνει το μέγιστο Χριστιανικό αναστάσιμο μήνυμα παρηγορίας, ποιό άραγε να ήταν το πρώτο χρονικά ποίημά του με καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο;

Η εργογραφική έρευνά μου οδηγεί σε ένα ποίημα του 1888/9. Δεν απευθύνεται ούτε στην Φύση, ούτε στο Μέγα Κτίστη. Ούτε στο αστρικό Σύμπαν, ούτε στον Θεάνθρωπο Χριστό. Απευθύνεται «Εις την Παναγίαν». Δημοσιεύεται στο ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ της ΕΣΤΙΑΣ του έτους 1888-1889 (σελ. 21), που ανευρίσκεται στην Ψηφιοθήκη του ΑΠΘ. Πρόκειται για το πρώτο ημερολόγιο της σειράς αυτής, η οποία δεν θα μακροημερεύσει σε βάθος χρόνου, αφού εκδόθηκε μόνο για τρεις χρονιές. Ο Προβελέγγιος συνεργάζεται με το ημερολόγιο αυτό μόνο μία φορά εισφέροντας το εν λόγω ποίημα.

Δεν είναι γνωστή η πηγή της έμπνευσής του, ούτε τα γεγονότα που τον οδηγούν στην συγγραφή του πρώτου ποιήματος με καθαρά θρησκευτικό/χριστιανικό τίτλο και περιεχόμενο. Μέχρι τότε, η θεματολογία του ήταν εμπνευσμένη από αρχαϊκά μοτίβα, νησιωτικά θαλασσινά ερεθίσματα, τις εμπειρίες του από τα φθινοπωρινά ομιχλώδη τοπία της χώρας των Νιμπελούγκεν, την νοσταλγία κάθε ξενιτεμένου, από φυσιολατρικό θαυμασμό ή αισθηματικού περιεχομένου ασμάτια. Τί άραγε να ήταν αυτό που πυροδοτεί ένα απόλυτα δοξαστικό ποίημα για την Παναγία; Μάλλον ποτέ δεν θα το μάθουμε και μόνο στην εξ ύψους παραμυθία για προσωπικούς λόγους, που η παρηγορήτρα μάνα-Παναγία ενσαρκώνει, μπορούμε ίσως να το αποδώσουμε.

Διότι ο σχεδόν 40ετής Προβελέγγιος την περίοδο εκείνη διανύει θεωρητικά μιαν ανέμελη περίοδο. Δεν ασκεί βιοποριστική εργασία, αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποιητική συγγραφή, προωθεί την δημόσια αποδοχή της ποίησής του χωρίς όμως να έχει εκδώσει κάποια συλλογή και γενικά ζει την ζωή ενός περιζήτητου εργένη χωρίς οικονομικές, επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Δεν έχει λοιπόν κάποιον από τους συνήθεις ανθρώπινους λόγους για να στρέψει την προσοχή του στην μορφή της Παναγίας και άλλωστε δεν απευθύνεται προς Αυτήν με το γνωστό «Βόηθα Παναγιά!».  Αντίθετα, απευθύνεται προς Αυτήν σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, όπως συνήθως όλοι μας Τής μιλάμε σιωπηλά στις μύχιες προσευχές μας. Και μάλιστα στην γενόσημη μορφή της Παναγίας χωρίς τις ονοματολογικές εξειδικεύσεις των τοπωνυμίων ή εκκλησιαστικών απεικονίσεων, που συνήθως συνοδεύουν την δική μας «προσωπική Παναγία».

Φαινομενικά όμως δεν παρακαλεί για τις Πρεσβείες Της προς ευόδωση κάποιου συγκεκριμένου αιτήματος, όπως κάνει στο αμέσως επόμενο χρονολογικά ποίημά του με τίτλο «Χρυσοπηγή». Σε αυτό (δημοσιεύτηκε το 1896 και προτάσσεται στην ενότητα ΝΕΚΡΟΛΟΥΛΟΥΔΑ της πρώτης ποιητικής συλλογής του ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ) το τάμα για την αποκατάσταση της κλονισμένης υγείας της πολυαγαπημένης συζύγου του Αγλαΐας και μητέρας των μικρών παιδιών τους δηλώνεται δημόσια τόσο μέσα από τους στίχους όσο και στο παράπλευρο συνοδό σχόλιο του ποιητή. Ίσως για αυτόν ειδικά τον λόγο, το ποίημα «Εις την Παναγίαν» να έχει την δική του ιδιαίτερη πνευματική αξία, αφού δεν έχει παρακλητικό χαρακτήρα. Αντίθετα είναι ευχαριστηριακό και δοξαστικό. Το παραθέτω μεταγράφοντάς το από την πρωτότυπη έκδοση του, σημειώνοντας πως με τον τρόπο αυτό επανέρχεται στο προσκήνιο και αποθησαυρίζεται μετά από αφάνεια σχεδόν 140 ετών:

“Εις την Παναγίαν”

Συγκλονιστικό στην απλότητά του ποίημα, που όμως ο ποιητής δεν επιλέγει να συμπεριλάβει στις ποιητικές Συλλογές, τις οποίες αργότερα θα εκδώσει. Αυτό δεν σημαίνει πως εγκαταλείπει την χριστιανική θεματολογία. Κάθε άλλο. «Ήταν να μην ξεκινήσει»…

Εις τον Γολγοθάν (1891)

Σύντομα, το 1891, στο Πασχαλινό τεύχος του περιοδικού ΑΤΤΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ, που εκδίδει ο Νικ. Γ. Ιγγλέσης, θα προταχθεί στην πρώτη εσωτερική σελίδα το ποίημα του Προβελέγγιου «Εις τον Γολγοθάν». Το συλλεκτικό αυτό τεύχος υπ.αρ. 31-32 είναι μία από τις πρώτες προσπάθειες για εικονογραφημένη ύλη, ένα κοστοβόρο και τεχνικά δυσεπίλυτο θέμα για την εποχή. Το εξώφυλλο σχεδιάζεται από τον Α. Φιλαδελφέα και ίσως αποτελεί την απαρχή μιας αμοιβαίας φιλίας με τον Προβελέγγιο, που θα διατηρηθεί μέχρι τον θάνατο του τελευταίου.

Το ποίημα αυτό δεν είναι άγνωστο, το αντίθετο μάλιστα, συμβαίνει να είναι ίσως και ένα από τα γνωστότερα. Από αυτά που έκαναν το ασυνήθιστο και μακρόσυρτο ονοματεπώνυμο του «Αριστομένη Προβελέγγιου» πασίγνωστα διάσημο στο πανελλήνιο. Αυτό οφείλεται στην αποδοχή που γνώρισε και την ανατροφοδοτούμενη δημοφιλία του ποιήματος, σε βαθμό που να επιλεγεί λίγα χρόνια αργότερα (1895) ως η πρώτη παρουσία του Προβελέγγιου σε σχολικό εγχειρίδιο. Με Βασιλικό Διάταγμα, εισηγήσει της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής, εγκρίνεται για μια 5ετία η χρήση του Αναγνωσματαρίου που υποβάλλει ο Μιχ. Σακελλαρόπουλος, δ/ντής του «εν Επτανήσω Διδασκαλείου, για τους μαθητές της Δ’ Τάξεως των Δημοτικών Σχολείων -δημοσίων, δημοσιοσυντηρήτων και ιδιωτικών». Κάθε Πάσχα για πέντε ολόκληρα χρόνια, οι μικροί μαθητές θα διαβάζουν τα 22 ζευγαρωμένα τρίστιχα και θα αναλύουν την ποίηση και τα νοήματα του Προβελέγγιου σε διάλογο με τον προσωποποιημένο Γολγοθά, όπως το συνηθίζει ο ποιητής. Αν και πολύ γνωστό για την εποχή του, αφού δημοσιεύθηκε και στην ενότητα ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑΙ ΑΡΜΟΝΙΑΙ της πρώτης ποιητικής συλλογής (1896), επιλέγω να το μεταγράψω και εδώ στην αρχική του πολυτονική μορφή:

“Εις τον Γολγοθάν”

Το ποίημα αυτό βέβαια έχει και την δική του περίεργη ιστορία. Γραμμένο στην δημοτική σε μια δύσκολη, γλωσσικά μεταβατική, χρονική περίοδο, θα περιληφθεί από τον επίσης Σίφνιο Θεοδόση Σπεράντσα στην επιλογή του των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του 1917, όπως και αργότερα, το 1931, από τον Ηλ. Βουτιερίδη στο αντίστοιχο σχολικό εγχειρίδιο και πάλι για τους μαθητές της Β’ Γυμνασίου. Είναι άξιο παρατήρησης και ίσως ενδεικτικό της «επιτυχίας» του, πως ένα ποίημα που ξεκινά την πορεία του το 1891 εξακολουθεί να παραμένει στην επικαιρότητα, να επιλέγεται, να συγκινεί και να γαλουχεί αρκετές γενιές γυμνασιόπαιδων μέχρι το «πρόσφατο» 1976! Κάτι θα πρέπει να σημαίνει μια τέτοια μοναδική αντοχή στον χρόνο. Ιδιαίτερα μάλιστα ξενίζει το γεγονός πως η δημοτικότητα του ποιήματος συνεχίζεται και στην μεταπολεμική περίοδο όταν η εκπαίδευση και η ποίηση γνώρισαν βαθύτατες δομικές, σχεδόν κοσμογονικές, αλλαγές. Το «Εις τον Γολγοθάν» διδάσκεται στην Α’ Γυμνασίου για μια μακρά σειρά ετών μέσα από τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα αρχικά των Ν.Κοντόπουλου-Κ.Ρωμαίου το 1950 και στην συνέχεια αυτά των Χ.Δημητρακόπουλου-Θ.Παρασκευόπουλου-Κ.Ρωμαίου-Στ.Σπεράντσα-Σ.Δουφεξή με αφετηρία το 1956 και κατόπιν στις πάμπολλες ετήσιες επανεκδόσεις/προσαρμογές μεταξύ 1964 και 1976.

Πέρα από τον προφανή παιδαγωγικό χαρακτήρα του, ίσως η δημοφιλία του συγκεκριμένου ποιήματος να οφείλεται και στην αρνητική διαφήμιση, που έλαβε αρκετά ενωρίς στη «ζωή» του. Και τούτο διότι πρόκειται για το ένα από τα δύο ποιήματα του Προβελέγγιου, που αναφέρονται σε επίσημο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, έστω και με απορριπτικό τρόπο. Πράγματι, διαβάζουμε στο ΦΕΚ #127 της 24Μαϊ1908 (σελ. 492): «…η κριτική επιτροπεία ενέκρινε τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα των κ. κ. Εμμ. Παντελάκη και Ν. Κυπαρίσση δια την πρώτην και δευτέραν τάξιν του Γυμνασίου… Έκρινε δε καλόν η επιτροπεία των κριτών όπως εκ μεν του πρώτου τόμου αφαιρεθή το ποίημα «Ιερουσαλήμ», εκ δε του δευτέρου το ποίημα «εις τον Γολγοθάν» αμφότερα υπό Άρ. Προβελεγγίου, ως γλωσσικώς ανώμαλα».

Μάλλον αυτή η «γλωσσική ανωμαλία», θύμα των έντονων δημόσιων αντιπαραθέσεων μεταξύ των υπεραμυντόρων του γλωσσικού συντηρητισμού και των υπερασπιστών μιας πιο προοδευτικής γλωσσικά εκπαίδευσης, είναι που «καταδίκασαν» το ποίημα «Εις τον Γολγοθάν» σε μακροημέρευση. Οι εφημερίδες της εποχής (1907-8) με προεξάρχουσα την ΑΘΗΝΑΙ του Πωπ φιλοξενούν σε τακτική βάση την δημόσια αλληλογραφία και επιχειρηματολογία  μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων «παρατάξεων». Ο «συνήθης ύποπτος» καθηγητής Μιστριώτης εμφανίζεται λάβρος υπερασπιστής των επιλογών του, ενώ ακόμη και ο Δροσίνης παρεμβαίνει με πρωτοσέλιδο άρθρο (εφημ. ΑΘΗΝΑΙ φ. 9Ιαν1906) σχετικά με την υπουργική απόφαση για την θεσμοθέτηση ενός μοναδικού, κεντρικά και κυβερνητικά επιλεγμένου, αναγνώσματος για την γλωσσική επιμόρφωση της μαθητιώσας νεολαίας.

Το ποίημα «Εις τον Γολγοθάν» θα εξακολουθήσει (έστω και αποσπασματικά) να συντροφεύει με την καθαρευουσιάνικη επικεφαλλίδα και τους στίχους σε βατή λόγια δημοτική γλώσσα τον «Θρησκευτικόν Βίον» των Αναγνωσματαρίων του Γυμνασίου μέχρι το 1976, όπως είπαμε. Ενδιαμέσως θα συνεχίσει τις τακτικές εμφανίσεις του περί την εποχή του Πάσχα και σε άλλα έντυπα, όπως για παράδειγμα στο τεύχος της 19ης Απριλίου 1925 του δημοφιλούς περιοδικού ΜΠΟΥΚΕΤΟ (σελ. 276). Με δεδομένη μια τέτοια πορεία και την σαφώς επιδραστική του παρουσία στην γαλούχηση εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών είναι αξιοπρόσεκτο όσο και αξιοπερίεργο το γεγονός πως ο Γ.Τσατσαρώνης στην διατριβή του με θέμα ”Η αξιακή και παιδαγωγική διάσταση της ποίησης του Αρ Προβελέγγιου” (Ιωάννινα, 2006) αφιερώνει ελάχιστες λέξεις στο ποίημα αυτό (σελ. 431). Παρ’ ολ’ αυτά, η επισήμανση πως η «σύνδεση του παιδιού με το θείο συντελεί στην απηρέμησή του» είναι καίρια, μνημονεύοντας το βιβλίο του αββά Μπρεμόν «Προσευχή και Ποίηση». Όσον αφορά δε το ποίημα «Ιερουσαλήμ», ο συγγραφέας φαίνεται πως επίσης ηθελημένα δεν του αποδίδει παιδαγωγική αξία. Έτσι, παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό, μολονότι το ποίημα ξεχειλίζει σχεδόν αποκλειστικά από παιδικά ερεθίσματα, η δε τελευταία στροφή αυτήν ακριβώς την «απηρέμηση» μεταφέρει, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ (1908;)

Θα επιδείκνυα λοιπόν ίσως ασυγχώρητη μεροληψία, αν δεν εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να ασχοληθώ και με το δεύτερο θρησκευτικό ποίημα του Προβελέγγιου, που γνωρίζει την απαξία της κρατικής κριτικής επιτροπής, το «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ !». Θεωρητικά εξ ίσου γνωστό με το προηγούμενο, ανευρίσκεται εύκολα στην ενότητα ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ της δεύτερης ποιητικής συλλογής ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1916, εκδ. Κολλάρου, σελ. 24). Έχει κι αυτό την δική του μικρο-ιστορία και έτσι, για λόγους πληρότητας προς τον αναγνώστη, το μεταγράφω και εδώ:

” Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ ! “

Απλά μεγαλειώδες. Ακόμη και των «Ιουδαίων τα φρενιασμένα πλήθη» αναγκάζονται να υποκλιθούν στο δαιμόνιο της χριστιανικής ποιητικής τέχνης. Η ευταξία των ζευγαρωμένων τρίστιχων τού «Εις τον Γολγοθάν» αντικαθίσταται εδώ από μια οργανωμένα ηθελημένη αταξία στίχων, που ο ποιητής επιλέγει να ομαδοποιήσει νοηματικά. Δεν έχω ακόμη καταφέρει να εντοπίσω την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος αυτού. Σίγουρα βέβαια έχει προηγηθεί χρονικά του 1908, χρονιά που, όπως είδαμε, η απόρριψή του είναι όρος απαράβατος για την έγκριση του σχολικού εγχειριδίου. Γνωρίζουμε πως δημοσιεύθηκε σε κάποια ημερήσια εφημερίδα, μάλλον των Αθηνών, διότι ο ίδιος ο Προβελέγγιος έχει φροντίσει να συλλέξει το σχετικό απόκομμα του φύλλου. Το βρίσκουμε στα κατάλοιπα του αρχείου Προβελέγγιου, που διατηρούνται στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών. Αν και ο ποιητής δεν φρόντισε να διασώσει και τον τίτλο της εφημερίδας ή την ημερομηνία του φύλλου, οπότε υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πως ίσως πρόκειται για κάποια μεταγενέστερη αναδημοσίευση. Έτσι η έρευνα συνεχίζεται χωρίς ειδική κατεύθυνση ευελπιστώντας πως θα εντοπίσει την πρώτη του δημοσίευση σε κάποια μελλοντική στιγμή.

Το «Ιερουσαλήμ» μοιάζει να είναι από τα αγαπημένα έργα του ποιητή με θρησκευτικό περιεχόμενο. Η άποψη μου αυτή βασίζεται σε ένα μοναδικό όσο και σπάνιο εύρημα. Πράγματι, τον ισχυρισμό αυτόν βασίζω σε μια παντελώς άγνωστη δημόσια ομιλία του Προβελλέγιου, που η πρωτογενής έρευνά μου στα επί μέρους αρχεία του Βασιλικού Θεάτρου συμπτωματικά ανέσυρε στην επιφάνεια από την λήθη. Στον σχετικό φάκελλο που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ (αρχειακή ενότητα από την συλλογή Γιάννη και Γιώργου Ιορδανίδη) διατηρούνται τα έντυπα προγράμματα των διαφόρων παραστάσεων και εκδηλώσεων. Η μορφή τους είναι ευτελής, τυπωμένα σε φθηνό χαρτί με κυανή μελάνη, γνωστά σε όλους της γενιάς μου από τις «σαΐτες» που επιμελώς θα κατασκευάζαμε με αυτά στους θερινούς κινηματογράφους. Οι πληροφορίες όμως που διασώζουν είναι ανεκτίμητες. 

Δεν θα παρασυρθώ σε παρέκβαση για το Βασιλικό και μετέπειτα Εθνικό Θέατρο της Αθήνας. Επιφυλάσσομαι γι’ αυτό στο σχετικό μελέτημα με τίτλο «Ο Θεατρικός Προβελέγγιος». Λίγες πληροφορίες όμως είναι απαραίτητες. Το Βασιλικό Θέατρο εγκαινιάστηκε το 1901 και σταμάτησε την λειτουργία του το 1908. Μετά το οριστικό κλείσιμο του Θεάτρου, το μεγαλοπρεπές κτίριο του Τσίλλερ στην οδό Αγ.Κωνσταντίνου έμεινε αρχικά στην ιδιοκτησία του πρίγκιπα Νικολάου προτού απαλλοτριωθεί από το Δημόσιο το 1923. Από το 1908 και μέχρι την επανέναρξη λειτουργίας του ως Εθνικό Θέατρο (1929), οι χώροι του χρησίμευσαν ενδιαμέσως για την φιλοξενία πολυποίκιλλων πνευματικών εκδηλώσεων, όπως θεατρικές παραγωγές ξένων αλλά και ελληνικών επαγγελματικών θιάσων, μαθητικές και σπουδαστικές παραστάσεις, συναυλίες, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, κύκλους ομιλιών, χορούς συλλόγων και σωματείων.

Σε μία από αυτές, το 1914, ο Προβελέγγιος είναι τιμώμενος προσκεκλημένος να μιλήσει για την ποίησή του και να απαγγείλει δημιουργίες του. Η ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ, «υπό την επίτιμον Προεδρείαν της Α.Β.Υ. του Διαδόχου» διοργανώνει τακτικά διαλέξεις που λαμβάνουν χώρα στην Αίθουσα Εορτών (φουαγιέ) του Θεάτρου. Την Τρίτη, 11 Μαρτίου 1914, στις 6 μ.μ., το πρόγραμμα της Δ’ Διαλέξεως (Α’ Περίοδος της Β’ Σειράς) περιλαμβάνει δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος θα ομιλήσει για ένα περίεργο θέμα με τίτλο «Ο Εύζωνος (Ζλαπ) ως Εθνική Ψυχή» με «απαγγελίαν σατιρικών στίχων τού Μητρούση και εντυπώσεών  του». (Σημείωση: Ο «Μητρούσης» υπογράφει δημοφιλή εβδομαδιαία ευθυμογραφήματα στη στήλη «Ευζωνική Επιθεώρησις» στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, που σατιρίζουν την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα χρησιμοποιώντας μια «βλάχικη» ορεσείβια εκφορά λόγου). Τιμή δραχμή 1, εισιτήρια απηλλαγμένα φόρου, οι αξιωματικοί προσέρχονται με μικράν στολήν.

Με το ίδιο εισιτήριο, στο δεύτερο μέρος της βραδυάς, οι θεατές θα απολαύσουν «Προβελέγγιο». Μετά την «Εισαγωγή», ο ποιητής θα παρουσιάσει και θα απαγγείλει τα ποιήματα «Το δένδρον και το πλοίον», «Η ποίησις των ερειπίων», «Από τους βράχους του Αιγαίου» και «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ». Ίσως το κριτήριο της επιλογής των συγκεκριμένων ποιημάτων να είναι αντιπροσωπευτικά θεματικό, θέλοντας ο ποιητής να ορίσει ο ίδιος το εν γένει στίγμα της ποίησής του.  Ένα ποίημα εθνικής προτρεπτικής τοποθέτησης, ένα ρομαντικού αναστοχασμού, ένα που αναδύει ηρωική θαλασσινή ευωδία και, φυσικά, ένα θρησκευτικού περιεχομένου. Τα δύο πρώτα  περιελήφθησαν αργότερα στην ενότητα ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ ενώ τα δύο επόμενα στην ενότητα ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ, αμφότερες μέρη της δεύτερης ποιητικής συλλογής ΠΟΙΗΜΑΤΑ που θα εκδώσει ο Προβελέγγιος το 1916 (Αθήναι, εκδ. Κολλάρου). Ατυχώς δεν εντοπίζουμε κάπου τον κριτικό απολογισμό της βραδυάς, ούτε γνωρίζουμε το περιεχόμενο της σίγουρα ενδιαφέρουσας «Εισαγωγής». Η επιλογή όμως και η σειρά των ποιημάτων είναι ενδεικτική για την αξιολόγησή τους εκ μέρους του ποιητή μέσα από έναν μεγάλο αριθμό άλλων ποιημάτων της ιδίας περιόδου.

Το Βασιλικό Θέατρο δεν κατόρθωσε να έχει την εμπορική επιτυχία που οι Άνακτες χρηματοδότες του είχαν οραματισθεί. Ίσως το εγχείρημα να ήταν πρώιμο. Ίσως η συγκεντρωτικότητα των βραχύβιων διευθυντών του να μην μπόρεσε να ανταποκριθεί στον ισοβαρή συγκερασμό ενός «σοβαρού» παιδευτικού εθνικού ρεπερτορίου με την προσθήκη μεταφρασμένων έργων ξένων θεατρικών συγγραφέων. Ακόμη και η εμπλοκή του Προβελέγγιου στην στενή και στεγανή ομάδα των διαπιστευμένων μεταφραστών δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Ο κουνιάδος του Άγγελος Βλάχος, παρά την εμπλοκή του με το πρόγραμμα του Θεάτρου από την θέση του διευθυντή στην αρχή και στο τέλος της λειτουργίας του, δεν μπόρεσε να αποτρέψει το μοιραίο, αν υποθέσουμε πως οι ευθύνες που του προσάπτονται για αυτό τον αδικούν.

Συμπληρωματικά σε αυτά που ήδη μέχρι τώρα ξεχώρισα και παρουσίασα, τα ποιήματα χριστιανικού θρησκευτικού περιεχομένου του Προβελέγγιου (αμιγώς ή με σχετική βαρύτητα στις αναφορές τους) περιλαμβάνουν ακόμη τα εξής: «Εορτή Αγίου, Εσπερινός, Ο Προφήτης Ηλίας, Ερημοκκλήσι, Έρως και Θρησκεία, Χρυσοπηγή» (από την συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ,1896). Καθώς και τα: «Η Δύο Θρησκείες, Καλόγερε μου, Αιωνία Εικών», «Αδελφοί» (από την δεύτερη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ,1916). Τέλος, τα: «Οι Δύο Κόσμοι, Ο Ιησούς και η Συκιά, Σ’ Είσ’ ο Θεός μου» (από την τρίτη χρονολογικά συλλογή ποιημάτων ΣΦΙΓΞ ΚΑΙ ΠΗΓΑΣΟΣ, 1926) με συμπλήρωμα «Το Θαύμα της Χρυσοπηγής» (από την έκδοση ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ, 1930).

Η Προσευχή της Μαρούλας (1892)

Ήδη νομίζω πως έχω στοιχειοθετήσει ικανοποιητικά την άποψή μου για την χριστιανική θρησκευτικότητα του Προβελέγγιου διατρέχοντας την ποίησή του. Τα έμμετρα αποσπάσματα από τα θεατρικά του έργα έρχονται ως παραπληρωματική βοήθεια στην τεκμηρίωσή μου. «Η Προσευχή της Μαρούλας», από το πρώτο και βραβευμένο θεατρικό έργο του Προβελέγγιου «Η κόρη της Λήμνου» (1892), έχει ήδη ξεχωριστεί από τον Χαρίσιο Παπαμάρκου και συμπεριληφθεί στο «Αναγνωσματάριον δια τους μαθητάς της Τετάρτης τάξεως των σχολείων της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως δια την πενταετίαν 1906-1911» (εκδ. Κολλάρου, 1906, σελ. 99-101).

Εδώ ο ανθολόγος δεν επιλέγει απλώς ένα απόσπασμα από το εν λόγω θεατρικό έργο του Προβελέγγιου. Άλλωστε το έργο μέχρι πρότινος εθεωρείτο περιέργως ανέκδοτο (Γ. Τσατσαρώνης, 2006, σελ. 526). Έτσι, ο Χ. Παπαμάρκου, για τις ανάγκες του παιδευτικού του μηνύματος προς τα μαθητόπουλα, πρωτοτυπεί αυτοσχεδιάζοντας και δημιουργώντας το υπ.αρ. #62 κεφάλαιο στο Αναγνωσματάριο με τίτλο «Η Ηρωίς της Λήμνου Μαρούλα». Σε αυτό συνδυάζει ένα κείμενο-απόσπασμα από την «Ιστορία  του Ελληνικού Έθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου (τόμ.Ε’ σελ. 631), στο οποίο παρεμβάλλει την «προσευχή της Μαρούλας» του Προβελέγγιου, όπως την αντλεί από την «Λασσανείου δραματικού αγώνος κρίσιν» (1892, σελ. 44). Πρόκειται άραγε περί ποιήματος; Θα ακολουθήσω την άποψη του ανθολόγου, που ως «ποίημα» το αναφέρει στο Πίνακα των Περιεχομένων (σελ. 190) και ως τέτοιο διδάσκεται στους μικρούς μαθητές.

Το Αναγνωσματάριον Παπαμάρκου συνέχισε να συντροφεύει τα νεαρά ελληνόπουλα και μετά την λήξη της ισχύος του αρχικού πενταετούς διαγωνισμού, αφού το βρίσκουμε σε επανέκδοση του 1915 (ψηφιοποιημένο από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής). Μετά από όλα αυτά, νοιώθω κι εγώ υποχρεωμένος να  μεταγράψω εδώ σε άπταιστη καθαρεύουσα της εποχής την παντελώς άγνωστη:

” Προσευχή της Μαρούλας “

Το ιστορικό του θρύλου της 17χρονης «Κόρης της Λήμνου», της ελληνίδας Ζαν ντ’Αρκ, από την πολιορκία του ενετικού κάστρου στην παραλία Κότσινου (1478) δεν ενέπνευσε μόνο τον Προβελέγγιο στο πρώτο θεατρικό του έργο (1891). Αιώνες ενωρίτερα (1699) ο Ιησουίτης ενετός καλόγηρος Γουλιέλμο Ντοντίνι είχε γράψει ποίημα για αυτήν, ενώ επίσης προηγήθηκε και ο Κ. Παλαμάς (1885) με το ομώνυμο γνωστό ποίημα. Μολονότι βραβευμένο στον Λασσάνειο του 1891, διαφημισμένο από συνέντευξη του συγγραφέα (εφημ. ΤΟ ΑΣΤΥ φ. 21Ιουν1894, σελ. 3) και με καλές κριτικές (εφημ. ΕΣΤΙΑ, φ. 22Ιουν1894) το έργο του Προβελέγγιου ανεβάστηκε στην σκηνή το καλοκαίρι του 1894 στο υπαίθριο αθηναϊκό θέατρο Τσόχα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Την κατ’ ουσίαν εμπορική αποτυχία του θεατρικού έργου αυτού αποδέχεται και πιστοποιεί και ο ίδιος ο Προβελέγγιος. Πράγματι, σε μια προσωπική επιστολή του από την Σίφνο προς τον κουνιάδο του Άγγελο Βλάχο με ημερομηνία 24 Ιουλίου 1894 τού εκμυστηρεύεται:

Το μοναδικό αυτό, τελείως άγνωστο, τεκμήριο, γραμμένο σε πένθιμο επιστολόχαρτο λόγω του θανάτου της συζύγου του Αγλαΐας, εντόπισα στο Αρχείο Αγγ. Βλάχου που διατηρείται στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ.

Το θεατρικό έργο «Η Κόρη της Λήμνου» παρέμεινε τυπικά ανέκδοτο μέχρι το 1979. Τότε, ο λόγιος και θεατρικός συγγραφέας Κ. Βαλέτας φωτοτύπησε το χειρόγραφο και το τύπωσε σε βιβλίο (εκδ. Πηγής, Αθήνα 1979) για τις ανάγκες της εισήγησής του στο Ε’ Συμπόσιο Αιγαίου που έγινε στην Λήμνο (ΣΙΦΝΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, φύλλο Σεπ1979), παρά τα λεγόμενα του Γ. Τσατσαρώνη (σ. 526).

Από το βιβλίο αυτό, που σημειωτέον αντίτυπό του δεν υπάρχει σήμερα ούτε καν στα χέρια του ίδιου του συγγραφέα του Κ. Βαλέτα, μετέγραψα τους ανωτέρω 27 στίχους της «Προσευχής της Μαρούλας». Όπως μας πληροφορεί στην εισαγωγή ο Βαλέτας (σελ. 2), οι στίχοι αυτοί, καθώς επίσης και ορισμένα άλλα μέρη του δράματος, δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο χειρόγραφο των 116 σελίδων, που φυλάσσεται στα κατάλοιπα του Αρχείου Προβελέγγιου στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών (και επιβεβαίωσα). Προστέθηκαν στην ΙΑ’ σκηνή της Πρώτης Πράξης από την μοναδική εναλλακτική πηγή σύγκρισης που έχουμε στην διάθεσή μας, την αρχική εισήγηση-κρίση του Λασσάνειου διαγωνισμού. Την ανέγνωσε στο κοινό ο εισηγητής Νεοκλής Καζάζης για λογαριασμό της τριμελούς Κριτικής Επιτροπής (Θ. Αφεντούλης και Γ. Μιστριώτης τα άλλα δύο μέλη) και περιέχει επιλεγμένα αποσπάσματα από το έργο. Από την ίδια αρχική πηγή, επέλεξε και ο ανθολόγος φιλόλογος Χ. Παπαμάρκου το σχετικό “ποίημα” για το Αναγνωσματάριο του 1906. Συμβατό με την αμελή αταξία που διέκρινε τον Προβελέγγιο παραμένει το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίγραφο από το τελικό κείμενο, που παίχτηκε επί σκηνής το 1894 για πρώτη και τελευταία φορά. Ο Βαλέτας όμως θεωρεί και επιχειρηματολογεί πως, πέραν των διαφορών που επισημαίνει (φραστικές κυρίως και μια αλλαγή στην υπόθεση της τελευταίας πράξης), το έργο παρέμεινε κατ’ ουσίαν ίδιο και στις δύο εκδόσεις του, όπως αυτές διασώθηκαν.

Η εισήγηση-κρίση του Λασσανείου δραματικού αγωνίσματος του έτους 1891-1892 ανευρίσκεται ψηφιοποιημένη σε πλήρη μορφή στην βάση ΠΕΡΓΑΜΟΣ του ΕΚΠΑ ενώ τα αποσπασματικά συμπεράσματά της δημοσιεύθηκαν συνοπτικά σε δύο συνέχειες στην εβδομαδιαία επιθεώρηση ΝΕΟΛΟΓΟΥ της Κων/λεως το έτος 1892 (τεύχη 12 και 13). Το ιδιαίτερα σπάνιο και μη-δανειζόμενο βιβλίο του Κ. Βαλέτα (1979) ανευρίσκεται στην δανειστική βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσ/κης (ΑΠΘ). Για τις ανάγκες του παρόντος ευχαριστώ θερμά την Σίφνια εξαδέλφη μου Αλκμήνη Πάκα (το γένος Βερνίκου), Πρόεδρο του τμήματος Αρχιτεκτόνων στο ΑΠΘ, που εξήσκησε την καθηγητική γοητεία της προκειμένου να μου εξασφαλίσει ένα ψηφιοποιημένο αντίγραφο.

Προς τον Θεόν (1926)

Είναι παιδαγωγικά ενδιαφέρον πως τα θρησκευτικά χριστιανικά ποιήματα του Προβελέγγιου προσέλκυσαν την προσοχή των ανθολόγων εκπαιδευτικών, όπως είδαμε. Ένα ακόμη απόσπασμα από το καθ’ομολογίαν πίστεως ποίημά του «Σ’ Είσ’ ο Θεός μου» από την ενότητα ΣΦΙΓΞ ΚΑΙ ΠΗΓΑΣΟΣ (φιλοξενήθηκε στην τρίτη ποιητική συλλογή ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ του 1926) περιλήφθηκε στο Αναγνωστικό της Ε’ Δημοτικού του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) του 1955. Οι πέντε ανθολόγοι φιλόλογοι Γ. Καλαματιανός-Θ. Γιαννόπουλος-Δ. Δούκας-Δ. Δεληπέτρος-Ν. Κοντόπουλος επιλέγουν να το προτάξουν σαν πρώτο εισαγωγικό αρχικό ανάγνωσμα για την καινούργια χρονιά. Δεν γνωρίζω ποίος ακριβώς ήταν ο χρόνος ζωής του Αναγνωστικού αυτού. Ελλείψει άλλων πληροφοριών εκτιμώ πως η έκδοση του 1955 για την Ε’ Δημοτικού διατηρήθηκε μέχρι την επόμενη που έχω στην διάθεσή μου, αυτή του 1965. Σε αυτήν οι αρχικοί πρώτοι πέντε ανθολόγοι έχουν συμπληρωθεί με άλλους οκτώ, πάντοτε όμως υπό την πρωτοκαθεδρία του Γ. Καλαματιανού. Το απόσπασμα αυτό είναι ίσως το δεύτερο γνωστότερο του ποιητή στο πανελλήνιο μετά το «Εις τον Γολγοθάν», αφού επίσης συνδέεται με τα σχολικά χρόνια της γενιάς μου.

Με τα μάτια της παιδικής φαντασίας μου από το 108ο Δημοτικό Σχολείο στην οδό Θήρας της Αθήνας, «θυμάμαι» τους μικρούς συμμαθητές μου της Ε’ Δημοτικού του 1968 να μπαίνουμε στην τάξη έχοντας ήδη πάρει δωρεάν στα χέρια μας το ολοκαίνουργιο Αναγνωστικό με το φανταχτερό πολύχρωμο εξώφυλλο. Η πρώτη γνωριμία με τον νέο διδάσκαλό μας θα γίνει με το να μας καλέσει να το ανοίξουμε στο πρώτο ανάγνωσμα. Ενότητα 1η , ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ. Τίτλος του 1ου κειμένου «ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ». Υπογραφή, Αριστομένης Προβελέγγιος.

«—Ποιο παιδάκι θέλει να μας το διαβάσει;» θα ρωτούσε ο δάσκαλος. Ο συνήθης ύποπτος, εγώ δηλαδή, θα σήκωνε το χέρι και θα ξεκινούσε η ανάγνωση. Άλλωστε ήμουν συνηθισμένος σε αυτά, αφού ήξερα να διαβάζω από την ηλικία των 4 ετών, πολύ προτού πάω στο νηπιαγωγείο. Και όταν κάποιο βράδυ θα πήγαινα στο σπίτι του παππού μου του «Σβίγγου» στην πλατεία Θυμαρακίων για να «ντύσουμε» τα σχολικά βιβλία με μπλε κόλλα γκλασέ για την προστασία του εξωφύλλου, θα μου επισήμαινε πως «αυτός ο Προβελέγγιος είναι Σιφνιός!».

Ποιος θα μου τό ‘λεγε πως σχεδόν 60 χρόνια αργότερα θα έπρεπε να επαναφέρω στην μνήμη μου μια τέτοια σκηνή από ένα ήδη μακρινό παρελθόν. Μια σκηνή που αυτούσια επαναλήφθηκε σε χιλιάδες τάξεις του δημοτικού σε όλη την επικράτεια για την χρονική περίοδο που τα συγκεκριμένα Αναγνωστικά παρέμειναν σε χρήση. Σε ανάμνηση ανέμελων χρόνων θα μεταγράψω και εδώ το αναμφίβολα επιδραστικό αυτό ποίημα που γαλούχησε και την γενιά μου. Σε αγκύλες οι στίχοι από το πλήρες ποίημα που δεν επιλέχθηκαν για τα Αναγνωστικά. Διατηρώ το «άναρχο» στήσιμο των στροφών από τον ποιητή και σημειώνω πως το βατό 12στιχο απόσπασμα παρουσιάστηκε στο σχολικό εγχειριδίου σε 3 τετράστιχες στροφές. Ένα, κατά την εκτίμησή μου, τυπογραφικό λάθος [ωμέγα αντί όμικρον, (τῶν) τὸν] στον στίχο 34 της πρωτότυπης έκδοσης έχει διορθωθεί.   

” ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ (Σ’ ΕΙΣ’ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ) ”

Δεν είναι σαφές από ποιανού εκ των δεκατριών ανθολόγων την προσωπική συλλογή πνευματικών δικαιωμάτων προέρχεται η συγκεκριμένη επιλογή. Με δεδομένη όμως την γνωστή αδυναμία του πρώτου εκ των ανθολόγων, του Γ. Καλαματιανού, προς τον Προβελέγγιο τείνω να την αποδώσω σε αυτόν. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τα μαθήματα του νεοελληνιστή φιλολόγου Γ. Καλαματιανού (του τρυφερά επονομαζόμενου με το χαϊδευτικό προσωνύμιο «Γάτος») στην τάξη της Ε’ Γυμνασίου (Β’ Λυκείου Πρακτικού) στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων το 1975, όπου και διετέλεσε Γυμνασιάρχης για σειρά ετών. Η αδυναμία του προς τον Σίφνιο ποιητή είναι σαφής και από την επιμονή του να επιμένει να μεταλαμπαδεύσει εθνικοχριστιανικές αρχές σε «αναρχιστές» εφήβους με το θεατρικό απόσπασμα από τον «Νικηφόρο Φωκά» (1956/1963/1965/1968/1970/1971/1973/1974, Νεοελληνικά Αναγνώσματα για την Ε’ τάξιν  Γυμνασίου).

Τα διαφορα αποσπάσματα από το θεατρικό έργο του Προβελέγγιου «Νικηφόρος Φωκάς» αποδείχθηκαν δημοφιλή για την παιδαγωγική τους αξία, αφού από πολύ ενωρίς (1917), πρώτος ο Θεοδόσης Σπεράντσας τα επέλεξε για τους μαθητές της Β’ Γυμνασίου. Δεν θα μας απασχολήσουν οι διαχρονικές επιλογές αυτές για τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα, διότι περισσότερο εθνικό και πατριδολατρικό ήταν το περιεχόμενό τους παρά θρησκευτικό.

Ψυχή μου, ψυχή μου (1914)

Εξαίρεση αποτέλεσε το απόσπασμα που επιλέγει ο Ανδρ. Κεραμίδας για την ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ (1940). Προέρχεται από την Πέμπτη πράξη, σκηνή Γ’ (σελ. 111 της εκδ. Κολλάρου του 1914) της «Τραγωδία Νικηφόρος Φωκάς, εις πράξεις πέντε, βραβευθείσης εις τον Αβερώφειον διαγωνισμόν του 1913». Ο ανθολόγος, χρησιμοποιώντας το Inc του πρώτου στίχου, το επιγράφει «Ψυχή μου, ψυχή μου» και το παρουσιάζει σαν αυτόνομο ποίημα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται περί ενός ψαλμού, που απαγγέλει ο Γαβριήλ (ρόλος στο θεατρικό έργο) «συνοδευομένου υπό άρπας, υποκρουομένης όπισθεν της σκηνής», σύμφωνα με τις οδηγίες του συγγραφέα. Για λόγους πληρότητας, αξίζει να μεταγράψουμε το απόσπασμα αυτό στην μορφή του αυτόνομου ανθολογημένου ποιήματος, ένα ακόμη από την ελλειπή ποιητική εργογραφία του Προβελέγγιου. Παραλείπω τις λοιπές οδηγίες περί των διαδραματιζομένων στην θεατρική σκηνή, που άλλωστε δεν περιλαμβάνονται στην Θρησκευτική Ανθολογία ποιημάτων:

” ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ ”

Εκτιμώ πως με όλα τα προεκτεθέντα καθίσταται παντελώς περιττή οποιαδήποτε περαιτέρω επιχειρηματολογία σχετικά με το χριστιανικό υπόβαθρο όλης της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας του Αριστομένη Προβελέγγιου. Τι χρεία όμως υπάρχει για αξιολογικές κρίσεις, αναλύσεις και συμπεράσματα τρίτων, όταν έχουμε την ίδια την μαρτυρία του ποιητή, με τις δικές του λέξεις και εκφράσεις, σχετικά με το υπό εξέταση θέμα; Θα μπορούσαμε βέβαια να τα είχαμε κάλλιστα παραθέσει ευθύς εξ αρχής, τούτο όμως θα μας είχε στερήσει από την πανδαισία της θρησκευτικής διάστασης της ποίησής του.

Ο Ευαγγελιστής Προβελέγγιος (1933)

Τον Σεπτέμβριο του 1933 επισκέπτεται την Σίφνο, ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στην ζωή του σε Κυκλαδονήσι, το χωριατόπουλο από τα Τζουμέρκα, ο μετέπειτα αριστερός ποιητής του βουνού και σύντροφος-συνοδοιπόρος υμνητής του Άρη Βελουχιώτη, ο Γιώργος Κοτζιούλας. Εύσχημος σκοπός της επίσκεψής του μια συνέντευξη από τον ηλικιωμένο Αριστομένη Προβελέγγιο, που και θα τον φιλοξενήσει. Παράλληλη αντικειμενική αποστολή η εκμαίευση μιας θετικής απάντησης στο επίσημο και γραπτό αίτημα του αιθεροβάμονα Τέλλου Άγρα για τυπική και ουσιαστική υιοθεσία από τον Προβελέγγιο. Την προτροπή και μεσολάβηση για την συνέντευξη-πρόφαση είχε φροντίσει να κανονίσει ο Άγρας. Επρόκειτο να δημοσιευθεί στο νεανικό Πειραιώτικο περιοδικό ΡΥΘΜΟΣ.

Μολονότι ο νεαρός Κοτζιούλας δεν είχε ακόμη πλήρως διαμορφώσει την μετέπειτα επαναστατική και ανατρεπτική κοινωνική άποψή του, εν τούτοις η προοδευτική προδιάθεσή του ήταν δεδομένη λόγω κοινωνικής και μορφωτικής προικοδότησης. Όταν επισκέπτεται τον Προβελέγγιο στο κελλί της Χρυσοπηγής γνωρίζει πως θα συναντηθεί με ένα διάσημο «ιερό τέρας» της ποιητικής τέχνης μιας προηγούμενης εποχής, έναν ευκατάστατο εισοδηματία αριστοκρατικών καταβολών, έναν ακαδημαϊκό με κρατικά βραβεία και βασιλικά παράσημα και -το κυριώτερο- έναν (θεωρητικά) ταξικό αντίπαλο. Βέβαια, δύο δεκαετίες αργότερα, το 1955, ο Κοτζιούλας θα αποκαλέσει υποτιμητικά τον Προβελέγγιο «μισοξεχασμένο λόγιο» (”Ο Τέλλος Άγρας, έτσι που ήταν ”, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τχ. 34, σ. 81). Πολλά και δραματικά πολιτικά γεγονότα όμως είχαν μεσολαβήσει στο μεταξύ και μάλλον σε αυτόν τον χαρακτηρισμό ο αριστερός αντάρτης Κοτζιούλας ακολουθεί και επαναλαμβάνει την ανεπίσημη, αλλά υπαρκτή, εύσχημη κομματική γραμμή περί θέσεως του Προβελέγγιου στο περιθώριο και στη λησμονιά.

Για την ώρα πάντως, η συνέντευξη, που θα δημοσιευτεί στο τεύχος #2 του περιοδικού ΡΥΘΜΟΣ (Οκτώβριος 1933, σελ. 61-16) με τίτλο «Στο Νησί του Προβελεγγίου», ξεκινά με μια τίμια όσο και συγκρατημένα διθυραμβική αποτίμηση του ποιητικού έργου του, «γραμμένη από τον κ. Γ. Κοτζιούλα με τη στοχαστικότητα και το ωραίο ύφος που τον χαρακτηρίζει» (“Αριστομένης Προβελέγγιος, ο τελευταίος ρωμαντικός”, Τέλλος Άγρας, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμ, 14, τχ. 165, 1Νοε1933, σελ. 1144). Η συνάντηση με τον λευκοφορεμένο στην ένδυση και την καρδιά πρεσβύτη ποιητή γίνεται με το δέος που επιβάλλει τόσο η φυσική παρουσία του «ιεροφάντη της ποίησης» (κατά τον Δ. Ταγκόπουλο), όσο και το υποβλητικό λιτό περιβάλλον ενός μοναστηριακού κελλιού στο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ακρωτήρι της Χρυσοπηγής.

Το συμπέρασμα τού απροσδόκητα εντυπωσιασμένου Κοτζιούλα από την αύρα του Προβελέγγιου είναι η αναγνώριση πως «είναι ο ίδιος όπως και στους στίχους του με τις απόκοσμες συλλήψεις και την αβίαστη σύνθεσή τους, ποιητής από τους λίγους που μπορούν να ονομαστούν ποιητικοί». Θα θεωρήσω μια τέτοια ειλικρινή φιλοφρόνηση από έναν νεώτερο ποιητή με κοινωνικό αποτύπωμα σαν του Κοτζιούλα για έναν άλλον ομότεχνο ως μία από τις πλέον τιμητικές που θα μπορούσαν να γίνουν. Άλλωστε, μάλλον κάπως διαφορετικό τον περίμενε τον Προβελέγγιο και αντί για έναν κλασικό εκπρόσωπο της αστικής τάξης και καταπιεστικής εξουσίας συνάντησε έναν πραγματικό κοινωνιστή και κυριολεκτικά φιλάνθρωπο. Εν τούτοις, παρά το γεγονός πως δεν έχουμε στοιχεία κατά πόσο η άνετη ζωή που ευτύχησε να έχει ο Προβελέγγιος συνετέλεσε στην μετέπειτα έμπνευση του Κοτζιούλα, εκτιμώ πως αυτόν έχει στο μυαλό του όταν αργότερα θα αναφερθεί έμμεσα και με πικρόχολη διάθεση στην πατρική προικοδότηση κάποιων «τυχερών της ζωής» σαν τον Προβελέγγιο:

Φαίνεται όμως πως το οιονεί θρησκευτικό πνεύμα που ανέδιδε ο Προβελέγγιος στην διά ζώσης επικοινωνία του ήταν ιδιαίτερα υποβλητικό. Αυτό μπορούμε να το διασταυρώσουμε όχι μόνο από τους αφιερωμένους σε αυτόν στίχους του Ρώμου Φιλύρα από το ποίημα «Πορτραίτο»

αλλά και από αυτούς που ο ίδιος ο Κοτζιούλας αφήνει πίσω του φεύγοντας από την Σίφνο με το ποίημα «Στον Αριστομένη Προβελέγγιο» (από το πρωτότυπο χειρόγραφο στο αρχείο Προβελέγγιου στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών)     

Το πλήρες περιεχόμενο της πολύτιμης αυτής συνέντευξης στον Γ. Κοτζιούλα πραγματεύομαι αναλυτικά στο μελέτημά μου «Τάδε Έφη Προβελέγγιος». Πολύτιμη, ειδικά για την σχηματοποίηση του χαρακτηρολογικού πορτραίτου του ποιητή, διότι ο ηλικιωμένος Προβελέγγιος, σε αυτή την προχωρημένη ηλικία των 84 ετών, δεν φείδεται σχολίων επί παντός επιστητού. Ήδη ξεστρατίσαμε όμως από το κυρίως θέμα μας και επανέρχομαι επειγόντως με το ερώτημα του συνεντευξιαστή Κοτζιούλα: «Τί φρονείτε για τη θρησκεία και την εκκλησία μας;»

Η απάντηση του Προβελέγγιου είναι αφοπλιστική για όσους έχουν προσπαθήσει να αναδείξουν θρησκευτικό μεν συναίσθημα στον ποιητή, όχι όμως και να του αποδώσουν τον αναμφισβήτητα χριστιανικό χαρακτήρα του:

Τα επεξηγηματικά σχόλια κανονικά θα έπρεπε να παρέλκουν διότι, όπως είπαμε, ο Προβελέγγιος πιο ξεκάθαρος στην απάντησή του δεν θα μπορούσε να είναι. Όμως αυτό που είναι θεωρητικά απολύτως κατανοητό σε μια συνέντευξη του 1933, ίσως χρειάζεται μια επεξήγηση με βάση το σημερινό λεξιλόγιο όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στον 21ο αιώνα. Τί ακριβώς εννοεί με τον όρο «ευαγγελιστής»; Μήπως ότι είναι ακόλουθος της Ευαγγελικής Πεντηκοστιανής Εκκλησίας ή των διαφόρων παραφυάδων του Ευαγγελικού Χριστιανισμού ως παρακλάδι του Προτεσταντισμού; Κατά την εκτίμησή μου ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι βάσιμο. Χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε την έκθεση του Προβελέγγιου στον Γερμανικό Προτεσταντισμό, τον Λουθηρανισμό ή τον Καθολικισμό κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Γερμανία, εν τούτοις η χρήση της έννοιας «ευαγγελιστής» μάλλον χρησιμοποιείται στην πρωταρχική της έννοια.

Ο Προβελέγγιος, με την ακριβολογική διατύπωση που τον διακρίνει, σίγουρα θα χρησιμοποιούσε τον σωστό όρο «ευαγγελικός» αν είχε διαφορετική πρόθεση από αυτή, που αμέσως μετά ο ίδιος επεξηγεί προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης: «…δέχομαι δηλαδή τον Χριστό των Ευαγγελίων». Τείνω λοιπόν να του αποδώσω μια πιο σύγχρονη θεώρηση του Χριστιανισμού, αυτής των Νεοχριστιανών του 21ου αιώνα, οι οποίοι αδυνατούν να συγκεράσουν στην λογική τους τα δύο αντικρουόμενα μηνύματα: τις ανήθικες προτροπές της Παλαιάς Διαθήκης με την ηθικολογική διδαχή της παγκόσμιας αγάπης προς τον πλησίον, που κηρύσσει ο λόγος του Ναζωραίου. Δεν είναι σαφές αν -επιπλέον- με τον όρο «ευαγγελιστής» ο ακριβολόγος Προβελέγγιος επιφυλάσσει για τον εαυτό του και έναν κολακευτικό ρόλο αγγελιαφόρου των καλών ειδήσεων. Δεν μπορούμε όμως και να το αποκλείσουμε, μάλλον θα το εικάσουμε με μεγάλη πιθανοφάνεια.

Η διαφωνία του πάντως με το δοξαστικό και παρακλητικό τελετουργικό τυπικό των θείων λειτουργιών του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος σίγουρα προέρχεται από τον κοσμικό χαρακτήρα της δυτικής εκκλησίας. Εκεί, όπου η θεία λειτουργία έχει σαφέστατο τυπικό, αυστηρά περιορισμένη χρονική διάρκεια, τάξη και ευνομία που αποσκοπούν στο να μην «κουράζουν» το πλήρωμα των πιστών. Αξιοπρόσεκτη όσο και δυσεξήγητη και η απόρριψη εκ μέρους του της νηστείας. Ίσως η κοσμική του θεώρηση για το τυπικό της Ορθόδοξης λατρείας να προέρχεται από έλλειψη εμβάθυνσης στον Ορθόδοξο Ησυχασμό και να περιορίζεται στις αγνές προσωπικές εμπειρίες του και βιώματα από την εκκλησιαστική ζωή στην Σίφνο και την Αθήνα. Προτού ασχοληθώ ειδικά με τις εμπειρίες του αυτές θα πρέπει απαραίτητα να σχολιάσω αυτή την «αποδοχή του Χριστού των Ευαγγελίων» εκ μέρους του.

Ο Ιησούς και η Συκιά (1902)

Και τούτο διότι μπορεί μεν να αποδέχεται τα Ευαγγέλια, αυτό όμως δεν γίνεται άκριτα και ασχολίαστα. Ο Προβελέγγιος, σαφώς μεν δεν είναι θρησκόληπτος, αλλά ούτε και θεοφοβούμενος στο βαθμό τού να αποδέχεται χωρίς κριτική τον λόγο και τα έργα του Κυρίου του. Τουλάχιστον όπως αυτά μας παραδίδονται μεταχρονολογημένα από τους Ευαγγελιστές. Για παράδειγμα, η ανιμιστική και φυσιολατρική συνείδηση, που βρίσκεται στην βάση της κοσμοθεώρησης του ποιητή, είναι αδύνατον να συμβιβαστεί αδιαμαρτύρητα με το κατά Ματθαίον επεισόδιο της «καταραμένης συκιάς». Αδυνατεί να εννοήσει το πώς η ενσάρκωση της Αγάπης στον Θεάνθρωπο, Τού επιτρέπει να καταραστεί μια άκαρπη συκιά, έστω και προς παραδειγματισμό. Η παρατηρητική ματιά του ποιητή ξεχωρίζει την ενοχλητικά περίεργη αυτή αναφορά στην Γραφή και το δογματικά αδέσμευτο πνεύμα του επαναστατεί και τον οδηγεί στο να εμπνευσθεί το ποίημα «Ο Ιησούς και η Συκιά». Δημοσιεύτηκε αρχικά στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του 1924 (σελ. 193-194) και την επόμενη χρονιά (1925) στην τρίτη ποιητική Συλλογή του ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ (ενότητα ΣΦΙΓΞ ΚΑΙ ΠΗΓΑΣΟΣ, σελ.82).

Γνωστό ποίημα, αφού προσέλκυσε την προσοχή και τα σχόλια των συγχρόνων λογίων της εποχής με αποκορύφωμα ένα ξεχωριστό άρθρο του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το άρθρο αυτό με τίτλο ”Η Συκιά και Η Κατάρα” δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια αργότερα στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ (φύλλο της 3ης Σεπτεμβρίου 1934) και διασώθηκε ως αποδελτιωμένο απόκομμα στα κατάλοιπα του Αρχείου Προβελέγγιου (ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών). Με τέτοια «προικοδότηση» γίνεται απαραίτητο να μεταγράψουμε εδώ το (ούτως ή άλλως χριστιανικό) ποίημα αυτό, προκειμένου ο αναγνώστης να μπορέσει όχι μόνο να παρακολουθήσει τα έξοχα και εύστοχα σχόλια του Παπαντωνίου, αλλά και το θεολογικά ασυμβίβαστο πνεύμα του Προβελέγγιου. Παρά τις διαφορές με την πρώτη δημοσίευση, διατηρώ την μορφή και το διαμορφωμένο από τον ποιητή κείμενο της τελικής επίσημης έκδοσης (1925).

” Ο Ιησούς και η Συκιά ”

Τραγικό, αποκομμένο όσο και δυσεξήγητο βιβλικό επεισόδιο, που η περιγραφή του αναμφίβολα αφήνει μια πικρή γεύση και ένα θλιβερό συναίσθημα κάθε Μ. Δευτέρα διαμέσου των αιώνων. Αρκετοί θεολογούντες ψέλλισαν μια κάποια δικαιολογία ή επεξήγηση με προεξάρχοντα τον μέγα ιεράρχη της Ορθοδοξίας Ιωάννη Χρυσόστομο, που, ελλείψει πειστικής επιχειρηματολογίας, καταφεύγει στην τυφλή αποδοχή του «θαύματος». Ο εξίσου ευαίσθητος ποιητής Ζαχ. Παπαντωνίου όμως εντοπίζει και απομονώνει τον ποιητικό λόγο του Προβελέγγιου. Ας απολαύσουμε τί έχει να πει:

Η εκκλησία του χωριού (1902)

Μετά ταύτα, μπορούμε απερίσπαστοι να επανέλθουμε στις προσωπικές εμπειρίες του Προβελέγγιου από την εκκλησιαστική ζωή του σε Αθήνα και κυρίως Σίφνο. Τις εμπειρίες του αυτές περιγράφει σε διάφορα ποιήματα, απολύτως αντιπροσωπευτικό όμως για αυτές είναι ένα ακόμη αθησαύριστο και ανέκδοτο ποίημα, ένα ακόμη από αυτά που παρουσιάζουμε εδώ ανασύροντάς τα από την πολυετή αφάνεια. Τίτλος του «Η εκκλησία του χωριού» και η δευτερογενής έρευνα το εντόπισε στο ετήσιο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ «ΚΥΨΕΛΗ» του συντοπίτη Σιφνιού, γνωστού Πειραιώτη λόγιου και θαυμαστή του Προβελέγγιου Άγγελου Κοσμή, αυτό της χρονιάς του 1902. Η Καθ. Νεοελληνικών στο ΕΚΠΑ Άννα Χρυσογέλου-Κατσή έχει μελετήσει το έργο του Ά. Κοσμή και έχει παρουσιάσει μια πολύ χρήσιμη όσο και ενδιαφέρουσα αποδελτίωση με σύντομο ιστορικό των τεσσάρων εκδόσεων (1901, 1902, 1903 και 1914) του Ημερολογίου ΚΥΨΕΛΗ. Δημοσιεύτηκε στο πανεπιστημιακό περιοδικό ΠΑΡΟΥΣΙΑ (τόμος ΙΕ’-ΙΣΤ’, 2001-2003, σελ. 577-605) με ευρετήριο ονομάτων. Η μελέτη της αυτή ανευρίσκει από ένα ποίημα του Προβελέγγιου σε κάθε ετήσια έκδοση του Ημερολογίου και πιο συγκεκριμένα τα «Οι Βράχοι των Αούρων» (1901), «Η Εκκλησία του Χωριού» (1902), «Το Δένδρον του Ολύμπου και το Πλοίον του Αιγαίου» (1903) και «Ένα Μνημόσυνο» (1914).

Η υποστήριξη του Προβελέγγιου στα εκδοτικά εγχειρήματα του συγχωριανού του Εξαμπελιανού λόγιου Α. Κοσμή εκδηλώνεται κάθε φορά με ένα πρωτότυπο, ανέκδοτο και ακυκλοφόρητο ποίημα. Οι συνεκδότες Δ. Η. Μανούσος – Α. Α. Κοσμής τιμούν με την σειρά τους τον ποιητή για την χειρονομία του αυτή με μια ολοσέλιδη αφιέρωση στην αρχή του πρώτου Ημερολογίου του 1901: «Αφιερούται τω κ. Αριστομένη Προβελεγγίω εκτιμήσεως τεκμήριον ελάχιστον». Ο ποιητής δεν εισφέρει με ποιήματα β’ διαλογής αλλά με πρωτότυπα και ακυκλοφόρητα. Αργότερα θα τα συμπεριλάβει στην Συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ, που ο ίδιος θα εκδώσει το 1916 (εκδ. Κολλάρου). Σε αυτήν «Οι Βράχοι των Αούρων» (ενότητα ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΑΣ, σελ. 103) αποκτούν μια 4στιχη στροφή παραπάνω και χάνουν την αρχική αφιέρωση «σε μια ποιητική ψυχή». Το ιδιοφυές «Το Δένδρον και το Πλοίον» (ενότητα ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ, σελ 53) αποκτά έναν πιο γενικό και οικονομικό τίτλο και το συγκινητικό «Ένα Μνημόσυνο» περιλαμβάνεται στην ενότητα ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΑΣ (σελ. 119).

Απουσιάζει το «Η Εκκλησία του Χωριού». Ίσως δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός πως η αποδελτίωση δεν αναφέρει αυτή την ειδοποιό διαφορά με δεδομένο ότι τέτοιες λεπτομέρειες εκφεύγουν του σκοπού της εργασίας. Ακολουθώντας το φιλολογικό τυπικό, η Χρυσογέλου-Κατσή αναφέρει τον αρχικό στίχο κάθε ποιήματος, στην περίπτωση αυτή: [Inc: Κι αν γέρασες σεβάσμια εκκλησία]. Η παρούσα μελέτη μου όμως έχει διαφορετική στοχοθέτηση και αποσκοπεί εν γένει στον εντοπισμό ανέκδοτων και αθησαύριστων ποιημάτων του Προβελέγγιου. Έτσι αναγκαστικά θα αναζητήσει το ποίημα αυτό στις εκδόσεις του Προβελέγγιου μέσω της επικεφαλίδας-τίτλου και των στίχων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Χρειάστηκε μια ειδική επίσκεψη στην βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ για να πιστοποιήσω πως πράγματι πρόκειται για ένα ακόμη ανέκδοτο ποίημα και μάλιστα θρησκευτικού / ηθογραφικού περιεχομένου, οπότε το παρουσιάζω σε μεταγραφή εδώ.

” Η Εκκλησία του Χωριού ”

Ο Προβελέγγιος περιγράφει εικόνες γνώριμες σ’ αυτόν, τις οποίες θα πρέπει να έχει προσλάβει από την παρουσία και τις ταξιδιάρικες σκέψεις του μέσα στην εκκλησία. Δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμος ο συγκεκριμένος «γέρικος» ναός της Σίφνου με το ψηλό καμπαναριό την εποχή της συγγραφής του ποιήματος (περί το 1901). Και μάλλον ο ποιητής δεν αναφέρεται στον εαυτό του μέσα από το ποίημα, αφού τον καιρό εκείνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί «γέροντας», ενώ και ο γάμος του με την Αγλαΐα πιθανόν δεν είχε γίνει στην Σίφνο. Συνεπώς, η έμπνευση του ποιητή μάλλον «ταξιδεύει» μαζί με την σκέψη του αντικρύζοντας κάποιους συντοπίτες του κατά την διάρκεια ενός εκκλησιασμού. Διότι ο Προβελέγγιος συνήθιζε να εκκλησιάζεται, ακόμη και όταν δεν το απαιτούσε τυπικά το βουλευτικό αξίωμα, που κατείχε την περίοδο που συγγράφει το ποίημα αυτό.

Ο χριστιανός Προβελέγγιος

Την συμπληρωματική πληροφορία αυτή, περί του Ορθόδοξου Χριστιανικού τυπικού που ακολουθούσε ο ποιητής, μάς την παραδίδει η κόρη του Σοφία (Σουλιώτη-Νικολαΐδου), διαλύοντας με τον τρόπο αυτό κάθε πιθανό ερωτηματικό περί του «ευαγγελιστή» Προβελέγγιου. Στην επέτειο των 30 χρόνων από τον θάνατο του πατέρα της, όπως ήδη ανέφερα, δημοσιεύει στο περιοδικό εσωτερικής Θεοσοφίας «ΠΕΛΕΚΑΝ» (αρ. δελτίου 31, καλοκαίρι 1966, σελ. 28-33) το πολύ ενδιαφέρον αναμνηστικό άρθρο «Αφιέρωμα στον Αριστομένη Προβελέγγιο».

Το περιοδικό Δελτίο της Θεοσοφικής Ενώσεως (Ελλάδος) έχει προσαρμόσει τις ανεξίθρησκες θέσεις του στα ελληνοχριστιανικά δεδομένα. Εχει επιλέξει τον τίτλο «ΠΕΛΕΚΑΝ» προτάσσοντας στο εξώφυλλό του ένα σχετικό απόσπασμα από τον εκκλησιαστικό όρθρο του Μεγ. Σαββάτου, που είναι θεωρητικά γνώριμο στο αναγνωστικό κοινό όπου απευθύνεται. «Ώσπερ Πελεκάν, τετρωμένος την πλεuράν Σου, Λόγε, σούς θανόvτας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς» (Εγκώμ. Στάσις β’). Κατ’ επέκταση, η «αδελφή» Σοφία νοιώθει σε οικείο περιβάλλον ώστε να περιγράψει τις σχετικές με τις ανησυχίες του περιοδικού αναμνήσεις της από τον πατέρα της.

Μέσα από πάμπολλες βιογραφικές και χαρακτηρολογικές αναφορές που παραθέτει, επιλέγω να αντιγράψω το εξής απόσπασμα (σελ. 29), διαφωτιστικό για τα ερωτήματα που θέτει το παρόν μελέτημα:

Δεν νομίζω πως αυτή η παρουσίαση της χριστιανικότητας του Προβελέγγιου αφήνει περαιτέρω περιθώρια αμφισβήτησης ή υποθετικά ερωτηματικά. Όπως θα λέγαμε στην απόδειξη κάποιου γεωμετρικού θεωρήματος, «Όπερ Έδει Δείξαι». Το άρθρο αυτό επίσης αναδημοσιεύτηκε (χωρίς αναφορά στην αρχική πηγή) από τον εγγονό τού ποιητή Αλέξανδρο Πετρόπουλο στο βιβλίο του «Ο Τραγουδιστής του Αιγαίου» (Α’-1986 & Β΄-1999 εκδόσεις). Παρά τις θεοσοφικές αναζητήσεις της «αδελφής» Σοφίας δεν έχουμε κάποιο στοιχείο που να συνδέει τον ίδιο τον Προβελέγγιο με το θεοσοφικό κίνημα της Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, του Ουσπένσκι και λοιπών στην Ελλάδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα μπορούσε και αυτός να θεωρηθεί ανεκτικά συμπαθών προς τις επιταγές του κινήματος.

Το ποίημά του «Αδελφοί» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ (τόμ. Α’ σελ. 222, 1900), αργότερα στο Πασχαλινό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 28Μαρ1904) και περιλήφθηκε στην δεύτερη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1916, ενότητα ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ, σελ. 116). Για λόγους οικονομίας δεν θα το παραθέσουμε εδώ. Σίγουρα δεν παραπέμπει σε θεοσοφική θεώρηση, αφού -προς αποφυγή κάθε παρεξηγήσεως- ο ποιητής σπεύδει να προτάξει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου από την Προς Γαλάτας Δ’ Επιστολή: «Αδελφοί… ο δε καρπός του πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, πραότης». Πέντε πνευματικές ιδιότητες, απότοκες μιας πνευματικότητας, που ήδη τις είχε ενστερνισθεί και χαρακτηρίζουν την ζωή του Προβελέγγιου. Παρ’ όλα αυτά, δεν το θεωρώ συμπεριλήψιμο στα αμιγώς θρησκευτικά του ποιητή. Αν και το απρόσμενο συμπέρασμα του Κ.Θ. Δημαρά μέσα από την στενή ψυχολογική σχέση της ποίησης με την προσευχή διαλύει τα οποιαδήποτε στεγανά («Ποίηση θρησκευτική! Σαν να μπορούσε να υπάρξει και καμιά άλλη ποίηση…», “Επτά κεφάλαια για την ποίηση”, εκδ. Κασταλία, 1935, σελ. 42-46).   

Παραπομπές περί Θεοσοφισμού στην Ελλάδα αναφέρει σε βιβλιογραφικό αγγλόφωνο άρθρο της η Μ. Βασιλοπούλου, με την ιδιότητα τής διευθύντριας του εκδοτικού οίκου ΤΕΤΡΑΚΤΙΣ. Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2017-2018, σελ. 31-32) του Ενημερωτικού Δελτίου της διεθνούς οργάνωσης Φίλοι των Θεοσοφικών Αρχείων (FOTA, Friends of The Theosophical Archives). Ψηφιοποιημένα τεύχη τόσο του περιοδικού ΙΛΙΣΟΣ όσο και του ΠΕΛΕΚΑΝ διατίθενται από την αρχειακή βάση δεδομένων που τηρείται στην  ιστοσελίδα www.iapsop.com.

Παιδική ανάμνησις (1925)

Ήδη το μελέτημα αυτό έχει ξεφύγει από την συνήθη έκταση των αντίστοιχων που έχω επιμεληθεί για τον Προβελέγγιο. Η φιλοσοφική όμως έκταση του θέματος αυτού καθ’ εαυτού μοιάζει να το δικαιολογεί και να αποζητεί την κατανόηση του αναγνώστη. Θα παρέμενε όμως ελλειπές αν δεν κάναμε αναφορά στην Σιφνέικη διάσταση της θρησκευτικότητας του ποιητή. Διότι όπως συνειδητοποίησα κατά την διάρκεια μιας σύντομης δημόσιας ομιλίας-απαγγελίας μου επ’ ευκαιρία του εορτασμού της Χρυσοπηγής στην Σίφνο (13Ιουν2024), η χριστιανικότητα του Προβελέγγιου θεωρείται απολύτως φυσιολογική και δεδομένη για όλους τους Σιφνιούς. Σε βαθμό που οποιαδήποτε παραιτέρω ανάλυση του θέματος ίσως να τους φαίνεται ως περιττή και βαρετή.

Θα συμφωνήσω απολύτως μαζί τους. Γιατί όποιος Σιφνιός (ή μη) έχει τύχει να περάσει, έστω και μια φορά στην ζωή του, την Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα στο νησί αντιλαμβάνεται πως είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει από τις εντυπωμένες στο υποσυνείδητο εικόνες και συναισθήματα. Ειδικά αν έχει εκτεθεί στην αυτοπρόσωπη συμμετοχή στα Θεία Πάθη σε παιδική ή νεαρή ηλικία. Τα ερεθίσματα μιας Εβδομάδας των Παθών είναι τόσο δυνατά που αποτυπώνονται ανεξίτηλα στην αναστατωμένη ψυχή. Όπως έχω διαπιστώσει ο ίδιος μαζί με αναρίθμητους άλλους, παρά τις λογικά αναμενόμενες μελλοντικές θρησκευτικές αναζητήσεις κάποιων από εμάς, αποδεικνύεται πρακτικά παντελώς αδύνατον να μπορέσει κανείς να αποκολληθεί από το αίσθημα του συμ-πάσχειν με τον ψυχικό και σωματικό Θείο Πόνο, που έχει έμμεσα γευτεί.

Ο Προβελέγγιος σίγουρα δοκίμασε και αναγνώρισε την αδυναμία αυτή. Θα πρέπει όμως να συμβιβάστηκε μαζί της παρά τις Νιτσεϊκές καταβολές του, ίσως διότι κατά βάση ο Χριστός των Ευαγγελίων απαντούσε στο προσωπικό του αξιακό σύστημα. Οι αναφορές του στο ποίημα «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ!», που ήδη είδαμε, περιγράφουν απόλυτα το μάταιο οποιασδήποτε προσπάθειας αποκόλλησης από τις παιδικές εντυπώσεις. Σε επίρρωση αυτού, εντοπίζω και παρουσιάζω, επίσης για πρώτη φορά μετά την πρώτη δημοσίευσή του το μακρινό 1925, ένα ακόμη ανέκδοτο, άγνωστο και αθησαύριστο ποίημα, που επιγράφεται «Παιδική Ανάμνησις». Είναι αξιοσημείωτο πως ο 77ετής Προβελέγγιος αναπολώντας τις παιδικές του αναμνήσεις από την Σίφνο δεν αναφέρεται σε παιγνίδια ομηλίκων, σχολικές ενθυμήσεις, φυσιολατρικές, πατριδογνωστικές ή άλλες αναζητήσεις. Επιλέγει να αναφερθεί στις πιο ζωντανές μνήμες των παιδικών του χρόνων, μνήμες που κάλλιστα γνωρίζει πως τις μοιράζονται όλοι οι Κυκλαδίτες Σιφνιοί, αυτές του θρησκευτικού χριστιανικού πάθους. Άλλωστε οι λέξεις της κόρης του Σοφίας ακόμη αντηχούν στα αυτιά μας: «Λάτρευε τον Χριστό».

Ο εντοπισμός του αγνώστου ποιήματος αυτού έγινε στα κατάλοιπα του Αρχείου Προβελέγγιου που διατηρούνται στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών. Σε αυτά ανευρίσκεται πλήθος αποκομμάτων από εφημερίδες της εποχής με δημοσιεύσεις ποιημάτων ή κριτικές, που έχει ο ίδιος ο ποιητής αποθησαυρίσει στο διάβα της ζωής του. Δεν έχει φροντίσει όμως και να τα αποδελτιώσει αρχειακά. Με αποτέλεσμα σε πάμπολλες περιπτώσεις να απαιτείται δυσανάλογη περαιτέρω έρευνα για την συμπλήρωση της πληροφορίας. Έτσι χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο το (έτσι κι αλλιώς περιορισμένο) ιστοριοδιφικό τάλαντό μου προκειμένου να εντοπίσω τον πλήρη τίτλο μιας άγνωστης εφημερίδας, από την οποία διασώζονται μόνο τα δύο τελευταία γράμματα (…ΜΑ) ενός φαινομενικά λογότυπου τίτλου. Το ζωντανό σταυρόλεξο στάθηκε ισχυρός μαγνήτης για την “a la DaVinci code” έρευνά μου. Αποζημιώθηκε ο χρόνος μου όμως όταν εντόπισα την σχετικά βραχύβια όσο και δυσεύρετη Κυκλαδική εφημερίδα «ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΝ ΒΗΜΑ».

Στην διευθύνουσα επιτροπή αυτού του δεκαπενθήμερου «Οργάνου των Απανταχού Κυκλαδιτών» συμμετείχαν αρκετοί Σιφνιοί, αν μπορούν να αναγνωρισθούν από τα επώνυμά τους: Αθ. Β. Διαλησμάς, Φωτ. Ι. Δεκαβάλλας, Νικ. Γ. Παππάς και Κωνστ. Ψαραύτης. Ο σκοπός της εφημερίδας προφανής με τα σημερινά δεδομένα, η προώθηση των θεμάτων Κυκλαδικού ενδιαφέροντος. Αυτό όμως που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό είναι πως ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια ομοσπονδοποίησης των διαφόρων τοπικών «συνδέσμων». Το περιεχόμενο της εφημερίδας πάντοτε προσεγμένο και ισότιμα μοιρασμένο ανάμεσα στα Κυκλαδονήσια, οι ανταποκρίσεις και η αρθρογραφία θεμάτων επίκαιρες και ενδιαφέρουσες. Η Σίφνος, φυσικά, έλαμπε διά της παρουσίας της σε κάθε τεύχος και ο Προβελέγγιος θα φρόντιζε να υποστηρίξει την προσπάθεια των συμπατριωτών του με ένα ή και παραπάνω ποιήματα. Για το πρωτοσέλιδο του διπλού τεύχους 8-9 του δεκαπενθημέρου 10-20 Απριλίου 1925 θα διαθέσει το συγκεκριμένο πρωτότυπο ποίημα Πασχαλινής θεματολογίας.

Προτού το παρουσιάσω ανασύροντάς το από τα βάθη της λησμονιάς, θα πρέπει να τονίσω πως το ποίημα στην μορφή που δημοσιεύτηκε, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί και ημιτελές. Και τούτο διότι έχουμε την τύχη να ανευρίσκουμε στο αρχείο Προβελέγγιου και το πρωτότυπο χειρόγραφο του ποιήματος. Από αυτό συνάγουμε πως η έμπνευση του ποιητή δεν περιορίσθηκε μόνο στους στίχους που τελικά προέκρινε για δημοσίευση, αν δεν τους συμπλήρωσε μεταγενέστερα. Η αντιπαραβολή με το περιεχόμενο του χειρογράφου όχι μόνο οδηγεί στην πρόσθεση αρκετών στίχων αλλά και στην αποκατάσταση της μορφής ορισμένων από αυτούς που εμφανίστηκαν στην εφημερίδα. Δεν προκύπτει κατά πόσο η «πλήρης» μορφή είναι πρωθύστερη ή τελική σε σχέση με την δημοσίευση. Έτσι, αναγκάζομαι να το μεταγράψω συνδυαστικά με το χειρόγραφο, επισημαίνοντας τα παρεμβαλλόμενα δύο πρόσθετα τετράστιχα καθώς επίσης και τις λεκτικές διορθώσεις του ποιητή. Με μαύρο χρώμα το δημοσιευμένο κείμενο στην εφημερίδα, με μωβ απόχρωση και σε άγκιστρα οι προσθετικές διορθώσεις.

” Παιδική Ανάμνησις ”

Μοσχοβολά ανοιξιάτικη Σιφνέικη εξοχή και λιβάνι από το Πασχαλινό θυμιατό το ποίημα αυτό. Η μελαγχολική γλύκα της Μεγάλης Παρασκευής μοιάζει σαν να ραντίζει με το αίμα του Ναζωραίου τις κατακόκκινες παπαρούνες στα αθώα μάτια της φαντασίας του μικρού παιδιού. Τα ρόδα του Απρίλη ποτίζονται με το θείο αγίασμα που ρέει από την λογχισμένη πλευρά του «ουρανόπεμπτου Διαβάτη» και ο ήχος από τις πένθιμες καμπάνες εναλλάσσεται με τις χαρούμενες αναστάσιμες ψαλμωδίες. Εικόνες, ήχοι, χρώματα, μνήμες και συναισθήματα, όλα συγκεχυμένα και ταυτόχρονα πεντάκαθαρα αποτυπωμένα στις παιδικές αναμνήσεις. Ποιός άραγε έχει την δύναμη -ή την θέληση- να ξεφύγει από αυτό το βαθιά ριζωμένο στην ψυχή προσωπικό ασυνείδητο (κατά K. Jung); Και αν πάλι διστακτικά καταφέρει να ξεφύγει, τί καλύτερο μπορεί να προσφέρει η οποιαδήποτε εναλλακτική υπαρξιακή πρόταση; Η τελική απάντηση είναι σαφώς υποκειμενική και κατά κανόνα δίνεται από την ίδια την ζωή, σίγουρα όμως έχει ήδη δοθεί από τον ίδιο τον Προβελέγγιο.

Αντί επιλόγου

Ίσως στο μελέτημα αυτό αναγκάστηκα να μακρηγορήσω λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο αναφορικά με την θρησκευτικότητα τόσο στην ποίηση του Προβελέγγιου όσο και αυτού του ιδίου. Διότι το ένα δεν μπορεί ούτε να ειπωθεί ούτε να ιδωθεί χωρίς να συνεξεταστεί με το άλλο. Σύμφωνα με τις επιταγές του πατέρα της Γαλλικής λογοτεχνικής κριτικής του 19ου αιώνα C.A. Sainte-Beuve (1804-1969), «για να μιλήσει κανείς για ένα έργο, πρέπει να έχει υπ’ όψη του τις βιογραφικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν το έργο, δια του χαρακτήρος» (Τζ. Καββαδία, περ. ΡΥΘΜΟΣ, #1, σελ. 33, 1932). Ειδικά δε για την περίπτωση Προβελέγγιου, ο Γ. Θέμελης παρατηρεί πως

Αφήνω στον αναγνώστη του μελετήματος την κρίση κατά πόσο η έκταση του αποτελεί μακροσκελή περιττολογία, μολονότι εμπλουτίζει σημαντικά την εργογραφία του ποιητή. Το θεώρησα όμως απαραίτητο προκειμένου να τεκμηριώσω ικανοποιητικά σε εύρος και βάθος λογικής τον ισχυρισμό, που αβίαστα αναδεικνύεται μέσα από όλα τα προεκτεθέντα: ότι δηλαδή η θρησκευτικότητα στον Προβελέγγιο έχει αναλυθεί πλημμελώς και τυγχάνει παραγνωρισμένη. Διότι τεκμαίρεται πως δεν πρόκειται για μια θρησκευτικότητα γενικής κοπής και εφαρμογής, αλλά για μια ξεκάθαρη και διάφανη χριστιανικότητα του ποιητή. Μια χριστιανικότητα  που δεν παρέμεινε μόνο θεωρητική και διανοητική αλλά επιπλέον εκφράσθηκε μέσα από τον εν όλω βίο του, πάντοτε βέβαια μέσα στα πλαίσια μιάς φυσιολογικής εκκοσμικευμένης ζωής. Αυτά όλα βέβαια ως μία απλοϊκή επιφανειακή θεώρηση ακολουθώντας σύγχρονα κοσμοπολίτικα κριτήρια περί χριστιανικής ιδέας, πολύ αμβλυμένα σε σύγκριση με περισσότερο σκληροπυρηνικές απόψεις, που πρεσβεύουν πως «σ’ αυτά τα ποιήματα προβάλλει ολοφάνερη η έλλειψις βαθειάς χριστιανικής πίστεως, η άγνοια και της ουσίας και του βάθοuς της χριστιανικής θρησκείας» (“Η Χριστιανική ιδέα στην Νεοελληνική ποίησι”, Σ. Καλησπέρης, περιοδ. ΑΚΤΙΝΕΣ, Πάσχα 1943, έτος ΣΤ’, αρ. 36, σελ. 78-82).

Με αυτά σαν δεδομένο, πραγματικά ξενίζει η αφοριστική επιλογή του Κλέοντα Παράσχου να περιλάβει το όνομα του Προβελέγγιου ανάμεσα στα 21 σημαντικότερα ονόματα «…όλων αυτών που αποτελούν το σώμα της νεοελληνικής ποιήσεως στην εκατόχρονη ζωή της και που κανένας, όχι μόνον δεν ήταν ή δεν είναι θρησκευτικός ποιητής, μα και μήτε επεισοδιακά, μήτε μια ή δυο φορές στη ζωή του, δεν έτυχε να δονηθεί βαθύτερα από τον χριστιανικό μύθο». Δεν είμαι σε θέση ούτε επιθυμώ να σχολιάσω την επιχειρηματολογία του συγγραφέα, έστω και ενδεικτικά, περί άθρησκου Βαλαωρίτη ή περί νιχιλιστή Παλαμά. Άλλωστε η συζήτηση, που ξεκίνησε με το άρθρο αυτό και που «τάραξε τα νερά» στην εποχή του, φαίνεται να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμη, παρ’όλο που μεταπολεμικά μοιάζει να βρίσκεται σε περίοδο ύφεσης. Για τον Προβελέγγιο όμως υποχρεούμαι να αντιδράσω, εφ’ όσον απλώς τον αναφέρει en passant, μάλλον προς δημιουργία έωλων εντυπώσεων, χωρίς καν να επιχειρηματολογεί σχετικά. Και αν ο ίδιος ο ποιητής ήταν ήδη τότε αρκετά προβεβηκώς για να ασχοληθεί και να επαναφέρει τον οποιονδήποτε φιλολογούντα κριτικό «εις την τάξιν», ας θεωρηθεί το παρόν μελέτημα μια ταπεινότατη προσπάθεια αντίδρασης στα προ 90 ετών γραφόμενα (Κλέων Παράσχος, ”Η θρησκευτική πίστη στη νέα ελληνική ποίηση”, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμ. ΙΣΤ’, τχ. 192, Χριστούγεννα 1934). Άλλωστε και ο ίδιος ο Παράσχος φαίνεται να ανέκρουσε πρύμναν, όπως είδαμε στο σχετικό αφιέρωμά του για την «Ποίησι του Προβελέγγιου» αρκετά χρόνια αργότερα (ΕΛΛΗΝ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, 1951, #80).

Στην αποδόμηση του αφοριστικού λόγου του Κλ. Παράσχου σχετικά με το θέμα του «θρησκευτικού συναισθήματος» συνέβαλε επίσης πολύ αργότερα με επιχειρήματα και παραδείγματα και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (“Η νεοελληνική λογοτεχνία και το θρησκευτικό συναίσθημα”, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Α’, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, β’ έκδ., 1979). Ο οποίος, αφού προέταξε την διαστολή του θρησκευτικού με το χριστιανικό συναίσθημα, ανέλυσε θαυμάσια την παρουσία τους στην νεοελληνική λογοτεχνία, ποίηση και πεζό λόγο. Αλλά δυστυχώς έχει κι αυτός να πει τον «καλό του λόγο» με μια μόνο πρόταση ειδικά αφιερωμένη στον Προβελέγγιο: «ο αναποφάσιστος Προβελέγγιος κατάφερε να σταθεί με τόνα πόδι στην «παλιά σχολή», με τ’ άλλο στη «νέα» και, ουσιαστικά, πουθενά» (σελ. 173). Αν με τον χαρακτηρισμό «αναποφάσιστος» ο συγγραφέας εννοεί τον «δισταγμό, ως μοναδική αιώνια πίστη» στην ποίηση του Προβελέγγιου, τότε το θέμα έχει ήδη τεθεί και από τον Τέλλο Άγρα (ομιλία στην επετειακή 80ετηρίδα των Προβελέγγιου-Χαλεπά, Νοέμβριος 1934) και από τον Ν. Τωμαδάκη, που διεκδικεί και την πρωτοκαθεδρία στην κρίση αυτή (Νεοελληνικά Δοκίμια και Μελέται, 1953). Στην αντίθετη περίπτωση όμως, αδυνατώ να αντιληφθώ κατά πόσο η αντιδιαστολή «παλιάς / νέας» γλωσσικής σχολής στην νεοελληνική ποίηση αρκεί για να χαρακτηρίσει αυτόματα και το θρησκευτικό / χριστιανικό συναίσθημα στον Προβελέγγιο χωρίς περαιτέρω επιχειρηματολογία και εν τω βάθει μελέτη της ποίησής του. Παρ’ όλ’ αυτά ο Ι.Μ. Παναγωτόπουλος τουλάχιστον κάνει αναφορά γενικά στην ύπαρξη θρησκευτικών ποιημάτων του Προβελέγγιου, έστω και αν τα κατατάσσει ανάμεσα σε αυτά ησσόνων ποιητών (σελ. 185).

Με το σκεπτικό αυτό προβάλλει αδήριτο και το επόμενο συνεπαγόμενο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν μια επιστημονική διατριβή (Γ. Τσατσαρώνης , Ιωάννινα 2006), που έχει σαν κεντρικό πεδίο έρευνας ακριβώς την παιδαγωγική διάσταση της ποίησης του Προβελέγγιου, να παραγνωρίζει και να αφήνει ουσιαστικά στο περιθώριο την θρησκευτική και χριστιανική πτυχή της; Επειδή λοιπόν, λόγω του μεγάλου αριθμού τέτοιων ποιημάτων στον ποιητή προκύπτει πως θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο απλής και αθώας παράλειψης, θα καταλήξω στο επαγωγικό συμπέρασμα πως αποτελεί συνειδητή, όσο κι αξιοπερίεργη, αγνώστου σκοπιμότητας επιλογή του συγγραφέως.

Αντικείμενο βέβαια του μελετήματός μου δεν μπορεί να είναι η αξιολόγηση μιας έστω και σημαντικής διδακτορικής διατριβής, που μετασχηματίστηκε σε βιβλίο αναφοράς για την ποίηση του Προβελέγγιου και στην οποία αναγκαστικά εστιάζω λόγω της έλλειψης επιστημονικών μελετών για αυτόν. Στον βαθμό όμως που έμμεσα χρησιμεύει στο να απαντήσει και στο γενικώτερο υφέρπον θεμελιακό ερώτημά μου «για ποιό λόγο ο Προβελέγγιος και η ποίησή του έχουν παραμείνει παρηγκωνισμένα και πλημελλώς μελετημένα από την σύγχρονη φιλολογική έρευνα», τότε σαφώς και μπορώ να προτείνω μια πρώτη, προφανώς μερική, απάντηση: απλά διότι υπήρξε ένας χριστιανός ευαγγελιστής ποιητής.

Ένας «ευαγγελιστής» που προσπάθησε σε όλη του την ζωή να μεταλαμπαδεύσει το «καλό άγγελμα» των αιωνίων αξιών: ομορφιά, καλωσύνη, αγάπη. Και ταυτόχρονα, των ιδιοτήτων, που αποδίδει στον Ναζωραίο μέσα από τους στίχους τού «Γολγοθά»: ἀλήθεια κι’ ἁγιότης, / πατρίς, ἐλευθερία κι’ ἀδελφότης·…”.

Ενα ποιητικό άγγελμα, που ενέχει τον μυστικιστικό κατά Πλάτωνα χαρακτήρα της μαντείας (από τον διάλογο του Σωκράτη με τον Ίωνα). Αντιγράφω το συμπέρασμα από το θαυμάσιο στην σύλληψη, αλλά τελείως άγνωστο, περιθωριακό άρθρο με τίτλο «Ποιητής -Μάντις», που δημοσιεύτηκε στην εξίσου άγνωστη εφημερίδα ΣΑΛΠΙΓΞ, «όργανον της Πανελληνίου Ενώσεως των Δημοδιδασκάλων Αμφοτέρων των Φύλων» (φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1913). Συγγραφέας του άρθρου, ο Εμμ. Γ. Παντελάκης, καθηγητής στο Μαράσλειο, περισσότερο γνωστός για το εκπαιδευτικό βοήθημά του “Ελληνική Χρηστομάθεια” (εκδ. Κορνάρου, 1912). Το φύλλο της εφημερίδας διέσωσε ο Προβελέγγιος και περιέχει το τυπικά ανέκδοτο ποίημά του «Δόξα στο Πνεύμα των Αρχαίων». Ανευρίσκεται στα κατάλοιπα του Αρχείου του στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών:

Μύστες των θείων, λοιπόν, γινόμαστε κι εμείς μέσα από την μελέτη τέτοιων ποιημάτων, αν συμφωνήσουμε πως ο «ευαγγελιστής» Προβελέγγιος πρεσβεύει το «αγαθόν». Και όπως συνήθως γίνεται στη ζωή, για κάποιο απροσδιόριστο κοινωνιολογικό λόγο που είναι αντικείμενο μιας διαφορετικής πραγματείας, το «καλό» μήνυμα αυτό (αλλά μαζί και ο αγγελιαφόρος του Προβελέγγιος, ο «απόκοσμος ψάλτης» κατά τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα) τελικά καταλήγουν να τίθενται στο περιθώριο, αν όχι και υπό διωγμόν.

©  Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης, Σίφνος.
Εορτή του Αγ. Πνεύματος 2024.

Δημοσιεύτηκε την 15η Αυγούστου 2024 στο δημοφιλές φιλολογικό ηλεκτρ. περιοδικό literature

2 σχόλια

  1. Γεώργιος Ντοκόπουλος

    Ακόμα μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για τον -δυστυχώς- σήμερα παραγκωνισμένο σιφνιό ποιητή. Η μεγαλύτερη σε έκταση μελέτη για τον Α. Προβελέγγιο τού τρισδιάστατα γνώστη και αναλυτή τού έργου του Ά. Λεμπέση. Η θρησκευτικότητα είναι πανταχού παρούσα στην γραφή του Προβελέγγιου, με έναν ξεχωριστό τρόπο, που δεν έχει καμμία σχέση ούτε με την θρησκοληψία, αλλά ούτε και με τον πανθεϊσμό, όπως μερικοί ισχυρίστηκαν. Ο μελετητής με επιτυχία αντικρούει τις θέσεις αυτές, ενώ, παραθέτοντας σημαντικά έργα του ποιητή, καταδεικνύει την χριστιανική θρησκευτικότητα του Προβελέγγιου, που πηγάζει από την πίστη του στον Χριστό των Ευαγγελίων, εξ ού και ο αυτοχαρακτηρισμός του ως “ευαγγελιστής”. Ο Ά. Λεμπέσης με την ερευνητική του επιμονή, την μεθοδικότητα, την ευστροφία, αλλά και την δύναμη της γραφής που τον χαρακτηρίζει, αναδεικνύει άλλη μια πλευρά του Α. Προβελέγγιου, ο οποίος όσο και αν σήμερα βρίσκεται στο περιθώριο, δεν παύει να παραμένει ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας.

    Γεώργιος ΝΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ (πολιτειολόγος)

    (Σχόλιο/κριτική στην σχετική ανάρτηση του περιοδικού literature στο facebook)

    1. George Dok Σας ευχαριστω ειλικρινά για την εύστοχη κριτική σας και παρομοίως εκ μέρους του Προβελέγγιου για τα καλά σας λόγια. Είναι αλήθεια πως όσο η μελέτη μου γι αυτόν προχωρά, με έκπληξή μου (και το τονίζω) ανακαλύπτω πως δεν πρόκειται για “έναν ακόμη” σημαντικό ποιητή στο περιθώριο της πλημμελούς μελέτης αλλά για έναν ποιητή που είναι “μια κατηγορία μόνος του”. Και αυτό πιστεύω πως τελικά θα προκύψει όταν τα μελετήματά μου αποκτήσουν την απαραίτητη κρίσιμη μάζα. Επονται αρκετά μελετήματα παρόμοιας με αυτό σοβαρότητας στο πλαίσιο της φιλολογικής και φιλοσοφικής αποτίμησης του Προβελέγγιου. Είθε να αποκτήσουν σύντομα σάρκα και οστά για να εκτεθούν στην δημόσια κριτική τους. Ευχαριστώ και πάλι.
      ΥΓ. Ο χαρακτηρισμός περί τρισδιάστατης γνώσης ηχεί πολύ ευχάριστα στα αυτιά κάποιου σαν εμένα που (με άλλη ιδιότητα) αφιέρωσε την ζωή του στην τρισδιάστατη (ολογραφική) εικόνα !

XHTML: Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα παρακάτω tags για μορφοποίηση του κειμενου: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>